Τι σημαίνει το busca στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης busca στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του busca στο ισπανικά.
Η λέξη busca στο ισπανικά σημαίνει βομβητής, βομβητής, ψάχνω, ψάχνω, ψάχνω, αναζητώ, ψάχνω, αναζητάω, αναζητώ, ψάχνω, ψάχνω, αναζητώ, ψάχνω, αναζητώ, ψάχνω, αναζητώ, αναζητώ, ψάχνω, γυρεύω, ψάχνω, αναζητώ, αναζητώ, ψάχνω για, κυνηγώ, ψάχνω, ψάχνω, ψάχνω, αναζητώ, ψάχνω, ψάχνω, επιδιώκω, επιζητώ, ψάχνω, σκοπεύω να κάνω κτ, σχεδιάζω να κάνω κτ, θέλω να κάνω κτ, ψάχνω, κυνηγάω, κυνηγώ, ψάχνω, βρίσκω, ψάχνω, ψαχουλεύω, ξεκινάω, προκαλώ, ψάχνω, αναζητώ, ψάχνω, ψαρεύω, σκάβω, αναζητώ, ψάχνω, αναζητώ, ψάχνω, χτενίζω, αναζητώ, ψάχνω, επιδιώκω, επιζητώ, κάνω εξετάσεις για κτ, διψώ για, εξετάζω, ερευνώ, μελετώ, ψαρεύω, ζητάω, ζητώ, υποβάλλω ερώτημα για κτ, κάνω φύλλο και φτερό, καλοπιάνω, σαρώνω κτ για κτ, σκοπεύω να αγοράσω, ψάχνω να αγοράσω, θέλω να αγοράσω, σε αναζήτηση, σε αναζήτηση, που προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή, τροφοσυλλέκτης, καλόπιασμα, αναζήτηση εργασίας, ο αναζητών εργασία, αυτός που αναζητά εργασία, σε αναζήτηση, πάω να ψάξω, πάω να βρω, πάω να βρω κπ/κτ, πάω να ψάξω κπ/κτ, πάω να αναζητήσω κπ/κτ, επιζητώ, ελέγχω, που αναζητά τροφή, λάτρης της αδρεναλίνης, κυνηγάω, κυνηγώ, εξετάζω κπ για κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης busca
βομβητής(ES, coloquial) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Tuve un busca en los años 90, pero ahora tengo un teléfono móvil. |
βομβητής
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ψάχνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Está buscando sus llaves. Ψάχνει τα κλειδιά του. |
ψάχνωverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los detectives buscaron durante días, pero no pudieron encontrar ninguna prueba. Οι αστυνομικοί έψαχναν για μέρες, αλλά δεν μπόρεσαν να βρουν αποδείξεις. |
ψάχνω, αναζητώverbo transitivo (en Internet) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Buscó la respuesta en internet. Έκανε αναζήτηση για να βρει την απάντηση στο διαδίκτυο. |
ψάχνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Como el tiempo pasaba y Audrey no encontraba sus gafas, empezó a buscar desesperadamente. |
αναζητάω, αναζητώ, ψάχνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El detective busca algunas pistas sobre el crimen. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αυτό το βιβλίο το γύρευα καιρό. |
ψάχνω, αναζητώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Estamos buscando maneras de mejorar nuestra efectividad. Ψάχνουμε τρόπους να αυξήσουμε την αποτελεσματικότητά μας. |
ψάχνω, αναζητώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Estaba buscando las llaves, pero no aparecen. Έψαχνα τα κλειδιά αλλά δεν τα βρήκα. Οι ντετέκτιβ αναζητούσαν (or: έψαχναν) το στοιχείο που τελικά θα έλυνε το έγκλημα. |
ψάχνω, αναζητώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Algunos buscan el amor por Internet. Μερικοί άνθρωποι ψάχνουν την αγάπη στο ίντερνετ. Σε αναζήτησα, αλλά δεν μπόρεσα να σε βρω. |
αναζητώ, ψάχνω, γυρεύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Estuve buscando ese plumero toda la tarde. |
ψάχνω, αναζητώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nos pasamos varios meses buscando el mejor restaurante tailandés de la ciudad. |
αναζητώ, ψάχνω για, κυνηγώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Después de mudarse a una nueva ciudad, decidió buscar personas con ideas afines. Όταν μετακόμισε σε καινούρια πόλη αποφάσισε να αναζητήσει ομοϊδεάτες της. |
ψάχνωverbo transitivo (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si no sabes quién era Ada Lovelace búscala en Internet. Ψάξε την στο διαδίκτυο αν δεν ξέρεις ποια ήταν η Άντα Λάβλεϊς. |
ψάχνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La policía estuvo buscando toda la noche al criminal. |
ψάχνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dan llegó tarde al trabajo porque tuvo que buscar sus llaves. Ο Νταν άργησε να πάει στη δουλειά επειδή έπρεπε να ψάξει τα κλειδιά του. |
αναζητώ, ψάχνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Una ardilla hurgaba bajo el árbol, buscando nueces. |
ψάχνωverbo transitivo (respuesta, trabajo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Estoy buscando buenas oraciones de ejemplo. |
επιδιώκω, επιζητώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ella busca fama y fortuna. Επιδιώκει να έχει δόξα και να κάνει περιουσία. |
ψάχνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si no entiendo una palabra, la busco en el diccionario. Αν δεν καταλάβω μια λέξη, την ψάχνω στο λεξικό. |
σκοπεύω να κάνω κτ, σχεδιάζω να κάνω κτ, θέλω να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No busco comprar una colección de enciclopedias en estos momentos. Δε σκοπεύω ν' αγοράσω εγκυκλοπαίδεια αυτή τη στιγμή. |
ψάχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κυνηγάω, κυνηγώverbo transitivo (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La joven actriz buscaba la fama, a pesar de sus quejas con respecto a las intromisiones de los medios. Η νεαρή ηθοποιός κυνηγούσε τη δόξα, παρόλο που παραπονιόταν για την εισβολή των ΜΜΕ στη ζωή της. |
ψάχνω, βρίσκω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Búscame la próxima vez que andes en la ciudad. Πάρε με την επόμενη φορά που θα βρίσκεσαι στην πόλη. |
ψάχνω, ψαχουλεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεκινάω, προκαλώ(καβγάδες) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) David siempre busca peleas en la escuela. |
ψάχνωverbo transitivo (bíblico) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¡Buscad y hallaréis! Όποιος ψάχνει, βρίσκει! |
αναζητώ, ψάχνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El equipo de RR. HH. está buscando egresados con potencial para que se unan a la empresa. |
ψαρεύωverbo transitivo (καθομιλουμένη, μτφ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ella está buscando un cumplido. Solo ignórala. |
σκάβω(excavación) (για να βρω κτ, για κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La gente ha estado buscando oro aquí desde hace 100 años. |
αναζητώ, ψάχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La compañía minera está buscando oro en la zona. |
αναζητώ, ψάχνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La agencia de contratación está buscando nuevos talentos. |
χτενίζωverbo transitivo (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ellos están buscando pistas por toda la región. |
αναζητώ, ψάχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επιδιώκω, επιζητώ(προσπαθώ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Procuro restaurar mi honor. |
κάνω εξετάσεις για κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La nueva tecnología ayudará a los equipos médicos a detectar el cáncer de mama más fácilmente. |
διψώ για(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El hombre ha anhelado el conocimiento desde el principio de los tiempos. |
εξετάζω, ερευνώ, μελετώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El investigador investigó el asunto detalladamente. Ο ερευνητής μελέτησε το θέμα εξονυχιστικά. |
ψαρεύω(figurado) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El trabajo de un periodista amarillista es escarbar buscando el escándalo. Είναι δουλειά των ρεπόρτερ του κίτρινου τύπου να ψαρεύουν σκανδαλιστικές πληροφορίες. |
ζητάω, ζητώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le pedimos consejo a los sabios maestros. |
υποβάλλω ερώτημα για κτ(informática) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω φύλλο και φτερό(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La policía registró el apartamento del sospechoso. |
καλοπιάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El Gobierno solicitó el apoyo de grupos religiosos. |
σαρώνω κτ για κτ(figurado) (μεταφορικά) El escuadrón barrió el área buscando minas. |
σκοπεύω να αγοράσω, ψάχνω να αγοράσω, θέλω να αγοράσω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Si buscas comprar una nueva laptop, estas son nuestras recomendaciones. |
σε αναζήτηση(με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Estábamos buscando comida caliente y barata. |
σε αναζήτηση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Fue al valle buscando tranquilidad. |
που προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τροφοσυλλέκτης
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
καλόπιασμα(καθομ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αναζήτηση εργασίας
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Hace meses que estoy en busca de trabajo, pero no he tenido suerte. |
ο αναζητών εργασία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αυτός που αναζητά εργασία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σε αναζήτησηlocución preposicional (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Los marineros zarparon en busca de riquezas. |
πάω να ψάξω, πάω να βρωlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Richard fue en busca del gato perdido. |
πάω να βρω κπ/κτ, πάω να ψάξω κπ/κτ, πάω να αναζητήσω κπ/κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cuando cumplió 18, Ron fue a la caza de sus padres biológicos. |
επιζητώlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ελέγχωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Antes de imprimirlo revísalo en busca de errores. Η Άννα έλεγξε το έγγραφο για λάθη πριν το εκτυπώσει. |
που αναζητά τροφήlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λάτρης της αδρεναλίνηςlocución adjetiva (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
κυνηγάω, κυνηγώlocución adverbial (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi gato está siempre en busca de ratones y pájaros. |
εξετάζω κπ για κτ
|
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του busca στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του busca
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.