Τι σημαίνει το arriba στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης arriba στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του arriba στο ισπανικά.

Η λέξη arriba στο ισπανικά σημαίνει παραπάνω, πάνω, επάνω, ψηλά, επάνω, πάνω, προς τα πάνω, πάνω, προηγούμαι, άσπρο πάτο, πάνω, επάνω, στην κορυφή, -, πάνω, επάνω, φτάνω σε, καταφθάνω σε, πάνω, επάνω, πάνω από, προαναφερθείς, ο υψηλότερος, Καλημερούδια!, χάλι, γυρίζω σε ύπτια θέση, χαρούμενος, πρόσχαρος, από κάτω προς τα πάνω, απόλυτα, εντελώς, μη χολοσκάς, γεμίζω, πάνω, επάνω, πάνω, επάνω, βιαστικά, προαναφερθείς, προαναφερόμενος, ανάποδος, εκ των άνω προς τα κάτω, φτιαγμένος, αναποδογυρισμένος, ανηφορικά, από πάνω μέχρι κάτω, στην κορυφή, διανοητικά, ψυχολογικά, πνευματικά, ανάσκελα, ευθεία προς τα πάνω, παραπάνω, πιο πάνω, προς τα πάνω, εκεί πέρα, μπρος πίσω, από ψηλά, Κουράγιο!, έκτακτα κέρδη, απροσδόκητα έσοδα, ανοδική κίνηση, ευκολία, σήμα με τον αντίχειρα, πάνω μέρος του σώματος, γολγοθάς, το πάνω της πιτζάμας, θέα από ψηλά, κοιτάζω καλά καλά, κοιτάζω από την κορφή μέχρι τα νύχια, λούζω με βρισιές, κολυμπάω ενάντια στο ρεύμα, αναποδογυρίζω, βαράω διάλυση, κοιτάζω αποδοκιμαστικά, κοιτάζω με αγανάκτηση, αναποδογυρίζω, ανοίγω τα χαρτιά μου, βλέπε παραπάνω, ανεβοκατεβαίνω, τρώω τον κόσμο, ψάχνω παντού, πηδώ στην άλλη μεριά, κοιτάζω προς τα πάνω, μετακίνηση προς τα πάνω, πέφτω καταρρακτωδώς, ανακύλιση περιεχομένων οθόνης, προεξέχω, τη λέω σε κπ, που πάει πάνω κάτω, προς τα πάνω, πιο ψηλά, ανηφορικά, με το χέρι πάνω από τον ώμο, με το χέρι πάνω από τον ώμο, επάνω αριστερός, πάνω αριστερός, στον πάνω όροφο, στον επάνω όροφο, ανεβοκατεβαίνω, κουνάω, κουνώ, πατάω, γεμίζω, στους ανωτέρους μου, που απευθύνεται σε ευκατάστατους ανθρώπους, που απευθύνεται σε λίγους, ανάποδα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης arriba

παραπάνω

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El evento se describe arriba con más detalles.
Αυτό το γεγονός περιγράφεται παραπάνω με περισσότερες λεπτομέρειες.

πάνω, επάνω

adverbio (μεταφορικά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Estas órdenes han venido desde arriba.
Αυτές οι εντολές ήρθαν από τους πάνω (or: επάνω).

ψηλά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El niño sostuvo la cometa arriba y corrió hasta que este remontó.

επάνω, πάνω

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Los baños están arriba, al final de la escalera.
Οι τουαλέτες είναι επάνω, στο τέλος της σκάλας.

προς τα πάνω

adverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Si vas arriba de la colina tendrás una mejor vista..

πάνω

adverbio (πιο πέρα)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Vivimos justo calle arriba.
Εμείς μένουμε λίγο πιο πάνω.

προηγούμαι

adjetivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El equipo visitante está 20 puntos arriba.

άσπρο πάτο

(coloquial, brindis)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Arriba, abajo, al centro y adentro todo el mundo!

πάνω, επάνω

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¿Ya estás arriba? ¿Puedo empezar a pedalear?

στην κορυφή

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
La magdalena que eligió Betty tenía una cereza encima.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
¿Ya ha salido el sol?
Έχει ανατείλει ο ήλιος;

πάνω, επάνω

(dirección)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ve escaleras arriba y limpia tu habitación.
Πήγαινε επάνω και καθάρισε το δωμάτιό σου.

φτάνω σε, καταφθάνω σε

El barco llegó al puerto por la mañana.
Το πλοίο έφτασε στο λιμάνι νωρίς το πρωί.

πάνω, επάνω

locución adjetiva

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
El agua se filtraba del piso de arriba.
Έσταζε νερό από το πάνω πάτωμα.

πάνω από

(al norte de)

Oregon está justo arriba de California.

προαναφερθείς

(formal)

(μετοχή αορίστου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. προσληφθείς, προσληφθείσα, προσληφθέν κλπ.)
Los cambios antedichos estarán vigentes hasta el fin de mes.

ο υψηλότερος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Καλημερούδια!

interjección (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡Arriba! ya son las seis y tienes que prepararte para ir a la escuela.

χάλι

(AR)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γυρίζω σε ύπτια θέση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χαρούμενος, πρόσχαρος

(μτφ: άτομο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Penny es popular por su personalidad efervescente.

από κάτω προς τα πάνω

(προσέγγιση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απόλυτα, εντελώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Los actuales dueños están arruinando completamente el club de fútbol.

μη χολοσκάς

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡Ánimo! Perder una carrera no es el fin del mundo.
Μη χολοσκάς! Η ήττα σε έναν αγώνα δεν είναι το τέλος του κόσμου.

γεμίζω

(ανάκατα πράγματα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡No desordenes mi escritorio con tu papeleo!
Μην μου γεμίζεις το γραφείο με χαρτιά!

πάνω, επάνω

(en una página)

En la sección superior de la página hay una ilustración.

πάνω, επάνω

A Alan le tuvieron que sacar todos los dientes superiores cuando tenía ocho años.

βιαστικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Vera no revisó su ensayo antes de entregarlo, apenas lo miró someramente.

προαναφερθείς

(επίσημο)

(μετοχή αορίστου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. προσληφθείς, προσληφθείσα, προσληφθέν κλπ.)
El documento ya mencionado explicará los beneficios del programa.
Το προαναφερθέν έγγραφο θα εξηγεί τα πλεονεκτήματα του προγράμματος.

προαναφερόμενος

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)

ανάποδος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El cuadro en la pared está al revés.
Ο πίνακας στον τοίχο είναι ανάποδος.

εκ των άνω προς τα κάτω

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
La compañía decidió hacer una reestructuración de arriba abajo.

φτιαγμένος

(coloquial) (αργκό, μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

αναποδογυρισμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ανηφορικά

locución adverbial (σε πλαγιά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Las marchas cortas de la bicicleta son útiles cuesta arriba.

από πάνω μέχρι κάτω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Deberías pintarlo de arriba abajo.

στην κορυφή

(AR, coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando llegó arriba de todo de la escalera pudo ver el daño del techo.
Όταν έφτασε στην κορυφή της σκάλας, μπόρεσε να δει την κατεστραμμένη σκεπή.

διανοητικά, ψυχολογικά, πνευματικά

locución adverbial (figurado)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Del cuello para arriba está bien, pero tiene muchos problemas médicos.

ανάσκελα

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Túmbate boca arriba y disfruta de las nubes en el cielo.

ευθεία προς τα πάνω

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Si miras derecho hacia arriba en el cielo de agosto deberías poder ver la constelación de Orión.
Εάν κοιτάξεις ευθεία προς τα πάνω στον νυχτερινό αυγουστιάτικο ουρανό θα πρέπει να βλέπεις τον αστερισμό του Ωρίωνα.

παραπάνω, πιο πάνω

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La casa que buscamos está más arriba.

προς τα πάνω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Empieza el juego sacando una carta del mazo y poniéndola boca arriba en la mesa.

εκεί πέρα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μπρος πίσω

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
El león caminaba de un lado a otro en su jaula.
Το λιοντάρι πήγαινε μπρος πίσω στο κλουβί του.

από ψηλά

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Un estruendo vino de allá arriba y el mar empezó a dividirse.

Κουράγιο!

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Mis padres me desearon un "¡mucho ánimo!" cuando me fui de viaje.

έκτακτα κέρδη, απροσδόκητα έσοδα

(coloquial)

Recibieron dinero caído del cielo de una regalías mineras el año pasado.

ανοδική κίνηση

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ευκολία

locución verbal (AR, coloquial)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Acá nada viene de arriba, si no trabajás, no comés.

σήμα με τον αντίχειρα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Empecé a tirar de la cuerda tan pronto como vi los pulgares arriba de Lisa.
Ξεκίνησα να τραβάω το σκοινί ότι είδα ότι η Λίζα μου έκανε σήμα.

πάνω μέρος του σώματος

locución nominal femenina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El jersey le cubría la parte de arriba, pero sus piernas estaban todavía frías.

γολγοθάς

locución adverbial (figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

το πάνω της πιτζάμας

(για αντρική πιτζάμα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

θέα από ψηλά

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κοιτάζω καλά καλά, κοιτάζω από την κορφή μέχρι τα νύχια

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λούζω με βρισιές

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Puedes insultarme de arriba a abajo, pero no cambia la situación en absoluto.

κολυμπάω ενάντια στο ρεύμα

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αναποδογυρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Di vuelta mi cartera y tiré su contenido al suelo esperando encontrar mis llaves.

βαράω διάλυση

expresión (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
De no ser por las ayudas, muchos bancos se hubieran quedado patas para arriba.

κοιτάζω αποδοκιμαστικά, κοιτάζω με αγανάκτηση

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναποδογυρίζω

locución verbal (coloquial)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ανοίγω τα χαρτιά μου

(figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Es hora de que todos pongan las cartas sobre la mesa.

βλέπε παραπάνω

locución verbal (documentos)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανεβοκατεβαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τρώω τον κόσμο, ψάχνω παντού

locución adverbial (coloquial) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Busqué las llaves de arriba a abajo pero no estaban en ningún lado.

πηδώ στην άλλη μεριά

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Yvonne saltó por encima del molinete y subió al tren sin pagar.

κοιτάζω προς τα πάνω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si quieres sentirte insignificante, eleva la vista y mira las estrellas en la noche.
Αν θες να νιώσεις μικροσκοπική, κοίταξε προς τα πάνω και δες τ' αστέρια τη νύχτα.

μετακίνηση προς τα πάνω

locución verbal (informática) (Η/Υ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πέφτω καταρρακτωδώς

locución verbal (coloquial) (βροχή)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Espero que traigas paraguas, ¡va a llover de abajo para arriba!
Ελπίζω να πήρες ομπρέλα, βρέχει καρεκλοπόδαρα σήμερα.

ανακύλιση περιεχομένων οθόνης

locución verbal (el cursor) (Η/Υ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Debes desplazarte hacia arriba hasta el principio de la página para acceder al menú principal.

προεξέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El techo sobresale por encima del porche por casi un metro.
Η οροφή προεξέχει από τη βεράντα κατά ένα μέτρο περίπου.

τη λέω σε κπ

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cada vez que necesito algo me mandas a la mierda.

που πάει πάνω κάτω

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προς τα πάνω, πιο ψηλά

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Caminamos hacia arriba por más de una hora.

ανηφορικά

(προς τα επάνω)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Subimos cuesta arriba hasta que alcanzamos la cima de la montaña.

με το χέρι πάνω από τον ώμο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με το χέρι πάνω από τον ώμο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επάνω αριστερός, πάνω αριστερός

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Hay una mancha en el extremo superior izquierdo.

στον πάνω όροφο, στον επάνω όροφο

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Vivía en un piso alto sin ascensor. Afortunadamente, mi vecino de arriba es bastante silencioso.
Ζούσε στον επάνω όροφο μιας πολυκατοικίας χωρίς ασανσέρ.

ανεβοκατεβαίνω

locución verbal (figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κουνάω, κουνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El hombre gritaba y movía el dedo de arriba a abajo.
Ο άντρας φώναζε και κουνούσε το δάχτυλό του.

πατάω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu ingenua forma de mostrarte amigable provoca que te pisoteen en el trabajo.
Η αθώα φιλική σου διάθεση κάνει τους άλλους να σε εκμεταλλεύονται στην δουλειά.

γεμίζω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Todavía queda un poco en la botella. Déjame llenar tu vaso hasta arriba.

στους ανωτέρους μου

locución adverbial (carrera profesional)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No tengo autoridad para tomar esta decisión. Tendré que pasarlo hacia arriba.
Δεν έχω την εξουσία να πάρω αυτή την απόφαση. Θα πρέπει να την προωθήσω στους ανωτέρους μου.

που απευθύνεται σε ευκατάστατους ανθρώπους, που απευθύνεται σε λίγους

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Antes eran conocidos por sus bajos precios, pero ahora están intentando posicionarse hacia arriba del mercado.

ανάποδα

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του arriba στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του arriba

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.