Τι σημαίνει το coucher στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης coucher στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του coucher στο Γαλλικά.
Η λέξη coucher στο Γαλλικά σημαίνει βάζω κπ για ύπνο, κοιμίζω, πηδιέμαι, γαμιέμαι, στρώνω, απλώνω, στρώνω πάνω σε κτ, απλώνω πάνω σε κάτι, βάζω στο κρεβάτι, βάζω για ύπνο, ρίχνω, πηδιέμαι, κοιμίζω, πάω για ύπνο, πάω να κοιμηθώ, κοιμάμαι με κπ, ηλιοβασίλεμα, κρεβατοκάμαρα, ηλιοβασίλεμα, τελευταίο βραδινό ποτό, ποτό, κάνω σεξ με κπ, κάνω πολλές σχέσεις, πάω πίσω στο κρεβάτι, ξαναπέφτω στο κρεβάτι, πηδιέμαι με πολλά διαφορετικά άτομα, ξενυχτάω, πηδιέμαι, γαμιέμαι, κοιμάμαι μαζί, πάω με τον ένα και με τον άλλο, κοιμάμαι με κάποιον, τουμπάρω, ρίχνω, το κάνω, έχω σεξουαλική επαφή, κάνω σεξ, πάω με τον έναν και τον άλλον, πάω με τη μία και την άλλη, πηδάω από δω κι από κει, πηδάω δεξιά κι αριστερά, πηδάω τον έναν και τον άλλο, πηδολογιέμαι, καταχωρώ, καταγράφω, γλωσσοδέτης, για καληνύχτα, αποσύρομαι, ερωτοτροπώ, κάνω σεξ με κπ, ξαπλώνω μπρούμυτα, δύω, το κάνω, πάω πάσο, σαλιαρίζω με κπ, πηγαίνω, πάω, κρεβατώνω, τον μπήγω σε κπ, τον χώνω σε κπ, κάνω φάση με κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης coucher
βάζω κπ για ύπνοverbe transitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je lis une histoire à ma fille chaque soir quand je vais la coucher. |
κοιμίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Emily a donné à manger aux enfants, leur a fait prendre leur bain et les a couchés. |
πηδιέμαι, γαμιέμαιverbe intransitif (familier) (αργκό, χυδαίο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si tu t'attends à ce que je couche au premier rendez-vous, tu peux te gratter ! Αν νομίζεις ότι θα πηδηχτώ από το πρώτο ραντεβού, γελιέσαι! |
στρώνω, απλώνω(mettre en position couchée) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pour créer l'allée du jardin, Lucie a couché les dalles de pierre au sol. |
στρώνω πάνω σε κτ, απλώνω πάνω σε κάτιverbe transitif (poser en une couche) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Si vous couchez les verres dans de la paille, ils seront protégés. Αν στρώσεις τα γυαλιά πάνω σε άχυρο, θα τα προστατεύσει. |
βάζω στο κρεβάτι, βάζω για ύπνοverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La nourrice devait baigner et coucher (or: mettre au lit) les enfants avant sept heures. |
ρίχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο αέρας έριξε την κούνια μας και την ομπρέλα για τον ήλιο. |
πηδιέμαι(faire l'amour) (αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il voulait le faire mais elle a dit non. |
κοιμίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La chambre pouvait loger cinq personnes. |
πάω για ύπνο, πάω να κοιμηθώ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il est plus de minuit et il est temps pour moi d'aller au lit (or: d'aller me coucher). Είναι περασμένα μεσάνυχτα και είναι ώρα να πάω για ύπνο. |
κοιμάμαι με κπ(familier) (ευφημισμός) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La jeune fille comme il faut ne voulait coucher avec personne avant d'être mariée. Η καθωσπρέπει νεαρή δεσποινίδα δεν ήθελε να κοιμηθεί με κανέναν, έως ότου παντρευτεί. |
ηλιοβασίλεμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les poules rentrent au poulailler au crépuscule. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έμεινε να κοιτάει τη δύση του ήλιου, συνεπαρμένη απ' τα χρώματα τ' ουρανού. |
κρεβατοκάμαραnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Elle dormait dans sa chambre. Κοιμήθηκε στο δωμάτιό της. |
ηλιοβασίλεμαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τελευταίο βραδινό ποτόnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ποτό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κάνω σεξ με κπ(familier) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sa femme l'a foutu dehors parce qu'il avait couché avec la voisine. |
κάνω πολλές σχέσεις
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Simon a gagné la réputation d'être un homme qui enchaîne les conquêtes. |
πάω πίσω στο κρεβάτι, ξαναπέφτω στο κρεβάτι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πηδιέμαι με πολλά διαφορετικά άτομαverbe intransitif (familier) (αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'ai entendu dire que Tracy avait couché avec toute l'équipe de faute. |
ξενυχτάω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il ne laisse jamais son fils se coucher tard s'il a école le lendemain. Je me suis couché tard pour voir le match de Coupe du Monde. Δεν επιτρέπει ποτέ στο γιο του να ξενυχτήσει αν έχει σχολείο την επόμενη μέρα. Ξενύχτησα για να δω τον αγώνα του Παγκόσμιου Κυπέλλου. |
πηδιέμαι, γαμιέμαι(familier) (χυδαίο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je me suis envoyé en l'air pour la première cette année. Χτες το βράδυ πηδήχτηκα για πρώτη φορά μετά από έναν χρόνο. |
κοιμάμαι μαζίlocution verbale (ευφημισμός) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Après avec couché ensemble une seule fois, ils ne se sont jamais revus. |
πάω με τον ένα και με τον άλλοlocution verbale (familier) (με άντρες) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il couche à droite à gauche. |
κοιμάμαι με κάποιον(αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τουμπάρω, ρίχνω(figuré, familier) (ανεπ: κάνω κπ να υποχωρήσει) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Δεν μπορείς να περιμένεις ότι πάντα θα υποκύπτω για χάρη σου. |
το κάνω(familier) (καθομ, μτφ: με κάποιον) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έχω σεξουαλική επαφή
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Au moins les trois quarts des hommes et des femmes ont déjà eu des relations sexuelles avant la fin de leur adolescence. |
κάνω σεξ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Faire l'amour est important dans un couple. // Dan et Ben ont finalement fait l'amour. |
πάω με τον έναν και τον άλλον, πάω με τη μία και την άλληverbe intransitif (familier) (ευφημισμός, καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πηδάω από δω κι από κει, πηδάω δεξιά κι αριστερά, πηδάω τον έναν και τον άλλοlocution verbale (très familier) (αργκό, προσβλητικό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) On a été surpris quand Bill s'est arrêté de coucher à droite et à gauche et s'est casé avec Sally. |
πηδολογιέμαιlocution verbale (familier) (αργκό, χυδαίο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Stan était effrondré en apprenant que sa copine couchait à droite à gauche. |
καταχωρώ, καταγράφωverbe transitif (plus soutenu) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a couché ses idées sur le papier avant d'en parler à son associé. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το να καταγράψεις πρώτα τις σκέψεις σου σε χαρτί θα σε βοηθήσει να σκεφτείς τα πράγματα πιο καθαρά. |
γλωσσοδέτης(μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) "Anticonstitutionnellement" est difficile à prononcer. |
για καληνύχτα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il lui a fait un bisou pour lui souhaiter bonne nuit. |
αποσύρομαι(soutenu) (παλαιό, λόγιος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Lady Catherine retint un bâillement et annonça qu'elle se retirait. Η λαίδη Κάθριν κατέπνιξε ένα χασμουρητό και ανακοίνωσε ότι θα αποσυρθεί στα ενδότερα. |
ερωτοτροπώ(familier) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Helen soupçonne son mari de coucher à droite à gauche. Η Έλεν υποψιάζεται ότι ο άντρας της τσιλιμπουρδίζει. |
κάνω σεξ με κπ(familier) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξαπλώνω μπρούμυτα(signe de respect) |
δύωverbe pronominal (soleil) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) À quelle heure le soleil se couche-t-il aujourd'hui ? Τι ώρα βασιλεύει ο ήλιος σήμερα; |
το κάνω(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πάω πάσοverbe pronominal (Poker) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Richard a préféré se coucher plutôt que de risquer de tout perdre. Ο Ρίτσαρντ αποφάσισε να πάει πάσο παρά να ρισκάρει όλα του τα χρήματα. |
σαλιαρίζω με κπ(καθομιλουμένη) Η Έλεν έπιασε τον άντρα της να σαλιαρίζει με μια άλλη γυναίκα. |
πηγαίνω, πάωverbe transitif indirect (familier) (καθομ: με κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il n'a jamais couché avec une fille. Δεν έχει πάρει καμία γυναίκα. |
κρεβατώνω(familier) (αργκό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il avait couché avec un nombre incalculable de femmes. |
τον μπήγω σε κπ, τον χώνω σε κπ(αργκό, χυδαίο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) On dit que Joe couche avec Cathy. |
κάνω φάση με κπ(καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il avait couché avec toutes les filles de la ville avant de rencontrer Hélène. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του coucher στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του coucher
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.