Τι σημαίνει το escrito στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης escrito στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του escrito στο ισπανικά.
Η λέξη escrito στο ισπανικά σημαίνει γράφω, γράφω, γράφω, γράφω, γράφω, γράφω, γράφω, γράφω, γράφω, γράφω, σημειώνω, γράφω, γράφω, γράφω, γράφω, γράφω, συγγράφω, γράφω κτ εκ μέρους κάποιου, γράφω, γράφω κώδικα, γράφω, καταγράφω, επινοώ, δημιουργώ, συνταγογραφώ, σημειώνω, γράφομαι, σημειώνω, γράφω, δημιουργώ, σημειώνω, γράφω, γραπτός, γραφτός, γραπτό, γραμμένος σε σενάριο, ένταλμα, γραφή, γράφω κτ σε κπ, γράφω επάνω σε κτ, γράφω σε κτ, δακτυλογραφώ, στιχουργώ, σχολιάζω, ξαναγράφω, γραφή, γράφω το όνομά μου με κεφαλαία, έτσι ώστε να φαίνεται ως τυπωμένο κείμενο, γραφομηχανή, σύνδεση με παύλα, ηλεκτρική γραφομηχανή, ταινία γραφομηχανής, χαρτί γραφομηχανής, χαρτί, χαρτί αλληλογραφίας, γραφή, ανάγνωση και αριθμητική, επικοινωνώ, γράφω γράμμα, καταγράφω, κρατώ ιστορικό, πληκτρολογώ χωρίς να κοιτάζω το πληκτρολόγιο, γράφω ανορθόγραφα, γράφω με κεφαλαία, γράφω με πλάγια γραμματοσειρά, ενωτικεύω, γράφω με νότες, συγγράφω κτ εκ μέρους κπ άλλου, στέλνω σε λάθος διεύθυνση, γράφω ολογράφως, γράφω για, καθαρογράφω, σημειώνω κτ πρόχειρα σε κτ, συγγράφω εκ μέρους άλλου, καταγράφω, γράφω με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα, γράφω κτ μαζί, γράφω κτ από κοινού, αντικαθιστώ, γράφω με κιμωλία, γράφω κριτική. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης escrito
γράφωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) George ya puede escribir su nombre. Ο Γιώργος ξέρει ήδη να γράφει το όνομά του. |
γράφω(literatura) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elizabeth quiere escribir un libro. Η Ελισάβετ θέλει να γράψει ένα βιβλίο. |
γράφωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Escribí un correo electrónico largo y después lo eliminé. |
γράφωverbo intransitivo (habilidad) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Raquel está aprendiendo a escribir. Η Ρέιτσελ μαθαίνει να γράφει. |
γράφωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cuando quiero tener las cosas claras en mi cabeza, las escribo. Όταν θέλω να ξεκαθαρίσω τις σκέψεις μου, γράφω. |
γράφωverbo intransitivo (cartas) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nunca tengo tiempo de escribir. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δεν βρίσκω ποτέ χρόνο να γράψω στη γιαγιά μου και αυτό τη στενοχωρεί πολύ. |
γράφωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ella escribió un informe del accidente. |
γράφω(música) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Andrew está componiendo una sinfonía. |
γράφωverbo intransitivo (correctamente) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Puedo leer pero no puedo escribir muy bien. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ένας από τους κυριότερους στόχους του σχολείου είναι να μάθει στα παιδιά να ορθογραφούν. |
γράφω, σημειώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¡Eso fue una gran idea! Busquemos un papel para escribirla. Τι ωραία ιδέα! Ας βρούμε ένα χαρτί να τη σημειώσουμε (or: γράψουμε). Θα έπρεπε να γράψεις τον αριθμό τηλεφώνου πριν τον ξεχάσεις. |
γράφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Brad se sentó y le escribió una carta a su madre. Ο Μπραντ κάθισε και έγραψε μια επιστολή προς τη μητέρα του. |
γράφωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La señora Gilmore rápidamente le escribió una nota a su hija. |
γράφωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ella escribió dos artículos de la revista. Έγραψε δύο από τα άρθρα του περιοδικού. |
γράφωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Escriba su nombre en el lugar indicado en lugar de firmar. Γράψτε το όνομά σας στο κενό αντί να υπογράψετε. |
γράφω, συγγράφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El poeta escribió el libro en el 1832. Ο ποιητής έγραψε το βιβλίο του το έτος 1832. |
γράφω κτ εκ μέρους κάποιουverbo transitivo (algo por alguien) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quienes escribieron su autobiografía hicieron un trabajo muy pobre. Όποιος έγραψε εκ μέρους της την αυτοβιογραφία της, δεν έκανε καθόλου καλή δουλειά. |
γράφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jane escribió esta obra. |
γράφω κώδικα(Informática) (κατά λέξη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Puedo escribir programas básicos y sé un poco de diseño web. |
γράφω, καταγράφω(σε ημερολόγιο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mary siempre se toma un tiempo durante el fin de semana para escribir sus experiencias de la semana. |
επινοώ, δημιουργώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El autor escribió una historia de suspenso. |
συνταγογραφώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El médico le recetó antibióticos a Aidan para su infección en el pecho. |
σημειώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Apuntaré la dirección. Θα σημειώσω στα γρήγορα τη διεύθυνση. |
γράφομαι(η λέξη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Cómo se deletrea esa palabra? Πώς γράφεται αυτή η λέξη; Πες μου τα γράμματα ένα προς ένα. |
σημειώνω, γράφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La policía anotó su nombre y dirección y le dijo que no abandonara la ciudad. Ο αστυνομικός σημείωσε το όνομα και τη διεύθυνσή του και του είπε να μην φύγει από την πόλη. |
δημιουργώ
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) El autor compuso su primera historia cuando tenía seis años. Ο συγγραφέας έγραψε την πρώτη του ιστορία όταν ήταν έξι ετών. |
σημειώνω, γράφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Anotaré la información en mi cuaderno. Θα σημειώσω τις πληροφορίες αυτές στο σημειωματάριό μου. |
γραπτός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Si desea cancelar su póliza, por favor, envíenos una notificación escrita al menos treinta días antes de la fecha de renovación. Los estudiantes que quieran abandonar el recinto escolar en horas lectivas debe tener permiso escrito de sus padres. Εάν επιθυμείτε να ακυρώσετε τη σύμβασή σας, παρακαλείσθε να μας αποστείλετε γραπτή ειδοποίηση τουλάχιστον τριάντα ημέρες πριν από την ημερομηνία ανανέωσής της. |
γραφτόςadjetivo (figurado) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) No sé cómo sucedió, pero supongo que estaba escrito. |
γραπτό
Sus escritos eran principalmente artículos cortos. |
γραμμένος σε σενάριο
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Durante la obra de teatro, el actor dijo que había muchas cosas que no estaban guionadas. |
ένταλμα(judicial) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Se emitió una orden para recuperar los vehículos. Κοινοποιήθηκε ένταλμα για την επανάκτηση των οχημάτων. |
γραφή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) ¿Puedes leer esta escritura? No conozco el idioma. |
γράφω κτ σε κπ
Voy a escribirle una carta a mi amigo. Θα γράψω ένα γράμμα στην φίλη μου. |
γράφω επάνω σε κτ, γράφω σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se rompió la pierna y escribimos sobre su yeso para desearle que se recupere pronto. |
δακτυλογραφώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
στιχουργώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
σχολιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξαναγράφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Por favor reescribe esta sección y no menciones al senador. |
γραφή(de escritura) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Su estilo es claro y conciso. Το γράψιμό της ήταν ξεκάθαρο και μεστό. |
γράφω το όνομά μου με κεφαλαία, έτσι ώστε να φαίνεται ως τυπωμένο κείμενοlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Por favor, escriba su nombre en letra imprenta. |
γραφομηχανήlocución nominal femenina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Regalé mi última máquina de escribir hace unos años. Χάρισα την τελευταία μου γραφομηχανή μερικά χρόνια πριν. |
σύνδεση με παύλα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Algunas mujeres escriben sus apellidos separados con guion cuando se casan. |
ηλεκτρική γραφομηχανήlocución nominal femenina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Las máquinas de escribir eléctricas han sido reemplazadas casi por completo por los procesadores de texto y las computadoras. |
ταινία γραφομηχανής
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ya no necesitamos cintas para máquina de escribir: ahora usamos ordenadores. |
χαρτί γραφομηχανής
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Comprá directamente una resma del papel para escribir a máquina. |
χαρτί, χαρτί αλληλογραφίαςlocución nominal masculina (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Todavía es un placer recibir misivas escritas a mano en fino papel para escribir. |
γραφή, ανάγνωση και αριθμητική(fam) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cuando vas a la escuela primaria, te tienes que concentrar en leer, escribir, y sumar. |
επικοινωνώlocución verbal (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Debería escribirle unas líneas a mi hermano porque hace mucho que no le escribo. |
γράφω γράμμαverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hay personas que todavía prefieren escribir cartas. |
καταγράφω, κρατώ ιστορικόverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Escribe crónicas para un diario de tirada nacional. |
πληκτρολογώ χωρίς να κοιτάζω το πληκτρολόγιο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γράφω ανορθόγραφα(κάτι) El niño escribió mal el final de la palabra en el concurso de escritura. |
γράφω με κεφαλαίαlocución verbal (palabra) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Por favor escribe en mayúsculas la primer letra de la palabra. |
γράφω με πλάγια γραμματοσειρά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ενωτικεύω(νεολ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Voy a enviar invitaciones; ¿sabes si el apellido de Margret se escribe con guion? |
γράφω με νότεςlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συγγράφω κτ εκ μέρους κπ άλλουlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στέλνω σε λάθος διεύθυνση
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
γράφω ολογράφωςlocución verbal Firmé con mi nombre y debajo lo escribí completo (or: entero) en mayúsculas. |
γράφω για
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καθαρογράφω(ES) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Por favor, haz una redacción con las notas de tu observación de la clase. Παρακαλώ καθαρόγραψε τις σημειώσεις σου από την παρακολούθηση στην τάξη. |
σημειώνω κτ πρόχειρα σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Apunté su teléfono en un pedazo de papel. Σημείωσα πρόχειρα το τηλέφωνό του σε ένα κομμάτι χαρτί. |
συγγράφω εκ μέρους άλλουlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καταγράφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Οι εξερευνητές της περιοχής έκαναν ιστορική καταγραφή των ευρημάτων τους. |
γράφω με κεφαλαίο το πρώτο γράμμαlocución verbal (inicial) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Los nombres propios se escriben en mayúsculas. |
γράφω κτ μαζί, γράφω κτ από κοινού
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Los dos profesores escribieron conjuntamente un ensayo sobre el calentamiento global. |
αντικαθιστώ(κάτι με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alguien escribió un comentario en la primera página del libro. Η πρώτη σελίδα του βιβλίου είχε αντικατασταθεί με ένα σχόλιο. |
γράφω με κιμωλίαlocución verbal (κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
γράφω κριτική
Jessica hace críticas de películas para el periódico local. Οι Τζέσικα γράφει κριτικές ταινιών για τη σχολική εφημερίδα. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του escrito στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του escrito
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.