Τι σημαίνει το blank στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης blank στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του blank στο Αγγλικά.

Η λέξη blank στο Αγγλικά σημαίνει κενός, άδειος, κενός, άδειος, κενός, κενός, άδειος, άδειος, άγραφος, κενός, άσφαιρο, κενό, έντονος, κατηγορηματικός, απόλυτος, κενός, άδειος, κενό, χαρακτήρας κενού, ακατέργαστο τεμάχιο, κολλάω, αγνοώ, καλύπτω, διαγράφω, ξεχνώ, ανοιχτή επιταγή, λευκή επιταγή, λευκή επιταγή, οπισθογράφηση, λευκή κόλλα, δεύτερη ευκαιρία, άπειρος, κενό, κενό βλέμμα, ποίηση χωρίς ομοιοκαταληξία, έχω ένα κενό μνήμης, πέφτω στο κενό, εξ επαφής, κατηγορηματικά, εξ επαφής, άμεσος, ευθύς. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης blank

κενός, άδειος

adjective (page: empty)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The artist stared at the blank canvas in front of him.
Ο καλλιτέχνης κοίταζε επίμονα τον λευκό καμβά που ήταν μπροστά του.

κενός

adjective (space on a form: unfilled)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Please complete the blank spaces on the application form.
Παρακαλώ όπως συμπληρώσετε τα κενά σημεία στη φόρμα αίτησης.

άδειος, κενός

adjective (mind: without thoughts) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
When Hazel picked up her pencil to begin the math test, her mind was blank.
Όταν η Χέιζελ έπιασε το μολύβι της για να ξεκινήσει το τεστ των μαθηματικών, το μυαλό της ήταν κενό.

κενός, άδειος

adjective (expression: vacant) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The students listened to the lecture with blank expressions on their faces.
Οι μαθητές παρακολουθούσαν τη διάλεξη με κενή έκφραση στα πρόσωπά τους.

άδειος, άγραφος, κενός

adjective (cassette, tape: empty)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Someone must have erased that tape because it's blank now.
Κάποιος πρέπει να έχει σβήσει εκείνη την κασσέτα γιατί είναι κενή τώρα.

άσφαιρο

noun (gun cartridge without bullet)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Don't worry, the gun is only loaded with blanks.
Μην ανησυχείς, το όπλο είναι γεμάτο μόνο με άσφαιρα.

κενό

noun (space on a form)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Please fill out the blanks in the first section of the application form.
Σας παρακαλώ συμπληρώστε τα κενά στο πρώτο μέρος της αίτησης.

έντονος, κατηγορηματικός, απόλυτος

adjective (refusal: absolute)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Our repeated requests for an interview have met with a blank refusal.

κενός, άδειος

adjective (confused)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Several of the students had blank looks on their faces as they worked through the math problems.

κενό

noun (empty space)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
What is your brother's name? My memory is a blank.

χαρακτήρας κενού

noun (dashes etc. in place of word)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Offensive words in this text have been substituted with blanks.

ακατέργαστο τεμάχιο

noun (object not yet adorned)

These copper blanks will be stamped and turned into pennies.

κολλάω

intransitive verb (informal (unable to think, recall) (μεταφορικά: μυαλό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
When he asked me the question, I just blanked!

αγνοώ

transitive verb (informal (ignore, snub)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I bumped into my ex at the club, but she blanked me.

καλύπτω

phrasal verb, transitive, separable (cover up) (κείμενο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I blanked out the student's name on the test before I made copies for the class.

διαγράφω

phrasal verb, transitive, separable (informal (forget) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεχνώ

phrasal verb, intransitive (informal (not remember)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When I tried to remember my client's name, I just blanked out.

ανοιχτή επιταγή

noun (cheque: no amount)

λευκή επιταγή

noun (figurative (offer: any amount)

My uncle is effectively giving us a blank cheque for any amount we might need.

λευκή επιταγή

noun (figurative (freedom to do what you wish) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

οπισθογράφηση

noun (business: without named payee)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λευκή κόλλα

noun (empty sheet of paper)

δεύτερη ευκαιρία

noun (figurative (chance to start over) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Many people see the start of a new year as a blank slate; a chance to leave failures behind them and start afresh.

άπειρος

noun (figurative (person: inexperienced)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
This child is a blank slate; she has everything still to learn.
Αυτό το κορίτσι είναι άπειρο, πρέπει να μάθει τα πάντα.

κενό

noun (empty space)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κενό βλέμμα

noun (expression: vacant, fixed)

When someone gives you a blank stare, it usually means they don't understand what's going on.

ποίηση χωρίς ομοιοκαταληξία

noun (poetry lacking rhyme)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έχω ένα κενό μνήμης

verbal expression (figurative (be unable to recall [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πέφτω στο κενό

verbal expression (figurative (fail to elicit [sth]) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jenna's search for information about her birth parents drew a blank.

εξ επαφής

adverb (shoot: from close range)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She shot him point blank, killing him instantly.
Τον πυροβόλησε εξ επαφής και σκοτώθηκε ακαριαία.

κατηγορηματικά

adverb (figurative (directly, bluntly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Amanda rejected David's proposal point blank.

εξ επαφής

adjective (range: close)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He was shot at point-blank range with a shotgun.

άμεσος, ευθύς

adjective (figurative (outright, blunt)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Her point-blank refusal to tell them anything was very frustrating.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του blank στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του blank

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.