Τι σημαίνει το annonce στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης annonce στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του annonce στο Γαλλικά.
Η λέξη annonce στο Γαλλικά σημαίνει ανακοίνωση, ανακοίνωση, δήλωση, ανακοίνωση, διακήρυξη, αγγελία, ανακοίνωση, δήλωση, ανακοίνωση, επερχόμενος, επικείμενος, προαναγγελθείς, διαφημισμένος, δημόσια ανακοίνωση, ανακοινώνω, αναγγέλλω, προαναγγέλλω, προοιωνίζομαι, ανακοινώνω, ανακοινώνω, ανακοινώνω, προαναγγέλω, αναγγέλλω, κοινοποιώ, γνωστοποιώ, προμηνύω, προαναγγέλω, δίνω, δηλώνω, ανακοινώνω ξαφνικά, ανακοινώνω αναπάντεχα, δηλώνω, υψώνω το λάβαρο, προμηνύω, ένδειξη, δείχνω, ανακοινώνω, αναγγέλλω, προοιωνίζομαι, προμηνύω, προδιαγράφω, προμηνύω, δείχνω, δηλώνω, υποδηλώνω, προβλέπω, αναγγέλλω, διαφημίζω, σημαίνω, διαφήμιση, αναγγελία, επικείμενος, επερχόμενος, τίζερ, τρέιλερ, τρέιλερ, κρυφός, κρυφός ομοφυλόφιλος, αγγελία, μεγάφωνο, αγγελία, αγγελία, εσωτερικό μεγαφωνικό δίκτυο, κινηματογραφικό τρέιλερ, δημοσιευμένος ναύλος, αναγγελία, διαφημίζομαι, αγγελία, αγγελίες γνωριμιών, προσωπικές αγγελίες. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης annonce
ανακοίνωσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le maire va faire une annonce au sujet de la crise du budget de la ville cet après-midi. Ο δήμαρχος θα κάνει ανακοίνωση σχετικά με την κρίση στον προϋπολογισμό της πόλης αυτό το απόγευμα. |
ανακοίνωσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Personne n'osa dire un mot suite à l'annonce dramatique de Bill. Κανείς στο δωμάτιο δεν τολμούσε να μιλήσει μετά τη δραματική ανακοίνωση του Μπιλ. |
δήλωση, ανακοίνωση, διακήρυξη(à l'oral) (επίσημη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le conseil s'est réuni, puis a fait une déclaration de paix. |
αγγελίαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Seth a passé une annonce dans le journal pour vendre sa voiture. |
ανακοίνωση(placardé ou distribué) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quelqu'un avait mis une annonce concernant les nouvelles règles de parking. Κάποιος είχε βγάλει μια ανακοίνωση για τους καινούριους κανονισμούς του πάρκινγκ. |
δήλωσηnom féminin (Cartes) (χαρτιά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Son annonce de trois plis était trop élevée ; il n'en a fait que deux. |
ανακοίνωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'annonce des nouveaux services sera publiée dans la presse locale. |
επερχόμενος, επικείμενος(qui arrive) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La crise du pétrole annoncée (or: prévue) menace l'économie. Η επερχόμενη πετρελαϊκή κρίση απειλεί την οικονομία. |
προαναγγελθείςadjectif (λόγιο) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) |
διαφημισμένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Les soldes annoncées ont attiré de nombreux clients dans le centre commercial. |
δημόσια ανακοίνωση
|
ανακοινώνω(ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) À la surprise générale, Naomi a annoncé qu'elle ne viendrait pas au mariage de sa meilleure amie. Η Ναόμι ξαφνικά ανακοίνωσε πως δεν ήθελε να παραβρεθεί στον γάμο της φίλη της. |
αναγγέλλω, προαναγγέλλω, προοιωνίζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les élections annoncent un changement politique majeur dans le pays. Οι εκλογές προαναγγέλλουν μια μεγάλη πολιτική αλλαγή στη χώρα. |
ανακοινώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανακοινώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rebecca avait vraiment hâte d'annoncer ses fiançailles avec James. Η Ρεμπέκα ανυπομονούσε να ανακοινώσει τον αρραβώνα της με τον Τζέιμς. |
ανακοινώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'animateur annoncera le nom des gagnants de la tombola à 11 h 00. Ο παρουσιαστής θα ανακοινώσει τους νικητές της λαχειοφόρου στις 11:00. |
προαναγγέλωverbe transitif (être une indication de) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναγγέλλω, κοινοποιώ, γνωστοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προμηνύω, προαναγγέλωverbe transitif (prévision) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le ciel gris annonce de la neige. Ο γκρι ουρανός προανήγγειλε χιόνι. |
δίνωverbe transitif (αθλητικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'arbitre a annoncé la faute. |
δηλώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Au billard américain, vous devez annoncer votre coup avant de le jouer. |
ανακοινώνω ξαφνικά, ανακοινώνω αναπάντεχαverbe transitif Elle nous a annoncé la nouvelle. |
δηλώνωverbe transitif (Cartes) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a annoncé trois plis, même s'il était persuadé de pouvoir en remporter plus. |
υψώνω το λάβαροverbe transitif (μεταφορικά: με γενική) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προμηνύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ένδειξη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δείχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανακοινώνω, αναγγέλλωverbe transitif (κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le président a annoncé sa démission. Ο πρόεδρος ανακοίνωσε (or: ανάγγειλε) την παραίτησή του. |
προοιωνίζομαι, προμηνύω, προδιαγράφωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Une agitation politique généralisée présageait la guerre civile. Η ευρεία πολιτική αναταραχή προοιωνιζόταν εμφύλιο πόλεμο. |
προμηνύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δείχνω, δηλώνω, υποδηλώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προβλέπωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le présentateur météo a annoncé de la pluie pour toute la semaine. Ο μετεωρολόγος προβλέπει βροχή για όλη την εβδομάδα. |
αναγγέλλωverbe transitif (figuré) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La chute du mur de Berlin a annoncé l'entrée de l'Allemagne dans une nouvelle ère de son histoire. |
διαφημίζωverbe transitif (ως κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le groupe était annoncé comme étant les nouveaux Beatles. |
σημαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si vous dépassez cette ligne, ça annoncera des problèmes. |
διαφήμιση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Matilda a composé le jingle de la publicité à la radio. Η Ματίλντα συνέθεσε το τραγούδι για τη ραδιοφωνική διαφήμιση. |
αναγγελίαnom féminin (presse écrite) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Une publicité dans le journal disait que la vente de charité annuelle de l'église aurait lieu samedi. Υπήρξε αναγγελία στην εφημερίδα που έλεγε πως η εκκλησία θα κάνει το ετήσιο παζάρι της την Κυριακή. |
επικείμενος, επερχόμενος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Le débat imminent est couvert en détail par la presse du jour. Η επικείμενη αντιπαράθεση καλύπτεται με λεπτομέρειες σε όλες τις σημερινές εφημερίδες. |
τίζερnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
τρέιλερnom féminin (Cinéma) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Tu peux regarder la bande-annonce du film sur Internet. |
τρέιλερnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
κρυφός(homosexuel) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κρυφός ομοφυλόφιλος
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
αγγελίαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mark a passé une petite annonce dans le journal local. |
μεγάφωνο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Το παιδί που χάθηκε βρέθηκε, χάρη στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης που αναγγέλθηκε μέσω του συστήματος δημόσιων αναγγελιών. |
αγγελίαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Regardons les petites annonces pour voir si quelqu'un vend un vélo pas cher. |
αγγελίαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mon frère voulait vendre sa voiture, alors il a passé une petite annonce dans le journal local. |
εσωτερικό μεγαφωνικό δίκτυο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κινηματογραφικό τρέιλερnom féminin |
δημοσιευμένος ναύλοςnom masculin Le prix affiché du train Paris-Londres est de 205 euros. |
αναγγελίαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
διαφημίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αγγελίαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Voici une petite annonce pour des chatons gratuits. Να μια αγγελία για δυο γατάκια, δωρεάν. |
αγγελίες γνωριμιών, προσωπικές αγγελίεςnom féminin Carol a répondu à une petite annonce pour rencontrer quelqu'un. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του annonce στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του annonce
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.