Τι σημαίνει το dios στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης dios στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dios στο ισπανικά.
Η λέξη dios στο ισπανικά σημαίνει Θεός, θεός, θεός, θεός, θεά, θεός, θεά, Κύριος, ο Θεός μου, ο Κύριός μου, ο Θεός, θεότητα, Θεέ μου!, ιερή αγελάδα, αθάνατος, ο Θεός, Θεέ μου!, γυμνός, πω πω, όπα, μπράβο, ώπα, αμάν, ω, ωχ, αχ, έλεος, Θεέ μου!, Θεούλη μου!, Χριστέ μου!, Παναγιά μου!, ευτυχώς, απομονωμένος, όπως θα έπρεπε να είναι, ξεκρέμαστος, τσίτσιδος, ολόγυμνος, θεόσταλτος, γυμνός, γυμνός, θεοσεβούμενος, ευσεβής, ένας θεός ξέρει τι άλλο, για κάποιον λόγο, Θεού θέλοντος, ευαγγέλιο, συν Αθηνά και χείρα κίνει, ο Θεός μαζί σου, το πρωινό πουλί πιάνει το σκουλήκι, όμοιος ομοίω αεί πελάζει, μη μου πεις, τι λες, όχι, άει στο καλό, δόξα τω Θεώ, δόξα τω Θεώ, έλεος!, Ο Χριστός κι η Παναγία!, Θεέ και Κύριε!, Θεέ μου, Χριστέ μου, Παναγία μου, Παναγιά μου, Πω πω!, ούτε να το σκέφτομαι δεν θέλω, Δόξα τω θεό!, δόξα τω Θεώ, μα τον Θεό, για όνομα του θεού! έλεος!, για όνομα του θεού! έλεος!, για όνομα του Θεού!, έλεος!, για όνομα του θεού! έλεος!, έλα θεέ μου, Κύριε ελέησον, έλα Χριστέ και Παναγιά, έλα Χριστέ μου, Χριστός κι' Απόστολος, για όνομα του Θεού, Θεέ μου, Παναγία μου, μαμά μου, αμάν, ώπα, Ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει., δόξα τω Θεώ, ο θεός να σ`έχει καλά, ο θεός να σ`έχει καλά, πήγαινε στην ευχή του Θεού, Θεέ μου βόηθα!, Να περνάς καλά, Καλά να περνάς, Ω, Θεέ μου!, Πω-πω Θεέ μου!, Θεέ μου!, Χριστέ μου!, Πω-πω!, Πω πω!, Δόξα τω Θεώ!, Ένας Θεός ξέρει!, Σοβαρά;, που να πάρει ο διάολος, Ευτυχώς είναι Παρασκευή!, Επιτέλους Παρασκευή!, πωπώ, Θεούλη μου!, ο πλούτος, κανόνας, θεός του πολέμου, εγκαταλελειμμένο μέρος, παρατημένο μέρος, ευαγγέλιο, εκκλησία, τόπος λατρείας, εκκλησία, ιερωμένος, κληρικός, ο Υιός του Θεού ο Μονογενής, Υιός του Θεού, Ιησούς Χριστός, θέλημα Θεού, θεότητα της σκανδιναβικής μυθολογίας, εύκολος, ο θεός του ήλιου, που μοιάζουν, ούτε ψυχή, κανείς, ελπίζω στο Θεό, κάνω το σωστό, παριστάνω τον Θεό, έχω πίστη στο Θεό, θεόσταλτος, Ένας Θεός ξέρει. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης dios
Θεόςnombre masculino La Biblia dice que Dios creó el mundo en seis días, y descansó el séptimo. Η Βίβλος λέει ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο σε έξι ημέρες και ξεκουράστηκε την έβδομη. |
θεόςnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Los antiguos romanos creían en muchos dioses. Οι αρχαίοι Ρωμαίοι πίστευαν σε πολλούς θεούς. |
θεός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) No debes adorar dioses falsos hechos de mármol y yeso. |
θεός, θεάnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Ese hombre es tan brillante en su trabajo. ¡Es un dios! |
θεός, θεάnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Ella lo adora tanto que lo trata como si fuera un dios. |
Κύριος(θρησκεία, χριστιανισμός) El sacerdote habló sobre el poder de Dios. Ο παπάς μιλούσε για τη δύναμη του Κυρίου. |
ο Θεός μου, ο Κύριός μουnombre propio masculino (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Intento hace lo que Dios quiere que haga. |
ο Θεόςnombre propio masculino |
θεότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La escultura se hizo para rendir tributo a una deidad menor. |
Θεέ μου!(καθομιλουμένη) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) ¡Ay, no! ¿Es en serio? Ωχ, Θεέ μου! Μιλάς σοβαρά; |
ιερή αγελάδα(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Es hora de dejar de tratar el turismo como algo intocable que debe protegerse y apoyarse a toda costa. |
αθάνατος(mitología) |
ο Θεός
|
Θεέ μου!
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) ¡Ay dios! ¡Se me olvidó apagar el horno! |
γυμνός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Al final dejó de usar pijama; ahora duerme desnuda. |
πω πω, όπα(anticuado) (έκπληξη) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) ¡Caramba! ¡Nunca había visto algo así! |
μπράβο, ώπα, αμάν(eufemismo) (αργκό, ευφημισμός-υποδηλώνει έκπληξη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¡Caramba! ¡Este pastel esta delicioso! |
ω, ωχ, αχ(pena, sorpresa, admiración.) (συμπάθεια, οίκτος) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
έλεος
¡Caray, cuántos pájaros hay afuera! |
Θεέ μου!, Θεούλη μου!, Χριστέ μου!, Παναγιά μου!
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
ευτυχώς(καθομιλουμένη) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Después de un día ruidoso en el parque, mi casa estaba afortunadamente en silencio. |
απομονωμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
όπως θα έπρεπε να είναι(correcto) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Terminó su inspección y descubrió que todo era como debería ser. |
ξεκρέμαστοςlocución adverbial (καθομιλουμένη) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Cuando él la dejó, ella quedó a la buena de Dios sin ingresos y sin un lugar donde vivir. |
τσίτσιδος, ολόγυμνοςlocución adverbial (coloquial) (αργκό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Me quedé impactado cuando vi que todos en la playa estaban como Dios los trajo al mundo. |
θεόσταλτοςlocución nominal masculina (figurado) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El descendiente varón fue un regalo de Dios. |
γυμνόςlocución adverbial (coloquial) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γυμνός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) No golpeó la puerta, así que entró y me encontró como Dios me trajo al mundo. |
θεοσεβούμενος, ευσεβής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ένας θεός ξέρει τι άλλοexpresión (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Lo mandé a hacer la compra y volvió con un televisor nuevo y Dios sabe qué. |
για κάποιον λόγοexpresión (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Sabrá Dios por qué mi computadora se cuelga cada vez que entro a Internet. |
Θεού θέλοντοςexpresión (καθαρεύουσα, λόγιος) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Estaremos allí, si Dios quiere, a la hora de la cena. |
ευαγγέλιο(μεταφορικά: αδιαμφισβήτητος) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) |
συν Αθηνά και χείρα κίνει
Rezaba para que él se fijara en ella, pero Dios ayuda a quienes se ayudan a sí mismos. |
ο Θεός μαζί σου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
το πρωινό πουλί πιάνει το σκουλήκι(αγγλισμός, γλωσσικά αποδεκτός) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
όμοιος ομοίω αεί πελάζει
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μη μου πεις, τι λες, όχι, άει στο καλό
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) ¡Caramba! ¡No puedo creer que hayas dicho eso! |
δόξα τω Θεώ(καθαρεύουσα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Todos los hombres regresaron a casa a salvo. ¡Alabado sea el Señor! |
δόξα τω Θεώ(καθαρεύουσα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έλεος!(αγανάκτηση) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) ¡Dios mío! ¿Y ahora qué hizo? |
Ο Χριστός κι η Παναγία!, Θεέ και Κύριε!
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) ¡Santo Dios! ¿De qué tamaño es ese diamante que llevas en el dedo? |
Θεέ μου, Χριστέ μου, Παναγία μου, Παναγιά μου
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) ¡Dios mío! Saca a ese chico de ese charco de barro ya mismo. |
Πω πω!
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) ¡Dios mío! ¡Cuánta comida preparaste! |
ούτε να το σκέφτομαι δεν θέλω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Beryl podría convertirse en mi nueva jefa: ¡Dios no lo quiera! |
Δόξα τω θεό!(θρησκεία) Nadie salió herido en el accidente. ¡Gracias a Dios! |
δόξα τω Θεώ
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) ¡Gracias a Dios! Por fin es hora de cenar. |
μα τον Θεό
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
για όνομα του θεού! έλεος!interjección (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) ¡Por el amor de Dios! ¿Cuántas veces tengo que decirte que limpies tu habitación? |
για όνομα του θεού! έλεος!interjección (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) ¡Por el amor de Dios! ¡Déjame en paz cuando intento leer! |
για όνομα του Θεού!, έλεος!interjección (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Deja de molestar a tu hermana, ¡por el amor de Dios! Σταμάτα να είσαι κακός με την αδερφή σου, για όνομα του Θεού! Για όνομα του Θεού, μην το κάνεις αυτό! |
για όνομα του θεού! έλεος!interjección (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
έλα θεέ μου, Κύριε ελέησον, έλα Χριστέ και Παναγιά
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) ¡Santo Cielo! ¡No puedes ir a la fiesta vestida así! |
έλα Χριστέ μου, Χριστός κι' Απόστολοςlocución interjectiva (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
για όνομα του Θεούinterjección (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) John, por el amor de Dios, siéntate quietecito durante un minuto y déjame pensar. |
Θεέ μου, Παναγία μουinterjección (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
μαμά μου, αμάν, ώπα(coloquial) (ΗΠΑ, αργκό) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) «¡Dios santo!», gritó cuando salté desde atrás del arbusto. |
Ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει.interjección (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Yo estudié todo lo que pude para el examen, ahora que sea lo que Dios quiera. |
δόξα τω Θεώ
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) A Dios gracias que cuando perdí el control de mi auto no había otros vehículos cerca. |
ο θεός να σ`έχει καλάinterjección (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¿Te mudas? Buena suerte y que Dios te bendiga. |
ο θεός να σ`έχει καλά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Qué Dios te bendiga y te tenga en buen resguardo, hijo mío. |
πήγαινε στην ευχή του Θεούinterjección (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Θεέ μου βόηθα!interjección (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Να περνάς καλά, Καλά να περνάςlocución interjectiva (CR) (με ειρωνική έννοια) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ω, Θεέ μου!, Πω-πω Θεέ μου!, Θεέ μου!, Χριστέ μου!locución interjectiva (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
Πω-πω!, Πω πω!locución interjectiva (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
Δόξα τω Θεώ!
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ένας Θεός ξέρει!
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Σοβαρά;interjección (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) ¡Dios mío! ¡Mira la hora que es! Me tengo que ir. |
που να πάρει ο διάολοςlocución interjectiva (καθομιλουμένη, προσβλητικό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ευτυχώς είναι Παρασκευή!, Επιτέλους Παρασκευή!expresión (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πωπώ
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) ¡Dios mío! ¡Algunos de los chistes de Roger fueron horribles! |
Θεούλη μου!
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ο πλούτοςexpresión El cómodo estilo de vida de Jason era el resultado de haber aprendido a sacar ganancias del Dios dinero. |
κανόναςexpresión (coloquial) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
θεός του πολέμουnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
εγκαταλελειμμένο μέρος, παρατημένο μέρος(coloquial) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La estéril y aislada isla de Howland está en un lugar dejado de la mano de Dios. |
ευαγγέλιοlocución nominal femenina (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) No tomes todo lo que lees en el periódico como la palabra de Dios. |
εκκλησία, τόπος λατρείαςnombre femenino (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εκκλησίαnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ιερωμένος, κληρικός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ο Υιός του Θεού ο Μονογενήςnombre propio masculino (cristianismo) (χριστιανισμός) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Υιός του Θεού, Ιησούς Χριστόςnombre masculino (religión) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El Hijo de Dios entregó su vida por nuestros pecados. |
θέλημα Θεούlocución verbal (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Estaba de Dios que acabara en la cárcel, siempre fue muy conflictivo. |
θεότητα της σκανδιναβικής μυθολογίαςlocución nominal masculina (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Odín, el dios nórdico, era simbolizado por los cuervos que lo servían. |
εύκολοςlocución nominal femenina (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Claudia es un alma de Dios. Siempre está dispuesta a ayudar y nunca pide nada a cambio. |
ο θεός του ήλιουlocución nominal masculina (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
που μοιάζουνexpresión (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ούτε ψυχή, κανείς(ES, coloquial) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ni Dios está a favor de la suba de precios. |
ελπίζω στο Θεό
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tim rezó para que el Wi-Fi funcionara en el hostal. |
κάνω το σωστόexpresión (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No hijo, tienes que hacer las cosas como Dios manda, te vas a casar ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δεν είναι αργά να αρχίσεις να κάνεις το σωστό. |
παριστάνω τον Θεόlocución verbal (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
έχω πίστη στο Θεόlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Yo no creo en Dios, soy ateo. |
θεόσταλτοςlocución nominal masculina (μτφ: χάρισμα, ταλέντο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Cuando canta ves que tiene un don de Dios. |
Ένας Θεός ξέρειexpresión (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sólo Dios sabe cuánto tardarán con este tráfico. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dios στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του dios
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.