Τι σημαίνει το vache στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης vache στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του vache στο Γαλλικά.
Η λέξη vache στο Γαλλικά σημαίνει αγελάδα, κακιασμένος, ύπουλος, πονηρός, φαρμακερός, αγελάδα, τσιγκούνης, εμπαθές/κακόβουλο/κακεντρεχές άτομο, βοσκός, αγελαδάρης, μολοθρός, αγελαδοβοσκός, αγελαδάρης, αγελαδοβοσκός, αγελαδάρης, αγελαδάρης, αγελαδοβοσκός, αγελαδάρης, αγελαδοτρόφος, σκύλα, σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια, <div>κάτι απροσδόκητο, κάτι αναπάντεχο</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>, ρίχνει καρεκλοπόδαρα/καρέκλες, μη μου πεις, τι λες, όχι, άει στο καλό, Ο Χριστός κι η Παναγία!, Θεέ και Κύριε!, Ο Χριστός κι η Παναγία!, Θεέ και Κύριε!, Πω, ρε φίλε!, τομάρι βοοειδούς, ιερή αγελάδα, γαλακτοπαραγωγός αγελάδα, γαλακτοφόρος αγελάδα, μανάτος, τρίκερκος, νόσος των τρελών αγελάδων, αγελάδα κρεατοπαραγωγής, σβουνιά, βουνιά, χρηματοδότης, βρέχει καρεκλοπόδαρα, βρέχει καρεκλοπόδαρα, ιερή αγελάδα, η κότα με το χρυσό αυτό, που δεν εγκυμονεί, που δεν είναι έγκυος, ετοιμόγεννη αγελάδα, κοπριά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης vache
αγελάδαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ils devaient traire la vache deux fois par jour. Η αγελάδα έπρεπε να αρμέγεται δυο φορές τη μέρα. |
κακιασμένος(familier) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Je n'ai jamais vu quelqu'un d'aussi vache que ta petite sœur. Δεν έχω γνωρίσει πιο κακιασμένο άτομο από τη μικρή αδερφή σου. |
ύπουλος, πονηρός(familier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je n'arrive pas à être amis avec des gens vaches qui jasent sur les autres. |
φαρμακερός(familier) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ignore les remarques vaches de Danielle : elle est de mauvaise humeur aujourd'hui et est méchante avec tout le monde. |
αγελάδα(animal adulte) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τσιγκούνης(καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il ne veut pas te prêter d'argent ? C'est plutôt dur. |
εμπαθές/κακόβουλο/κακεντρεχές άτομοnom féminin (familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βοσκός, αγελαδάρης(vaches,...) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μολοθρόςnom masculin (oiseau) (πουλί) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αγελαδοβοσκός, αγελαδάρης
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αγελαδοβοσκός, αγελαδάρης
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αγελαδάρης
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αγελαδοβοσκός, αγελαδάρης
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αγελαδοτρόφοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
σκύλα(familier, insultant : femme méchante) (προσβλητικό, μτφ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Je n'aime pas ma nouvelle prof. C'est une vraie conne. Μισώ τη νέα μου δασκάλα. Είναι απίστευτη σκύλα! |
σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια(encéphalopathie bovine spongiforme) |
<div>κάτι απροσδόκητο, κάτι αναπάντεχο</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>
|
ρίχνει καρεκλοπόδαρα/καρέκλες(populaire) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μη μου πεις, τι λες, όχι, άει στο καλό(familier, un peu vieilli) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Ça alors ! Je n'en reviens pas que tu aies dit ça ! |
Ο Χριστός κι η Παναγία!, Θεέ και Κύριε!
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Ça alors ! Mais c'est quoi ce diamant que tu as au doigt ? |
Ο Χριστός κι η Παναγία!, Θεέ και Κύριε!
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
Πω, ρε φίλε!interjection (familier) (αργκό) |
τομάρι βοοειδούς(δέρμα) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ιερή αγελάδαnom féminin (figuré) (μεταφορικά) |
γαλακτοπαραγωγός αγελάδαnom féminin |
γαλακτοφόρος αγελάδα
|
μανάτος, τρίκερκος(θαλάσσιο ζώο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
νόσος των τρελών αγελάδωνnom féminin (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αγελάδα κρεατοπαραγωγήςnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les vaches de boucherie, contrairement aux vaches à lait, ne sont pas traites quotidiennement. |
σβουνιά, βουνιά(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quand Beverly a traversé le champ, elle a marché dans une énorme bouse de vache ! |
χρηματοδότης(ειρωνικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
βρέχει καρεκλοπόδαρα(figuré) (μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je ne vais pas sortir aujourd'hui : il pleut des cordes ici. |
βρέχει καρεκλοπόδαραlocution verbale (très familier) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) |
ιερή αγελάδαnom féminin (figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il est temps d'arrêter de traiter le tourisme comme une vache sacrée qu'il faut protéger et encourager à tout prix. |
η κότα με το χρυσό αυτόnom féminin (figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
που δεν εγκυμονεί, που δεν είναι έγκυοςnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ετοιμόγεννη αγελάδαnom féminin |
κοπριάnom masculin (technique : bouse séchée) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Joe a marché sur du bois de vache en traversant le champ. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του vache στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του vache
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.