Τι σημαίνει το ficar στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης ficar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ficar στο πορτογαλικά.
Η λέξη ficar στο πορτογαλικά σημαίνει μένω, η θέση μου είναι, μένω, κάθομαι, παραμένω, μένω, μένω, παραμένω, μένω, φαίνομαι, γίνομαι, -, -, γίνομαι, έρχομαι, τερματίζω, γίνομαι, παραμένω, κρατάω, γίνομαι, μένω, είμαι, βρίσκομαι, κάθομαι, καταλήγω, κάτι μου βρωμάει, αποφεύγω, σταματώ, ακινητοποιούμαι, αποφεύγω, εξουθενώνομαι, εξαντλούμαι, κουράζομαι, κερδίζω την πρώτη θέση, αρρωσταίνω, ξεντύνομαι, μου κόβονται τα γόνατα, παίρνω το αίμα μου πίσω, σφηνώνω, μένω με το στόμα ανοιχτό, προσέχω μωρό, κρατώ μωρό, κοκκινίζω, μένω έγκυος, θυμώνω, λιώνω, ενθουσιάζομαι, θυμώνω, νευριάζω, τσαντίζομαι, πλουτίζω, γίνομαι φιλάσθενος, αρρωσταίνω, έρχομαι κοντά, αποφεύγω, κάθομαι, κοπροσκυλιάζω, επιλέγω να μην κάνω κτ, ξεμεθάω, συνέρχομαι από μεθύσι, αγχώνομαι, πανικοβάλλομαι, οπισθοχωρώ, υποχωρώ, χαλαρώνω, τεμπελιάζω, αράζω, παραξενεύομαι με κτ, απορώ με κτ, χάνω, παραμένω αμέτοχος, παραμένω αμέτοχος, στέκομαι στην ουρά, στέκομαι στη σειρά, πέφτω, εκνευρίζομαι, μουσκεύω, υγραίνομαι, αρραβωνιάζομαι, βγαίνω με κάποιον, περνάω, ξεπερνάω, προβάλλω, ξεπροβάλλω, αντικαθιστώ, προσέχω, δεν μαρτυρώ, δεν αποκαλύπτω, χάνω, είμαι δίπλα σε κπ, στέκομαι στο πλευρό κάποιου, απέχω από κτ, επιλέγω να μην κάνω κτ, αποφασίζω να μην κάνω κτ, σκουραίνω, επιβλέπω, φαρδαίνω, μελανιάζω, ταιριάζω σε κπ, βγαίνω ραντεβού, ραγίζω, σπάω, αγχώνομαι, με παίρνουν τα χρόνια, που έχει μείνει αναμμένος, να σημειωθεί στα πρακτικά, στο ράφι, δεύτερη μοίρα, χώρος για όρθιους, συνάντηση, εντολή παραμονή κατ' οίκον, φόβος ότι θα χάσω κάτι, αρρωσταίνω, δεν μου είναι εύκολο, αντιλαμβάνομαι, πέφτει η τιμή μου, κολλάω, πνίγομαι, είμαι πνιγμένος στα χρέη, μπερδεύομαι, ανακατεύομαι, μου πέφτει ο κλήρος να κάνω κτ, καταρρέω, ελέγχω, μένω σοβαρός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης ficar
μένω(permanecer) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Gostaria que você ficasse. Θέλω να μείνεις. |
η θέση μου είναιverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A cadeira fica bem ao lado da mesa. Η καρέκλα πάει δίπλα στο τραπέζι. |
μένω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sabemos que o seu período terminou, mas estamos esperando que você vá ficar para servir outro período. Maria esperava poder ficar depois que o seu visto vencesse. Η Μαρία ήλπιζε ότι θα μπορούσε να παραμείνει αφού έληξε η βίζα της. |
κάθομαι, παραμένω(καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μένω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Vá em frente; eu vou ficar. Προχώρα εσύ, εγώ θα μείνω. |
μένω, παραμένω(não ir) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ele saiu, enquanto ela ficou em casa. Αυτός βγήκε, ενώ εκείνη έμεινε (or: παρέμεινε) σπίτι. |
μένωverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Eu pedi a ela para ficar à noite. Της ζήτησα να μείνει το βράδυ. |
φαίνομαι(aparência) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Marina fica horrorosa nessa vestimenta. Η Μαρίνα δείχνει χάλια με αυτά τα ρούχα. |
γίνομαι(tornar-se) (βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) Acho que estou ficando louco. Νομίζω ότι καταντώ τρελός. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Eles ficaram loucos quando ouviram a novidade. Αγρίεψαν μόλις άκουσαν τα νέα. |
-verbo transitivo (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Logo ele ficou cansado das mudanças de humor dela. Σύντομα βαρεθήκαμε τα πείσματά της. |
γίνομαιverbo transitivo (tornar-se) (βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) Ele ficou melhor depois que tomou o remédio. |
έρχομαι, τερματίζω(informal: competição) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Meu cavalo ficou em terceiro e eu ganhei duzentos dólares. |
γίνομαιverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A torneira ficou seca. |
παραμένω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Estou feliz e quero ficar assim. |
κρατάωverbo transitivo (custódia) (κηδεμονία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ela ficou com os filhos após o divórcio. Κράτησε αυτή τα παιδιά μετά το διαζύγιο. |
γίνομαιverbo transitivo (mudar temperatura) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O dia ficou quente. |
μένω(esperar) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Fique aqui e não se mova. Μείνε εδώ και μην κουνηθείς. |
είμαι(ser atribuível a) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A responsabilidade da decisão cabe ao gerente. Η ευθύνη της απόφασης είναι του διευθυντή. |
βρίσκομαι(estar situado) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O convento fica no topo da montanha. |
κάθομαιverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Vamos ficar esperando aqui até a banda chegar. |
καταλήγω(alcançar uma condição) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Como você se tornou biólogo marinho? Essa camisa simplesmente não fica limpa. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Πώς κατάντησες να ζητιανεύεις για να ζήσεις; |
κάτι μου βρωμάει(μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποφεύγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
σταματώ, ακινητοποιούμαι(movimento, processo) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αποφεύγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξουθενώνομαι, εξαντλούμαι, κουράζομαι(fazer algo até cansar) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κερδίζω την πρώτη θέση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αρρωσταίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ontem, eu adoeci tanto que não consegui ir trabalhar. Espero que eu não adoeça nesse inverno. Χθες αρρώστησα τόσο πολύ που δεν μπορούσα να πάω στη δουλειά. Ελπίζω να μην αρρωστήσω φέτος τον χειμώνα. |
ξεντύνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μου κόβονται τα γόνατα(sentir muita atração por alguém) (μτφ, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παίρνω το αίμα μου πίσω(figurado) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σφηνώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Um pedaço de papel emperrou na impressora. Ένα κομμάτι χαρτί σφήνωσε στον εκτυπωτή. |
μένω με το στόμα ανοιχτό
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
προσέχω μωρό, κρατώ μωρό(de criança) Όταν ήμουν έφηβη συχνά έκανα μπέμπι σίτινγκ για να κερδίσω χρήματα. |
κοκκινίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μένω έγκυος(mulher: conceber um filho) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
θυμώνω(enfurecer-se) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
λιώνω(μτφ, καθομ: μεθάω πολύ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ενθουσιάζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O cachorro se anima quando é hora do passeio. |
θυμώνω, νευριάζω, τσαντίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Meu pai vai se enfurecer se eu não chegar em casa à meia-noite. |
πλουτίζω(αποκτώ πλούτη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) É difícil enriquecer. |
γίνομαι φιλάσθενος
|
αρρωσταίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Existe a possibilidade de você adoecer no estrangeiro. Ela adoece quando vê sangue. Υπάρχει η πιθανότητα να αρρωστήσεις ενώ θα είσαι στο εξωτερικό. Αρρωσταίνει όταν βλέπει αίμα. |
έρχομαι κοντά(tornar-se íntimo ou amigável) (μεταφορικά) |
αποφεύγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Amy está realmente chateada com você agora; acho que você devia se afastar por um tempo. Η Έιμι είναι πραγματικά θυμωμένη μαζί σου αυτή τη στιγμή, καλύτερα να κρατήσεις τις αποστάσεις σου για λίγο. |
κάθομαι(figurado) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Por que você não vem à minha casa e relaxa um pouco? Γιατί δεν έρχεσαι απ' το σπίτι μου ν' αράξουμε λίγο; |
κοπροσκυλιάζω(figurado) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
επιλέγω να μην κάνω κτ(figurado) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Σκέφτηκα να κολυμπήσω, αλλά το νερό φαινόταν παγωμένο και έτσι επέλεξα να μην το κάνω. |
ξεμεθάω, συνέρχομαι από μεθύσι(recuperar-se da bebedeira) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αγχώνομαι, πανικοβάλλομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Alex tem uma prova amanhã e está realmente se estressando. Ο Άλεξ έχει ένα διαγώνισμα αύριο και έχει αγχωθεί πραγματικά. |
οπισθοχωρώ, υποχωρώ(recuar, ficar a uma certa distância) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
χαλαρώνω, τεμπελιάζω, αράζω(καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παραξενεύομαι με κτ, απορώ με κτ(ser mistificado por) |
χάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παραμένω αμέτοχος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παραμένω αμέτοχος(ΗΠΑ, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στέκομαι στην ουρά, στέκομαι στη σειρά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) As pessoas estavam enfileirando-se do lado de fora da loja às 5 da manhã no dia da promoção. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η προσέλευση των καλεσμένων στον γάμο ήταν τόσο μεγάλη που τα αυτοκίνητα σχημάτιζαν ουρά έξω από την εκκλησία. |
πέφτω(figurativo) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
εκνευρίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Estevão tende a se irritar quando as coisas dão errado. |
μουσκεύω, υγραίνομαι(mulher) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αρραβωνιάζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Depois de morarem juntos por sete anos, ela finalmente noivou com seu namorado ontem à noite. Αφού συζούσαν επτά χρόνια, αρραβωνιάστηκε τελικά με το αγόρι της εχθές το βράδυ. |
βγαίνω με κάποιον
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Já estou namorando Paul há dois meses. Βγαίνω με τον Πωλ δύο μήνες τώρα. |
περνάω, ξεπερνάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Temos que superar 5.000 pés antes de montar o acampamento. Πρέπει να περάσουμε τα 5000 πόδια πριν κατασκηνώσουμε. |
προβάλλω, ξεπροβάλλω(informal, projetar ou ficar protuberante) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Η κοιλιά του ξεπρόβαλε από την μπλούζα του, τα κουμπιά είχαν ανοίξει. |
αντικαθιστώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A professora de vocês teve uma emergência, por isso vou substituí-la nesta aula. Στην καθηγήτριά σας προέκυψε κάτι έκτακτο. Γι' αυτό, λοιπόν, θα την αντικαταστήσω εγώ. |
προσέχω(de criança) (μωρό ή παιδί) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δεν μαρτυρώ, δεν αποκαλύπτω(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Minha consciência não vai deixar que eu me cale sobre este crime. Η συνείδησή μου δεν με αφήνει να μην αποκαλύψω αυτό το έγκλημα. |
χάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
είμαι δίπλα σε κπ, στέκομαι στο πλευρό κάποιου(μεταφορικά) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) A mulher do político o apoiou quando ele foi acusado de mal uso de verbas públicas. Η σύζυγος του πολιτικού ήταν δίπλα του όταν κατηγορήθηκε για κατάχρηση δημόσιου χρήματος. |
απέχω από κτ
Quero perder peso, por isso estou evitando chocolate por um tempo. Θέλω να χάσω βάρος, έτσι απέχω από τις σοκολάτες για κάποιο διάστημα. |
επιλέγω να μην κάνω κτ, αποφασίζω να μην κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σκουραίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O vermelho das bagas escurecia na medida em que elas amadureciam. |
επιβλέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φαρδαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Το παντελόνι του μπαμπά του φάρδυνε επειδή έχασε βάρος. |
μελανιάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ai! Bati com o joelho. Ele vai ficar machucado. Ωχ! Χτύπησα το γόνατό μου. Πραγματικά θα μελανιάσει. |
ταιριάζω σε κπ
Não convém a uma mulher na sua posição agir desse jeito. Δεν είναι πρέπον για κάποιον με τη δική σου θέση να συμπεριφέρεται με αυτόν τον τρόπο. |
βγαίνω ραντεβού
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) O adolescente é muito jovem para namorar. |
ραγίζω, σπάω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Seu coração se entristeceu quando ela descobriu que ele não gostava dela. |
αγχώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tudo vai ficar bem, não se estresse! |
με παίρνουν τα χρόνιαlocução verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Meu cachorro está ficando velho, mas ainda corre atrás dos carros. Τον σκύλο μου τον πήραν τα χρόνια, αλλά ακόμα κυνηγάει αυτοκίνητα. |
που έχει μείνει αναμμένοςexpressão verbal (επιλογή με βάση το είδος της συσκευής) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
να σημειωθεί στα πρακτικά(oficialmente) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στο ράφιexpressão (καθομιλουμένη, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεύτερη μοίραexpressão (είμαι σε) |
χώρος για όρθιουςexpressão (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συνάντησηexpressão verbal (encontro para atualizar-se) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Eu não te vejo há eras; teremos de por em dia a conversa em breve. |
εντολή παραμονή κατ' οίκον
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
φόβος ότι θα χάσω κάτιexpressão (informal) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αρρωσταίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δεν μου είναι εύκολο(figurativo: não aceitar) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αντιλαμβάνομαι(κπ που κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πέφτει η τιμή μου(γίνομαι λιγότερο ακριβός) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Θα αγοράσω το καινούριο μοντέλο κινητού όταν πέσει η τιμή του. |
κολλάω, πνίγομαιexpressão verbal (μεταφορικά: σε κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Achei que conseguiria sair cedo, mas fiquei atolado com a papelada. |
είμαι πνιγμένος στα χρέηlocução verbal (expre) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nélio acabou ficando atolado em dívidas. |
μπερδεύομαι, ανακατεύομαιexpressão (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μου πέφτει ο κλήρος να κάνω κτexpressão verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Minha irmã foi às compras com a amiga dela e eu fiquei encarregado de ser babá dos dois filhos pequenos dela. Η αδερφή μου πήγε για ψώνια με τη φίλη της και εγώ ξέμεινα να κάνω μπέιμπι σίτινγκ στα δυο μικρά παιδιά της. |
καταρρέωlocução verbal (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ela ficou em cacos quando sua única filha morreu. |
ελέγχωexpressão verbal (informal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μένω σοβαρόςexpressão (informal) (έκφραση προσώπου) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ficar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του ficar
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.