Τι σημαίνει το état στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης état στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του état στο Γαλλικά.
Η λέξη état στο Γαλλικά σημαίνει πολιτεία, κράτος, κατάσταση, φάση, κατάσταση, στάδιο, κατάσταση, άσχημη ψυχολογική κατάσταση, κράτος, κατάσταση, κατάσταση, κωδικός κατάστασης, κατάσταση, κατάσταση, κατάσταση, συντήρηση, λίστα, καταγραφή, προφίλ, διάθεση, πολιτειακός, κρατικός, ερειπωμένος, ετοιμόρροπος, μεθυσμένος, σε επίπεδο πολιτείας, σε όλη την πολιτεία, στάση, κήρυξη πολέμου, επικυρίαρχο κράτος, πόλη-κράτος, Υπουργός Προεδρίας της Κυβέρνησης, κράτος πρόνοιας, αρχισμηνίας, λειτουργία, αποκατάσταση, αναπαλαίωση, ο εαυτός μου, διάθεση, καθαρός, σκέτος, καταστασιακός, προσωπικό, εθνικό κράτος, λειτουργικός, αβαρής, αξιόπλοος, χρήσιμος, πρακτικός, εύχρηστος, κατάλληλο για κυκλοφορία, κρατικός, σε νοτιότερη περιοχή της πολιτείας, εντός της Πολιτείας, που δεν καθαρίστηκε, σε κακή κατάσταση, σε κατάσταση μέθης, υπνωτισμένος, σκλάβος, ανάστατος, σε άριστη κατάσταση, που βρίσκεται σε κατάσταση σοκ, σε πλήρη λειτουργία, εγκεφαλικά νεκρός, κρατικά αναγνωρισμένος, υπό κράτηση, που έχει την ίδια νοοτροπία με κάποιον άλλο, κρατικός, κυβερνητικός, που αρμόζει σε πολιτικό, βόρεια της πολιτείας, ως έχει, όπως έχουν τα πράγματα, σε πολιορκία, σε ετοιμότητα, σε επιφυλακή, σε αναμονή, που λειτουργεί σωστά, σε άψογη κατάσταση, που δουλέυει ρολόι, λειτουργικός, σε καλή κατάσταση, εξαφανισμένος στη φύση, κρίσιμη κατάσταση, πραξικόπημα, Ισραήλ, υπάλληλος μητρώου, πολιτική προσωπικότητα, νοοτροπία, ληξιαρχείο, μέθη, αμβλύτητα, οδήγηση υπό την επήρεια, κρατική υπόσταση, πραξικόπημα, αρχηγός κράτους, οικογενειακή κατάσταση, αστυνομοκρατούμενο κράτος, Αρχηγός Στρατιωτικού Επιτελείου, πραξικόπημα, ονειρική κατάσταση, ψυχική κατάσταση, πολιτεία που απαγορεύει τη δουλειά, αέρια κατάσταση, στρατιωτικό πραξικόπημα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης état
πολιτείαnom masculin (Géographie) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les États-Unis comptent cinquante états. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο δάσκαλος μας ζήτησε να απομνημονεύσουμε όλες τις πολιτείες των ΗΠΑ. |
κράτοςnom masculin (Géographie, Politique) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) En 1948, l'état hébreu a été fondé. Το 1948 ιδρύθηκε ένα εβραϊκό κράτος. |
κατάστασηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Μόνο να φανταστώ μπορώ σε τι κατάσταση θα είναι το σπίτι αφού έμεινε εγκαταλελειμμένο τόσα χρόνια. |
φάση, κατάστασηnom masculin (Physique, Chimie) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La glace est de l'eau à l'état solide. Ο πάγος είναι η στερεή φάση του νερού. |
στάδιοnom masculin (étape d'un processus) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le papillon est à l'état larvaire. |
κατάστασηnom masculin (d'émotions) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Elle était dans un état de tristesse après que son petit-ami l'ait quittée. |
άσχημη ψυχολογική κατάστασηnom masculin (humeur) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Polly était dans un tel état après l'accident ! |
κράτοςnom masculin (Politique) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Dans certains pays, il y a séparation entre l'Église et l'État. |
κατάστασηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'agent décrivit l'état de la maison comme ayant besoin de modernisation. Ο μεσίτης, περιγράφοντας την κατάσταση του σπιτιού, είπε ότι «χρειάζεται εκμοντερνισμό». |
κατάστασηnom masculin (aspect) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La maison est dans un état lamentable. De nombreux travaux sont nécessaires. Αυτό το σπίτι βρίσκεται σε άσχημη κατάσταση. Χρειάζεται πολλή δουλειά. |
κωδικός κατάστασηςnom masculin (Η/Υ) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
κατάστασηnom masculin (d'un objet) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ma machine à laver était toujours en bon état après quinze ans. Το πλυντήριό μου είναι ακόμα σε καλή κατάσταση μετά από δεκαπέντε χρόνια! |
κατάστασηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cette maison que nous avons vue était en mauvais état. Elle a besoin d'être retapée. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αυτό το σπίτι ήταν σε άσχημη κατάσταση. Θέλει πολλές επισκευές. |
κατάστασηnom masculin (santé) (υγείας, στην ιατρική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le patient cancéreux est dans un état stable. Η κατάσταση του καρκινοπαθούς είναι σταθερή. |
συντήρησηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cette voiture est en mauvaise état. Le bâtiment est vieux, mais en bon état. |
λίστα, καταγραφήnom masculin (liste) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'état des frais et dépenses détaillait toutes les charges liées au projet. |
προφίλnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Ce profil démographique est très bien documenté. |
διάθεση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il est d'humeur morose. |
πολιτειακός(subdivision territoriale) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La réglementation locale est très pointilleuse en matière d'affichage publique. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο νόμος της πολιτείας απαγορεύει την οδήγηση με υπερβολική ταχύτητα. |
κρατικόςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'est une affaire d'État. |
ερειπωμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) L'entreprise de Jamie rénove des bâtiments délabrés. |
ετοιμόρροπος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Patty en avait marre d'être fauchée et de vivre dans une maison délabrée. |
μεθυσμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
σε επίπεδο πολιτείας, σε όλη την πολιτεία(ΗΠΑ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στάση(mental) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Elle a une attitude positive au travail. Έχει θετική στάση απέναντι στη δουλειά. |
κήρυξη πολέμου(έναρξη) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
επικυρίαρχο κράτος(personne) |
πόλη-κράτοςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Dans la Grèce antique, les cités-États étaient souvent rivales. |
Υπουργός Προεδρίας της Κυβέρνησης(στο ΗΒ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κράτος πρόνοιαςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αρχισμηνίας(Militaire, armée de l'air) (αεροπορία) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
λειτουργία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αποκατάσταση, αναπαλαίωση(d'une maison, objet) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les amis d'Ellen admiraient sa restauration de la vieille maison. |
ο εαυτός μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Hier, il était très énervé, mais aujourd'hui, il est redevenu lui-même. Ήταν πραγματικά θυμωμένος χτες, αλλά σήμερα είναι ο εαυτός του πάλι. |
διάθεση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il était de bonne humeur quand il apprit qu'il avait réussi son examen. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δεν έχω κέφι για σινεμά απόψε. |
καθαρός, σκέτος(chance, hasard) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je l'ai croisé par pur hasard, si j'étais passé par cette rue une minute plus tard je ne l'aurais pas vu. |
καταστασιακόςlocution adjectivale (Grammaire : verbe) (γραμματική) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
προσωπικόnom masculin (Militaire) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'état-major se charge des problèmes d'ordre administratif. |
εθνικό κράτοςnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λειτουργικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Peter était mécanicien et son métier était de s'assurer que toutes les machines de l'usine restent en état de marche. |
αβαρής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Dans l'espace, tout est en apesanteur. |
αξιόπλοοςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χρήσιμος, πρακτικός, εύχρηστος(appareil) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κατάλληλο για κυκλοφορία(όχημα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κρατικόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'est une décision qui est prise au niveau de l'État. |
σε νοτιότερη περιοχή της πολιτείαςlocution adjectivale (États-Unis) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εντός της Πολιτείαςlocution adverbiale (εντός των ορίων Πολιτείας των ΗΠΑ) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
που δεν καθαρίστηκεlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σε κακή κατάστασηlocution adjectivale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Paul était en mauvais (or: piteux) état après son accident de moto. |
σε κατάσταση μέθηςlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Après la fête, plusieurs personnes titubaient en état d'ébriété. |
υπνωτισμένοςlocution adjectivale (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Il regardait droit devant comme dans un état second. |
σκλάβοςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ανάστατος(endroit) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je suis parti au travail à toute vitesse ce matin et j'ai laissé la maison en désordre. |
σε άριστη κατάστασηlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je n'achète des objets d'occasion que s'ils sont en parfait état. |
που βρίσκεται σε κατάσταση σοκ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les patients en état de choc nécessitent une hospitalisation immédiate |
σε πλήρη λειτουργίαadjectif invariable (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) J'ai réussi à remettre la vieille voiture de mes parents en état de marche. |
εγκεφαλικά νεκρόςlocution adjectivale (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
κρατικά αναγνωρισμένοςadjectif |
υπό κράτησηlocution adjectivale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
που έχει την ίδια νοοτροπία με κάποιον άλλο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κρατικός, κυβερνητικός(entreprise,...) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που αρμόζει σε πολιτικό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βόρεια της πολιτείαςlocution adverbiale (aux États-Unis, souvent loin des villes) (κατά λέξη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Frank a déménagé dans le nord de l'État pour vivre avec sa tante. |
ως έχειlocution adjectivale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La télé est vendue en l'état, il n'y a pas de garantie implicite ou explicite. |
όπως έχουν τα πράγματα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Όπως έχουν τα πράγματα, θα είμαστε τυχεροί αν φτάσουμε πριν σκοτεινιάσει! |
σε πολιορκίαlocution adjectivale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σε ετοιμότητα, σε επιφυλακή
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σε αναμονή
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
που λειτουργεί σωστά, σε άψογη κατάσταση, που δουλέυει ρολόιlocution adjectivale (machine) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
λειτουργικόςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σε καλή κατάστασηlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εξαφανισμένος στη φύσηlocution adjectivale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κρίσιμη κατάστασηnom masculin (Médecine) Les médecins ont dit qu'il était dans un état critique du fait de la gravité de ses blessures. |
πραξικόπημαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'opposition a manigancé un coup d'État pour faire perdre son siège au président. Le général devint dictateur suite à un coup d'État. Η παράταξη της αντιπολιτευτικής έκανε πραξικόπημα, ανατρέποντας τον εκλεγμένο πρόεδρο. Ο στρατηγός έγινε δικτάτορας μετά από ένα πραξικόπημα. |
Ισραήλnom propre masculin (pays moderne) (κύριο ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. Ναύπλιο, Έβερεστ κλπ.) Israël (or L'État d'Israël) a été établi en 1948. |
υπάλληλος μητρώουnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) L'officier de l'état civil a enregistré les détails concernant la naissance de l'enfant. |
πολιτική προσωπικότηταnom masculin Trois grands hommes d'État ont été envoyés pour négocier une trêve. Τρεις σημαντικές πολιτικές προσωπικότητες ανέλαβαν τη διαπραγμάτευση της εκεχειρίας. |
νοοτροπία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il faut être dans un état d'esprit optimiste pour surmonter ces obstacles. Χρειάζεσαι θετική νοοτροπία για να ξεπεράσεις αυτά τα εμπόδια. |
ληξιαρχείο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Pour vous inscrire aux cours, vous devez vous rendre au bureau d’enregistrement. |
μέθη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αμβλύτητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
οδήγηση υπό την επήρειαnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κρατική υπόστασηnom féminin La région a récemment tenté de s'octroyer le statut d'État mais le gouvernement central ne l'a pas reconnu. |
πραξικόπημαnom masculin (πολιτική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αρχηγός κράτουςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) Dans un royaume, le chef d'État est un roi et non un président. |
οικογενειακή κατάσταση
Veuillez indiquer votre âge, votre niveau de revenus et votre état civil. Παρακαλώ αναφέρετε την ηλικία, το επίπεδο εισοδήματος και την οικογενειακή σας κατάσταση. |
αστυνομοκρατούμενο κράτοςnom masculin L'Allemagne est devenue un État policier quand elle a été dirigée par Hitler. |
Αρχηγός Στρατιωτικού Επιτελείουnom masculin (Militaire) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πραξικόπημαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ονειρική κατάστασηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ψυχική κατάσταση
Quand il est dans un bon état d'esprit, il est très poli. |
πολιτεία που απαγορεύει τη δουλειάnom masculin (Histoire américaine) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αέρια κατάστασηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
στρατιωτικό πραξικόπημαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του état στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του état
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.