Τι σημαίνει το pull στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pull στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pull στο Αγγλικά.

Η λέξη pull στο Αγγλικά σημαίνει τραβάω, τραβώ, τραβάω, τραβώ, πατάω, πατώ, πιέζω, βγάζω κτ από κτ, τράβηγμα, δέλεαρ, θέλγητρο, τραβάω, τραβώ, κωπηλατώ, κάνω, τραβάω, τραβώ κάνω, τραβάω, τραβώ, βγάζω, αποσύρω, παίρνω δείγμα, παθαίνω τράβηγμα, βγάζω, κάνω, παίρνω προβάδισμα, υπερέχω, διαλύω, ξεμοντάρω, αποσυναρμολογώ, κριτικάρω, ασκώ κριτική, απομακρύνομαι, φεύγω, απομακρύνομαι, φεύγω, προχωρώ μπροστά, απομακρύνομαι, φεύγω, είμαι με κάποιον, είμαι με το μέρος κάποιου, σταματώ, παρκάρω, κερδίζω, προσελκύω, πιάνω, παρκάρω, βγάζω, καταφέρνω, πετυχαίνω, υποστηρίζω, κάνω στην άκρη, εφαρμόζω τεχνική pull-off, φοράω, βάζω, τραβώ, έλκω, τεντώνω, φεύγω, ξεπαρκάρω, αποσύρομαι, αποσύρομαι, σταματώ στην άκρη, κάνω στην άκρη, σταματάω, σταματώ, τα καταφέρνω, τα βγάζω πέρα, τραβάω κτ μέσα, παίρνω κτ μέσα, σταματώ, κάνω στην άκρη, κριτικάρω, ασκώ κριτική, ανεβάζω, ελκτική ικανότητα, βαρυτική έλξη, κάνω γκριμάτσα, τράβηγμα, κάνω γκριμάτσα, την φέρνω σε κπ, τραβώ μυ, σκαρώνω φάρσα, κάνω φάρσα, συρόμενος, συρόμενο παιχνίδι, τραβώ κάποιον στην άκρη, τραβώ στην άκρη, απομακρύνω, τραβάω, τραβώ, κατεβάζω, κατεδαφίζω, τεχνική pull-off, βγάζω, αποσύρω, απόσυρση, ένθετο, κάνω τα πάντα, κάνω ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατό, τραβώ, δεν χτυπάω με δύναμη, μετράω τα λόγια μου, μασάω τα λόγια μου, εκματελλεύομαι τη θέση μου, εξαπατώ, ξεγελώ, κοροϊδεύω, κινώ τα νήματα, δαχτυλίδι ανοίγματος, γλωσσίδι ανοίγματος, διακόπτω την υποστήριξη, τερματίζω, διακόπτω, κινώ τα νήματα, βέργα, σκίζω, τραβώ, κριτικάρω, ασκώ κριτική, συνεργάζομαι, μαζεύω, συγκεντρώνω, επιπλήττω, πειράζω, δουλεύω, κοροϊδεύω, κάνω μια προσπάθεια, συνεισφέρω, ξεφεύγω από κτ, συνέρχομαι, επιτυγχάνω με τις δικές μου δυνάμεις, που κατεβαίνει, pulldown, στάση για οδηγούς, χωρίς κούμπωμα, ρούχο ή παπούτσι χωρίς κούμπωμα, πάνα βρακάκι, για έλξεις, ένθετο, ένθετος, πτυσσόμενος καναπές, αποσπώμενο κρεβάτι, ημερομηνία μέχρι την οποία επιτρέπεται η πώληση, δαχτυλίδι, στρώνω τον κώλο μου, το παίζω άρρωστος, παλιρροϊκή έλξη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pull

τραβάω, τραβώ

transitive verb (draw nearer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He pulled the computer towards himself.
Τράβηξε τον υπολογιστή προς το μέρος του.

τραβάω, τραβώ

transitive verb (tug)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The girl pulled her father's coat.
Τράβηξε το παλτό του πατέρα της.

πατάω, πατώ, πιέζω

transitive verb (squeeze)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pull the trigger firmly.
Τράβα δυνατά τη σκανδάλη.

βγάζω κτ από κτ

(take out)

The secretary pulled the file from the cabinet.
Η γραμματέας έβγαλε τον φάκελο από το ντουλάπι.

τράβηγμα

noun (physical: tug)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
His strong pull finally got the rope to release.

δέλεαρ, θέλγητρο

noun (figurative (emotional: lure)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The pull of the beach finally made him move to California.

τραβάω, τραβώ

intransitive verb (tug, haul)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Don't stop pulling, even if you get tired.

κωπηλατώ

intransitive verb (row)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Keep pulling! We need to get to shore in fifteen minutes.

κάνω

transitive verb (slang (do: [sth] sneaky)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Don't pull any silly tricks at dinner.
Μην κάνεις καμιά ανοησία στο δείπνο.

τραβάω, τραβώ κάνω

transitive verb (row with oars)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She pulled the oars as hard as she could in an attempt to win the race.
Έκανε (or: τραβούσε) κουπί όσο πιο δυνατά μπορούσε σε μια προσπάθεια να κερδίσει τον αγώνα.

τραβάω, τραβώ, βγάζω

transitive verb (informal (take out) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The policeman pulled a gun on the robber.

αποσύρω

transitive verb (slang (remove) (κάτι/κάποιον (από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We had to pull the item from our stores when it was found to be faulty.

παίρνω δείγμα

transitive verb (printing: take a sample)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The printer pulled a proof of the new plate.

παθαίνω τράβηγμα

transitive verb (strain: a muscle)

He pulled his leg muscle and had to stop playing in the game.

βγάζω

transitive verb (informal, often passive (tooth: extract)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I've just had a tooth pulled and it hurts.
Μόλις έβγαλα ένα δόντι και πονάω.

κάνω

transitive verb (US, slang (stunt, trick: play) (κτ σε κπ ή σε βάρος κάποιου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
How could you pull such a mean trick on me?
Πώς μπόρεσες να μου κάνεις μια τόσο άσχημη φάρσα;

παίρνω προβάδισμα

phrasal verb, intransitive (move to the front)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υπερέχω

phrasal verb, intransitive (figurative (excel, outdo: competitors)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

διαλύω, ξεμοντάρω, αποσυναρμολογώ

phrasal verb, transitive, separable (literal (disassemble, take to pieces)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When she saw that her inquisitive son had pulled apart the stereo, she scolded him.

κριτικάρω, ασκώ κριτική

phrasal verb, transitive, separable (figurative (criticize harshly) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The following speaker pulled my theory apart.

απομακρύνομαι, φεύγω

phrasal verb, intransitive ([sb]: retreat)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She pulled away just as he was about to kiss her.
Απομακρύνθηκε τη στιγμή που θα τη φιλούσε.

απομακρύνομαι, φεύγω

phrasal verb, intransitive (vehicle: move off)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
After he received his food, the driver pulled away from the drive-through window.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το περιπολικό απομακρύνθηκε αθόρυβα από τη γειτονιά.

προχωρώ μπροστά, απομακρύνομαι, φεύγω

phrasal verb, intransitive (move ahead)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The sprinter pulled away from the rest of the runners.
Ο σπρίντερ προχώρησε πιο μπροστά από τους άλλους δρομείς.

είμαι με κάποιον, είμαι με το μέρος κάποιου

phrasal verb, transitive, inseparable (informal, figurative (favour, support) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You can win! We're all pulling for you.

σταματώ, παρκάρω

phrasal verb, intransitive (vehicle: stop, park) (αυτοκίνητο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When her dad's car pulled in beside the house, she ran out to greet him.

κερδίζω

phrasal verb, transitive, separable (earn, acquire)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The movie pulled in $20 million in its first week of release.

προσελκύω

phrasal verb, transitive, separable (crowds: attract, draw)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Circuses are not so popular today, but they used to pull in huge crowds.

πιάνω

phrasal verb, transitive, separable (chiefly UK (police: detain, arrest)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παρκάρω

phrasal verb, transitive, inseparable (park one's vehicle beside)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγάζω

phrasal verb, transitive, separable (remove: clothing) (ρούχα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He pulled off his shirt.
Έβγαλε το πουκάμισό του.

καταφέρνω, πετυχαίνω

phrasal verb, transitive, separable (figurative, informal (succeed in doing [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The spy was able to pull off his mission with none the wiser. He surprised me - I didn't think he could pull it off.

υποστηρίζω

phrasal verb, transitive, separable (figurative, informal (look, clothing) (εγώ ο ίδιος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Not many people could pull off that shirt with those trousers, but it actually looks good on you!
Λίγοι άνθρωποι θα φαίνονταν ωραίοι με αυτό το μπλουζάκι και το παντελόνι. Εσένα, όμως, σου πηγαίνει ο συνδυασμός.

κάνω στην άκρη

phrasal verb, intransitive (vehicle: turn off road) (στον παράδρομο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We should pull off at the restaurant ahead.

εφαρμόζω τεχνική pull-off

phrasal verb, intransitive (guitar-playing technique) (τεχνική κιθάρας)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Knowing how to pull off will help a guitarist to play faster.

φοράω, βάζω

phrasal verb, transitive, separable (clothing: put on) (ρούχα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She pulled on a sweater and jeans and went to investigate the noise.
Έβαλε ένα πουλόβερ και τζιν και πήγε να ερευνήσει το θόρυβο.

τραβώ, έλκω

phrasal verb, transitive, inseparable (tug at)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The little boy pulled impatiently on his mother's arm.

τεντώνω

phrasal verb, transitive, inseparable (stretch)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Please don't pull on that sweater, you will ruin it.
Σε παρακαλώ μην τραβάς το πουλόβερ σου, θα το καταστρέψεις.

φεύγω, ξεπαρκάρω

phrasal verb, intransitive (vehicle: move off) (αυτοκίνητο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Remember to check your mirror and signal before you pull out.

αποσύρομαι

phrasal verb, intransitive (withdraw involvement)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It is too late to pull out once you have signed the contract.

αποσύρομαι

(withdraw involvement in) (από κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The new president was forced to make a decision as to whether or not to pull out of the war.
Ο νέος πρόεδρος αναγκάστηκε να πάρει μια απόφαση για το αν θα αποσυρθούμε από τον πόλεμο.

σταματώ στην άκρη, κάνω στην άκρη

phrasal verb, intransitive (move vehicle to kerb) (αυτοκίνητο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When he saw the flashing lights in the rear-view mirror, he pulled over.
Όταν είδε από τον καθρέφτη τα φώτα να αναβοσβήνουν, έκανε στην άκρη.

σταματάω, σταματώ

phrasal verb, transitive, separable (often passive (police: stop vehicle)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We were pulled over by the police for speeding.
Μας σταμάτησε η αστυνομία επειδή τρέχαμε.

τα καταφέρνω, τα βγάζω πέρα

phrasal verb, intransitive (figurative (survive, recover)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
After her terrible accident, we weren't sure if she would pull through, but she did, thank God!

τραβάω κτ μέσα, παίρνω κτ μέσα

phrasal verb, transitive, separable (tide: drag beneath the water)

The strong tide pulled the young girl under and she drowned.

σταματώ, κάνω στην άκρη

phrasal verb, intransitive (vehicle: stop) (αυτοκίνητο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The taxi pulled up to the curb, and the woman got out.
Το ταξί σταμάτησε στην άκρη του πεζοδρομίου και η γυναίκα βγήκε έξω.

κριτικάρω, ασκώ κριτική

phrasal verb, transitive, separable (informal (reprimand, criticize)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανεβάζω

phrasal verb, intransitive (pilot: raise aircraft)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The plane was losing altitude when suddenly the pilot pulled up.

ελκτική ικανότητα

noun (measure of a tugboat's force)

βαρυτική έλξη

noun (force of gravity)

κάνω γκριμάτσα

verbal expression (informal (make silly facial expression)

To make me laugh, my dad made funny faces at me.

τράβηγμα

noun (injury: strained muscle) (καθομ, μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κάνω γκριμάτσα

verbal expression (make a facial expression)

The little girl pulled a face when her mother told her they were having fish for dinner.

την φέρνω σε κπ

verbal expression (informal (trick [sb] stealthily) (καθομιλουμένη)

τραβώ μυ

verbal expression (muscle: injure by overstretching)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκαρώνω φάρσα, κάνω φάρσα

verbal expression (US, informal (play a practical joke)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Schoolchildren love to pull a prank on a substitute teacher.

συρόμενος

adjective (able to be pulled)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

συρόμενο παιχνίδι

noun (toy for pulling)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τραβώ κάποιον στην άκρη

([sb]: take to one side)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The teacher quietly pulled the student aside after class to discuss her inappropriate behavior.
Ο δάσκαλος τράβηξε ήσυχα τη μαθήτρια στην άκρη μετά το μάθημα, για να συζητήσουν την ?????? συμπεριφορά της.

τραβώ στην άκρη

(draw back: curtains, cover)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The elderly woman pulled the curtains aside to peer out the window.
Η ηλικιωμένη τράβηξε τις κουρτίνες στην άκρη, για να ατενίσει από το παράθυρο.

απομακρύνω

(remove)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She pulled away the sheet to reveal the sculpture.
Απομάκρυνε το σεντόνι για να αποκαλύψει το γλυπτό.

τραβάω, τραβώ

(draw aside: curtain, cover)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Doris pulled the curtain back and peered out of the window.
Η Ντόρις έκανε στην άκρη την κουρτίνα και κοίταξε έξω από το παράθυρο.

κατεβάζω

(draw downwards)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I always pull down the shades at night.

κατεδαφίζω

(building: demolish)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They pulled down the old movie theater to make way for new houses.

τεχνική pull-off

noun (guitar-playing technique) (τεχνική κιθάρας)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The guitar player was practising his pull-offs.

βγάζω

(extract, remove)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποσύρω

(withdraw)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Shay's parents were unhappy with the academic standards at her school, so they pulled her out.

απόσυρση

noun (withdrawal, esp. of involvement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Following the army's pull-out from the region, their bases fell into disrepair.

ένθετο

noun (part of magazine) (εφημερίδας, περιοδικού)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This magazine includes an eight-page pull-out on the royal wedding.

κάνω τα πάντα, κάνω ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατό

verbal expression (do everything possible)

τραβώ

([sb]: draw aside)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She pulled him over and had a quiet word about his behaviour.
Τον τράβηξε στην άκρη και έκαναν μια ήρεμη κουβέντα για τη συμπεριφορά του.

δεν χτυπάω με δύναμη

verbal expression (reduce force of blows)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μετράω τα λόγια μου, μασάω τα λόγια μου

verbal expression (figurative, often in negative (restrain yourself) (μεταφορικά)

Wow, you didn't pull any punches in that meeting; you told them exactly what you thought!

εκματελλεύομαι τη θέση μου

(figurative (assert your authority)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The sergeant always pulled rank and moved to the front of the food line at mealtimes.

εξαπατώ, ξεγελώ, κοροϊδεύω

(trick, deceive [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κινώ τα νήματα

verbal expression (figurative (use influence) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δαχτυλίδι ανοίγματος, γλωσσίδι ανοίγματος

(for opening can) (σε κουτί αναψυκτικού)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

διακόπτω την υποστήριξη

verbal expression (informal (turn off life support)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Janet made her husband promise that, if she ever ended up in a vegetative state, he would pull the plug.
Η Τζάνετ έβαλε τον άντρα της να της υποσχεθεί ότι, αν ποτέ βρισκόταν σε κατάσταση φυτού, θα διέκοπτε την υποστήριξη.

τερματίζω, διακόπτω

verbal expression (informal, figurative (cause abrupt end)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This project is losing us money; it's time we pulled the plug on it.

κινώ τα νήματα

verbal expression (figurative (be in control) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She's the one who pulls the strings in that marriage.

βέργα

noun ([sth] used to clean gun barrel) (για καθαρισμό κάννης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σκίζω, τραβώ

transitive verb (literal (take or tear apart)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κριτικάρω, ασκώ κριτική

transitive verb (figurative (criticize, discredit: idea)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The teacher pulled my essay to pieces.

συνεργάζομαι

(figurative, informal (make a joint effort)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Everyone pulled together to make the concert a success.
Όλοι συνεργάστηκαν για να πετύχει η συναυλία.

μαζεύω, συγκεντρώνω

(assemble, gather)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Brian pulled a team together to come up with a plan.
Ο Μπράιαν δημιούργησε μια ομάδα για να βρει ένα σχέδιο.

επιπλήττω

verbal expression (informal, figurative (reprimand for [sth]) (κάποιον για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πειράζω, δουλεύω, κοροϊδεύω

verbal expression (figurative, informal (tease) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Stop pulling my leg - I know perfectly well what you're up to!

κάνω μια προσπάθεια

verbal expression (UK, figurative, informal (make an effort)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You need to pull your socks up at school if you're going to get good grades in your exams.

συνεισφέρω

verbal expression (do your share of work)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Stuart needs to start pulling his weight on this project if he wants to keep his job.

ξεφεύγω από κτ

verbal expression (informal, figurative (free yourself from [sth] by hard work) (μεταφορικά)

By working three jobs, Manny managed to pull himself out of poverty.
Έχοντας τρεις δουλειές, ο Μάνι κατάφερε να ξεφύγει από την φτώχεια.

συνέρχομαι

interjection (informal (regain composure)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Stop crying and pull yourself together.

επιτυγχάνω με τις δικές μου δυνάμεις

verbal expression (figurative (advance through own effort)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που κατεβαίνει

adjective (furniture: made to be pulled down)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

pulldown

adjective (computing: shown below an icon) (ζαργκόν)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

στάση για οδηγούς

noun (UK, dated (café for motorists)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

χωρίς κούμπωμα

adjective (clothing, shoes: easy to put on) (κατά περίπτωση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ρούχο ή παπούτσι χωρίς κούμπωμα

noun (easily put-on clothing, shoes)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πάνα βρακάκι

noun (nappy pants: type of diaper)

για έλξεις

noun as adjective (used for pull-up exercises)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
There is a pull-up bar in the park.

ένθετο

noun (magazine section)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ένθετος

adjective (of magazine section)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πτυσσόμενος καναπές

noun (sofa bed)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αποσπώμενο κρεβάτι

noun (folding furniture for sleeping on)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
When we have guests at our house they usually sleep on the pull-out bed.

ημερομηνία μέχρι την οποία επιτρέπεται η πώληση

noun (on food packaging)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

δαχτυλίδι

noun (ring pull on drink can)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hannah pulled off the tab to open the can.
Η Χάνα τράβηξε το δαχτυλίδι για να ανοίξει το κουτάκι.

στρώνω τον κώλο μου

verbal expression (slang, figurative (stop delaying or procrastinating) (αργκό, χυδαίο, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

το παίζω άρρωστος

verbal expression (UK, slang (take day off, pretend to be ill)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παλιρροϊκή έλξη

noun (gravitational force on the sea)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pull στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του pull

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.