Τι σημαίνει το señor στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης señor στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του señor στο ισπανικά.
Η λέξη señor στο ισπανικά σημαίνει κύριος, κυβερνώ, εξουσιάζω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, Κύριος, Κύριοι, κύριος, κύριος, κύριε, κύριε, λόρδος, κύριος, κύριε, άρχοντας, αφέντης, μίστερ, κύριος, αφέντης, γέροντας, οι ανώτεροί μου, κύριος, κύριος, κύριος, αφέντης, σαχίμπ, όχι κύριε, ναι, μικρέ, νεαρέ, άντρας, Μπράβο!, Μάλιστα!, κύριος, κύρης, αποκαλώ κύριο, λέω κύριο, ηλικιωμένος άντρας, Κύριε ελέησον, μισθοφόρος, κύριος, δόξα τω Θεώ, δόξα τω Θεώ, Δόξα τω θεό!, δόξα τω Θεώ, Θεέ μου!, Θεούλη μου!, Χριστέ μου!, Παναγιά μου!, Σοβαρά;, άρχοντας, φεουδάρχης, πολέμαρχος, αφέντης, κύριος, κύριος και αφέντης, ο Θεός μου, ο Κύριός μου, Κυριακή, φοβερός αγώνας, ιδιοκτησία κτήματος, Χριστέ μου, δοξάζω τον Κύριο, κτήμα, ηλικιωμένος, φεουδάρχης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης señor
κύριοςnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) ¿En qué puedo ayudarle, señor? Πώς μπορώ να σας βοηθήσω, κύριε; |
κυβερνώ, εξουσιάζωnombre masculino (figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο δούκας εξουσίαζε ολόκληρη την περιοχή. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>nombre masculino |
Κύριος(θρησκεία, χριστιανισμός) El sacerdote habló sobre el poder de Dios. Ο παπάς μιλούσε για τη δύναμη του Κυρίου. |
Κύριοι
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
κύριοςinterjección (αργκό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τι θα γίνει, κύριος (or: μεσιέ); Αργείτε πολύ ακόμα; |
κύριοςnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La reunión estuvo a cargo del señor Johnson. Εισηγητής του συνεδρίου ήταν ο κύριος Τζόνσον. |
κύριεnombre masculino (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
κύριεnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El té está servido, señor. |
λόρδος(προσφώνηση) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κύριοςnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κύριεinterjección (προσφώνηση) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) ¡Oiga señor! ¡Señor, olvidó su sombrero! Κύριος! Ξέχασες το καπέλο σου! |
άρχοντας, αφέντηςnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Señor, los caballos están listos para su llegada. |
μίστερnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Así es señor: quiero que limpie las barracas con un cepillo de dientes. Σωστά, μίστερ, θέλω να καθαρίσεις όλο το στρατώνα με τη βούρτσα. |
κύριος, αφέντηςnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) ¿Es ese de allí su auto, señor? Το αμάξι σας είναι αυτό εκεί πέρα, κύριε; |
γέρονταςnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
οι ανώτεροί μου
Los sirvientes tenían que hacer todo lo que les dijeran los señores. |
κύριος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κύριος(συντόμευση) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El caballero con el sombrero verde me dio direcciones para llegar al teatro. |
κύριος, αφέντης, σαχίμπ(voz india) (προσφώνηση: Ινδία) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
όχι κύριε
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No, señor: no voy a pulirle los zapatos. |
ναιlocución interjectiva (μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.) - ¡Lava la cubierta, marinero! -¡A la orden señor! |
μικρέ, νεαρέlocución interjectiva (προσφώνηση, αποδοκιμασία) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
άντρας
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Mi esposo todavía está en el trabajo. Ο άντρας μου είναι ακόμα στην δουλειά. |
Μπράβο!locución interjectiva (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Los miembros del Parlamento gritaron: ¡sí, señor! |
Μάλιστα!expresión (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
κύριος, κύρης(παλαιό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Es el jefe de la casa. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Θα ήθελα να μιλήσω με τον κύριο (or: κύρη) του σπιτιού. |
αποκαλώ κύριο, λέω κύριο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ¡No me digas señor! No soy tan viejo. Μη μου μιλάς στον πληθυντικό! Δεν είμαι και τόσο μεγάλος. |
ηλικιωμένος άντρας
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El anciano tardó en cruzar la calle. Ο ηλικιωμένος άντρας περνούσε αργά τον δρόμο. |
Κύριε ελέησον(επίκληση) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Hay muchas obras musicales basadas en el Kyrie. |
μισθοφόρος(soldado) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κύριος(τίτλος ευγενείας) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El señorito James Willis es muy parecido a su perezoso y gordo padre. Ο Κύριος (or: Αφέντης) Τζέιμς Γουίλις μοιάζει πολύ με τον τεμπέλη, παχύσαρκο πατέρα του. |
δόξα τω Θεώ(καθαρεύουσα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Todos los hombres regresaron a casa a salvo. ¡Alabado sea el Señor! |
δόξα τω Θεώ(καθαρεύουσα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Δόξα τω θεό!(θρησκεία) Nadie salió herido en el accidente. ¡Gracias a Dios! |
δόξα τω Θεώ
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) ¡Gracias a Dios! Por fin es hora de cenar. |
Θεέ μου!, Θεούλη μου!, Χριστέ μου!, Παναγιά μου!locución interjectiva (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) ¡Ay Señor! ¿Qué he hecho yo para merecer esto? |
Σοβαρά;interjección (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) ¡Dios mío! ¡Mira la hora que es! Me tengo que ir. |
άρχοντας, φεουδάρχηςlocución nominal masculina (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πολέμαρχος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αφέντηςlocución nominal masculina (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κύριοςlocución nominal masculina (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κύριος και αφέντηςlocución nominal masculina (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Él es el amo y señor del casino |
ο Θεός μου, ο Κύριός μουnombre propio masculino (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) intento hacer lo que el Señor quiere que haga. |
Κυριακήlocución nominal masculina (Domingo) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El domingo, Día del Señor, debería dedicarse al culto, no al trabajo. |
φοβερός αγώνας(εμφατικός τύπος) |
ιδιοκτησία κτήματος(νομικό σύστημα του Η.Β.) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Χριστέ μου
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) ¡Por Dios! No puedo creer que dijera eso de mí. |
δοξάζω τον Κύριο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los queremos invitar a alabar a Dios con música uniéndose a nuestro himno. |
κτήμα(νομικό σύστημα του Η.Β.) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ηλικιωμένος
(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
φεουδάρχης
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του señor στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του señor
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.