Τι σημαίνει το don στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης don στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του don στο ισπανικά.

Η λέξη don στο ισπανικά σημαίνει χάρισμα, κύριος, έμφυτο χάρισμα,ταλέντο, αρχιμαφιόζος, χάρισμα, κύριος, Δον, ταλέντο, ταλέντο σε κτ, άντρας, θεόσταλτος, πάρλα, ερωτύλος, γυναικοκατακτητής, κάτι ασήμαντο/αμελητέο, ασήμαντος, παίκτης, ντιν ντον, μπρίζας, μπριζάκιας, χρήση του λόγου, επαφή με το λαό, σπάνιο χάρισμα, μοναδικό χάρισμα, γνώση φυσικών επιστημών, Δον Ζουάν, savoir-faire, Δον Κιχώτης, Δον Ζουάν, τεχνικές επικοινωνίας, έχω ταλέντο σε κτ, έχω ταλέντο σε κτ, προικισμένος με κτ, είμαι γυναικάς, θεόσταλτος, ένα τίποτα, μικρός, άτομο χαμηλής κοινωνικής στάθμης, το άγγιγμα του Μίδα, Δον Κιχώτης, τίποτα, τίποτα, μηδενικό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης don

χάρισμα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tiene un don para la música.

κύριος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

έμφυτο χάρισμα,ταλέντο

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Lynn tiene un don para las matemáticas.

αρχιμαφιόζος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Los hombres llevaron a cabo las órdenes del don.
Οι άντρες εκτελούσαν τις διαταγές του αρχιμαφιόζου.

χάρισμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Lisa hizo buen uso de su don intelectual y se convirtió en profesora.
Η Λίζα χρησιμοποίησε αποτελεσματικά τα πνευματικά της χαρίσματα κι έγινε καθηγήτρια.

κύριος

(χιουμοριστικό, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Bueno, don sabelotodo, ¿por qué no nos dices la población de Shanghai entonces?
Λοιπόν, κύριε ξερόλα, για πες μας τι πληθυσμό έχει η Σανγκάη.

Δον

nombre masculino (ισπανικός τίτλος ευγενείας)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Se llamaba don Diego.

ταλέντο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El profesor le contó a los padres que su hija tenía un talento excepcional.
Ο δάσκαλος είπε στους γονείς ότι η κόρη τους είχε εξαιρετικό ταλέντο.

ταλέντο σε κτ

La habilidad de Sarah para la fotografía la ayudó a conseguir un trabajo.
Το ταλέντο της Σάρας στη φωτογραφία τη βοήθησε να βρει δουλειά.

άντρας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mi esposo todavía está en el trabajo.
Ο άντρας μου είναι ακόμα στην δουλειά.

θεόσταλτος

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
La inesperada promoción laboral y el aumento de sueldo fue una bendición para Mitch.

πάρλα

(informal) (αργκό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tim tiene labia: puede convencer a quien quiera de lo que él quiera.

ερωτύλος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

γυναικοκατακτητής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κάτι ασήμαντο/αμελητέο

(peyorativo, coloquial) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Esa gran empresa no tiene tiempo para perder con unos pelagatos como nosotros.

ασήμαντος

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
No te preocupes por sus arrebatos: es un pelagatos.

παίκτης

(μεταφορικά, αργκό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Jamás tendría una cita con un mujeriego como Andy; él no cree en la monogamia.

ντιν ντον

μπρίζας, μπριζάκιας

(αργκό: μόνιμα αγχώδης)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

χρήση του λόγου

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La facilidad de palabra no es su fuerte.

επαφή με το λαό

locución nominal masculina

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Es mejor que vayas a hablar tú con ellos, tienes más don de gentes y paciencia que yo.

σπάνιο χάρισμα, μοναδικό χάρισμα

nombre masculino

Jerónimo tiene un raro don: sabe escuchar.

γνώση φυσικών επιστημών

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tiene un don para las ciencias.

Δον Ζουάν

locución nominal masculina (figurado)

savoir-faire

(voz francesa)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

Δον Κιχώτης

nombre propio masculino (χαρακτήρας μυθιστορήματος)

Δον Ζουάν

locución nominal masculina (μεταφορικά)

τεχνικές επικοινωνίας

locución nominal masculina plural

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Tratar con pacientes requiere don de gentes.

έχω ταλέντο σε κτ

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Laura tiene un don para el diseño de jardines.

έχω ταλέντο σε κτ

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Steve tiene talento para el dibujo; sus retratos son particularmente buenos.

προικισμένος με κτ

Está dotado de un gran sentido del humor.

είμαι γυναικάς

θεόσταλτος

locución nominal masculina (μτφ: χάρισμα, ταλέντο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cuando canta ves que tiene un don de Dios.

ένα τίποτα

(μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
¿Por qué querría salir conmigo? Ella es una supermodelo y yo soy un don nadie.
Γιατί να θέλει να βγει μαζί μου; Εκείνη είναι σούπερ μόντελ. Εγώ είμαι ένα τίποτα.

μικρός

(figurado) (μτφ: άνευ σημασίας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άτομο χαμηλής κοινωνικής στάθμης

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

το άγγιγμα του Μίδα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Δον Κιχώτης

nombre propio masculino (μυθιστόρημα)

τίποτα

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

τίποτα

locución nominal masculina (μεταφορικά, ανεπίσημο)

No te preocupes por lo que él diga. Es un don nadie.
Μην ανησυχείς γι' αυτά που λέει. Είναι τιποτένιος.

μηδενικό

(μεταφορικά, προσβλητικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ignora a David, es un don nadie.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του don στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.