Τι σημαίνει το estabelecer στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης estabelecer στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του estabelecer στο πορτογαλικά.
Η λέξη estabelecer στο πορτογαλικά σημαίνει συμφωνώ, ορίζω, καθορίζω, καθορίζω, επιβάλλω, παίρνω, ακολουθώ, ιδρύω, καθορίζω, δίνω, ανοίγω, αποικώ, εποικίζω, βγάζω ρίζες, ριζώνω, καθιερώνω, ιδρύω, συνιστώ, βρίσκομαι, ορίζω συγκεκριμένη χρήση, ορίζω συγκεκριμένο σκοπό, βάζω, ορίζω, καθορίζω, προβλέπω, εδραιώνω, κατοχυρώνω, παγιώνω, θεμελιώνω, διατυπώνω, θέτω σε εφαρμογή, θέτω σε ισχύ, κάνω, ξεκινώ, ανοίγω, ιδρύω, σχηματίζω, θεωρώ, εγκαθιστώ, καθορίζω, σταθεροποιώ, στήνω το σκηνικό, φτιάχνω το σκηνικό, καθορίζω βάση αναφοράς, καθορίζω σημείο αναφοράς, διαμορφώνω, εγκαθίσταμαι, θέτω όριο, μετακομίζω, μένω, συνεργάζομαι με κπ, βολεύομαι, τακτοποιούμαι, καθιερώνομαι, εδραιώνομαι, νοικοκυρεύομαι, αποκαθίσταμαι, τακτοποιούμαι, κατοχυρώνομαι, εδραιώνομαι, βρίσκω τη χρυσή τομή, αποδεικνύω σχέση μεταξύ, θέτω όρους/κανονισμούς, κάνω ρεκόρ, πετυχαίνω ρεκόρ, βασίζω, στηρίζω, βρίσκω την καταγωγή, δημιουργώ σχέση, αποδεικνύω σχέση, βάζω όριο σε κτ, λειτουργώ κτ ως κοινοπραξία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης estabelecer
συμφωνώverbo transitivo (preço: concordar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Estabelecemos um preço depois de alguns dias de negociação. Τα βρήκαμε στην τιμή έπειτα από κάποιες μέρες διαπραγματεύσεων. |
ορίζω, καθορίζω(preço, valor) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vamos estabelecer o valor da camisa em vinte dólares. Ας ορίσουμε (or: καθορίσουμε) την τιμή του πουκάμισου στα είκοσι δολάρια. |
καθορίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Primeiro, eles tiveram que estabelecer as regras. Πρώτα, έπρεπε να καθορίσουν τους κανόνες. |
επιβάλλωverbo transitivo (fazer acontecer) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A polícia estabeleceu a ordem na cidade. Η αστυνομία επέβαλε την τάξη στην πόλη. |
παίρνω, ακολουθώverbo transitivo (direção, curso) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jeremy estabeleceu um curso para o oeste. |
ιδρύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A rede decidiu abrir um restaurante em cada grande cidade dos EUA. Η αλυσίδα αποφάσισε να ανοίξει εστιατόρια σε κάθε μεγάλη πόλη των ΗΠΑ. |
καθορίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O chefe determinou as horas de trabalho. As metas de vendas foram determinadas para este mês. |
δίνωverbo transitivo (exemplo) (παράδειγμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Este escritor estabeleceu a forma para este gênero de poesia. |
ανοίγωverbo transitivo (loja, estabelecimento) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποικώ, εποικίζωverbo transitivo (território: colonizar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A Virgínia foi primeiro povoada pelos ingleses. |
βγάζω ρίζες, ριζώνω(instalar: em um lugar) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Μετά από χρόνια περιπλάνησης τελικά ριζώσαμε σε αυτήν την περιοχή. |
καθιερώνω, ιδρύω, συνιστώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βρίσκομαι(κπ/κτ βρίσκεται κάπου) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A fábrica estava estabelecida fora da cidade. Το εργοστάσιο βρισκόταν έξω από την πόλη. |
ορίζω συγκεκριμένη χρήση, ορίζω συγκεκριμένο σκοπό(χρηματικά ποσά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βάζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ορίζω, καθορίζω(jurídico) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προβλέπω(jurid, estipular) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εδραιώνω, κατοχυρώνω, παγιώνω, θεμελιώνω(figurado) (μεταφορικά, ιδέες) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διατυπώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O presidente estabeleceu a política em termos claros. Ο πρόεδρος διατύπωσε την πολιτική με ξεκάθαρους όρους. |
θέτω σε εφαρμογή, θέτω σε ισχύ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Várias novas medidas de segurança foram implementadas depois do esfaqueamento recente no campus. Το σχολείο έθεσε σε εφαρμογή μέτρα για να εξασφαλιστεί ότι κανείς άγνωστος δεν θα μπορεί να εισέλθει στο κτίριο. |
κάνω(καθομιλουμένη: καριέρα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele construiu uma carreira internacional em gestão de negócios. |
ξεκινώ, ανοίγω, ιδρύω(για επιχειρήσεις) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Melissa abriu uma empresa em casa. Η Μελίσα ξεκίνησε μια επιχείρηση από το σπίτι της. |
σχηματίζω(organizar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eles formaram um sindicato. |
θεωρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο νέος δάσκαλος θεωρήθηκε βαρετός πολύ γρήγορα. |
εγκαθιστώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Os trabalhadores estão vindo instalar painéis solares hoje. Σήμερα θα έλθουν εργάτες για να εγκαταστήσουν τα ηλιακά κάτοπτρα. |
καθορίζω, σταθεροποιώverbo transitivo (χρήματα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fixamos o preço em dezenove dólares a peça. Παγώσαμε την τιμή στα δεκαεννιά δολάρια το τεμάχιο. |
στήνω το σκηνικό, φτιάχνω το σκηνικό(uma cena) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Έστησε το σκηνικό για το κοινό με την περιγραφή του. |
καθορίζω βάση αναφοράς, καθορίζω σημείο αναφοράςverbo transitivo (ponto de referência) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διαμορφώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εγκαθίσταμαιverbo pronominal/reflexivo (fixar residência) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) No final das contas, ela estabeleceu-se em Nova Iorque. Τελικά εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη. |
θέτω όριο(restrição) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μετακομίζω, μένω(mudar para outro lugar) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
συνεργάζομαι με κπ(agir em grupo) |
βολεύομαι, τακτοποιούμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Levei alguns meses para me acostumar ao meu novo trabalho. Μου πήρε μερικούς μήνες να συνηθίσω στην καινούρια μου δουλειά. |
καθιερώνομαι, εδραιώνομαιverbo pronominal/reflexivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
νοικοκυρεύομαι, αποκαθίσταμαι, τακτοποιούμαι(figurado) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Eu queria me casar, mas ele não estava pronto para se assentar. Eu viajo demais a trabalho para me assentar e criar uma família. Ήθελα να παντρευτώ αλλά εκείνος δεν ήταν έτοιμος να νοικοκυρευτεί. Ταξιδεύω υπερβολικά πολύ για τη δουλειά μου για να μπορέσω να αποκατασταθώ (or: νοικοκυρευτώ) και να κάνω οικογένεια. |
κατοχυρώνομαι, εδραιώνομαιverbo pronominal/reflexivo (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ela conseguiu se estabelecer no mundo do teatro quando a atriz principal ficou doente e ela era a substituta. |
βρίσκω τη χρυσή τομήexpressão (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποδεικνύω σχέση μεταξύlocução verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
θέτω όρους/κανονισμούς
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω ρεκόρ, πετυχαίνω ρεκόρexpressão verbal (fazer a melhor marca) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βασίζω, στηρίζω(σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βρίσκω την καταγωγήexpressão (ancestralidade: descobrir) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δημιουργώ σχέσηlocução verbal (fazer contato pessoal com alguém) |
αποδεικνύω σχέση(estabelecer ou descobrir nexos, vínculos entre coisas) |
βάζω όριο σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λειτουργώ κτ ως κοινοπραξίαexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του estabelecer στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του estabelecer
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.