Τι σημαίνει το annuel στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης annuel στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του annuel στο Γαλλικά.
Η λέξη annuel στο Γαλλικά σημαίνει ετήσιος, μονοετής, ετήσιος, ετήσιος, αξιολόγηση, ετήσιο ποσοστό, εξαψήφιο εισόδημα, ετήσια επανάληψη, ετήσια αναφορά, ετήσιος ισολογισμός, ετήσια απόδοση, ετήσιος κύκλος εργασιών, οικονομικό αρχείο, οικονομική έκθεση, χρηματοοικονομική έκθεση, συνολικό ποσό αποδοχών, ετήσιο πάσο, ετήσιο εισιτήριο, ετήσιος μισθός, εξαψήφιο εισόδημα, γεύμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης annuel
ετήσιοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le club tiendra sa prochaine réunion annuelle la semaine prochaine. Η λέσχη θα διοργανώσει την ετήσια συνεδρίασή της την επόμενη εβδομάδα. |
μονοετήςadjectif (φυτό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les fleurs annuelles sont ici et les plantes vivaces sont sur la dernière table. Τα μονοετή άνθη είναι εδώ πέρα και τα αειθαλή στο εκεί τραπέζι. |
ετήσιοςadjectif (par année) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Vu son manque d'expérience, le salaire annuel de Jim est élevé. |
ετήσιοςadjectif (μία φορά το χρόνο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nous rendons notre visite annuelle aux petits-enfants la semaine prochaine. Θα κάνουμε την ετήσια επίσκεψή μας στα εγγόνια μας την ερχόμενη εβδομάδα. |
αξιολόγηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ετήσιο ποσοστό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
εξαψήφιο εισόδημα
Το εισόδημά μου θα είναι εξαψήφιο στην καινούρια μου δουλειά. |
ετήσια επανάληψηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le retour annuel des crues au printemps rend la vie près de la rivière difficile. |
ετήσια αναφοράnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ετήσιος ισολογισμόςnom masculin (Comptabilité) (λογιστική) |
ετήσια απόδοσηnom masculin (λογιστική) |
ετήσιος κύκλος εργασιώνnom masculin (λογιστική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cette société a doublé son chiffre d'affaires annuel depuis 2008. |
οικονομικό αρχείο
|
οικονομική έκθεση, χρηματοοικονομική έκθεση(χρηματοοικονομικά) |
συνολικό ποσό αποδοχώνnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ετήσιο πάσο, ετήσιο εισιτήριοnom masculin |
ετήσιος μισθόςnom masculin Cet emploi a un salaire annuel de 52 000 £. Αυτή η θέση εργασίας έχει ετήσιες αποδοχές 52.000 λίρες. |
εξαψήφιο εισόδημα
|
γεύμαnom masculin (en entreprise) (που παραθέτει ο εργοδότης) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του annuel στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του annuel
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.