Τι σημαίνει το UK στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης UK στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του UK στο Αγγλικά.

Η λέξη UK στο Αγγλικά σημαίνει ΗΒ, Ηνωμένο Βασίλειο, με το τσουβάλι, σταγόνα στον ωκεανό, ένα τσικ, μια θηλιά γύρω από τον λαιμό μου, παρά τέταρτο, σε περίμετρο, μεταβολή, μεταβολή, Μεταβολή!, κάνω μεταβολή, κάνω μεταβολή, νομότυπος, νόμιμος, νόμιμα, νομότυπα, προαναφερθείς, σύντμηση, περιληπτική εκδοχή, περιορισμός, περικοπή, αφηρημένος, φορώ αξεσουάρ, βάζω αξεσουάρ, προσθέτω αξεσουάρ, προσθέτω κτ σε κτ, εγκλιματισμός, εγκλιματίζομαι, συνηθίζω, εξοικειώνω, προσαρμόζομαι, συνηθίζω, κάνω κπ/κτ να προσαρμοστεί σε κτ, εφοδιάζω, εφοδιάζω κπ με κτ, εξοπλισμός, παρακεταμόλη, απάντηση, αναγνώριση, ευχαριστίες, επιβεβαίωση λήψης, επιβεβαίωση παραλαβής, πραγματοποίηση, πραγματοποιούμαι, υλοποιούμαι, πραγματοποιώ, αποστολέας, διοικητικό κέντρο, μεγαλοποιώ, εξιδανικεύω, μεγεθύνω, αύξηση, μεγέθυνση, γήρανση, ολοένα και γηραιότερο, ταλανίζομαι, ταλανίζομαι από κτ, ταλανίζομαι για το αν θα κάνω κτ, ταλανίζω, επώδυνος, οδυνηρός, επίπονος, οδυνηρός, επώδυνος, επίπονος, έντονος πόνος, δυνατός πόνος, φορτωτική, αεροδρόμιο, αεροτομή, αεροπλάνο, ο κώδωνας του κινδύνου, γίνομαι αλκαλικός, αλκαλοποιώ, παντού, για όλους, από όλες τις απόψεις, από κάθε άποψη, από όλες τις πλευρές, πολυτάλαντος, συνολικός, αλεύρι για όλες τις χρήσεις, παρουσιάζω κτ αλληγορικά, παρουσιάζω κτ αλληγορικά, δαγκάνα, ταξινόμηση κατά αλφαβητική σειρά, ταξινομώ αλφαβητικά, άτομο που κάνει αλφαβητική ταξινόμηση, διαφορετικά, εναλλακτικά, αλουμίνιο, αλουμινένιος, αλουμινόχαρτο, υδροξείδιο αλουμινίου, αμοιβαδικός, αμοιβαδοειδής, αμηνόρροια, εξαμερικανισμός, ενσωμάτωση στην αμερικάνικη κουλτούρα, εξαμερικανίζω, εξαμερικανίζομαι, ανάμεσα, μέσα, ανάμεσα, μεταξύ, μεταξύ, ανάμεσα, αναμεταξύ, μεταξύ, εξοφλήσιμος, αποσβέσιμος, απόσβεση, πρόγραμμα εξόφλησης, πρόγραμμα απόσβεσης, αποπληρώνω, εξοφλώ, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, αμφιθέατρο, αμφιθέατρο, αναλγησία, ανάλογος με κτ, αντίστοιχος με κτ, συγκρίσιμος με κτ, αναλογική σύνδεση, αναλογική γραμμή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης UK

ΗΒ

noun (initialism (United Kingdom) (συντομογραφία: Ηνωμένο Βασίλειο)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
How long have you lived in the UK?

Ηνωμένο Βασίλειο

noun (Great Britain and Northern Ireland)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
England, Scotland, Northern Ireland, and Wales make up the United Kingdom.
Η Αγγλία, η Σκωτία, η Βόρεια Ιρλανδία και η Ουαλία αποτελούν το Ηνωμένο Βασίλειο.

με το τσουβάλι

adjective (figurative, informal (common) (μεταφορικά)

In Hollywood, aspiring young actresses are a dime a dozen.
Στο Χόλιγουντ, βρίσκεις νέους φιλόδοξους ηθοποιούς με το τσουβάλι.

σταγόνα στον ωκεανό

noun (UK, figurative, informal (amount: trivial) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The money I give to charity is a drop in the ocean compared to some people.
Τα χρήματα που δίνω σε φιλανθρωπίες είναι σταγόνα στον ωκεανό σε σύγκριση με κάποιους άλλους.

ένα τσικ

expression (figurative (very close) (καθομιλουμένη)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The house that I bought was a hair's breadth away from the sea.

μια θηλιά γύρω από τον λαιμό μου

expression (figurative (burden: mental or emotional) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παρά τέταρτο

expression (fifteen minutes before)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'll meet you at a quarter till one... in the afternoon, of course.

σε περίμετρο

adverb (mainly UK (in circumference)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The lake is approximately three miles about.
Η λίμνη έχει περίμετρο περίπου τρία μίλια.

μεταβολή

noun (figurative (policy, opinion: reversal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Following a strong public outcry, the politician did an about-face regarding his position on global warming.
Σε συνέχεια της ισχυρής κοινωνικής κατακραυγής, ο πολιτικός έκανε μεταβολή σε ότι αφορά την θέση του για την υπερθέρμανση του πλανήτη.

μεταβολή

noun (military: turn)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Μεταβολή!

interjection (military: turn)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Company halt! About-face! Forward march!
Λόχος αλτ! Μεταβολή! Εμπρός μαρς!

κάνω μεταβολή

intransitive verb (military: perform a turn)

κάνω μεταβολή

intransitive verb (turn in opposite direction)

νομότυπος, νόμιμος

adjective (figurative (honest)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He likes to keep his business dealings aboveboard.

νόμιμα, νομότυπα

adverb (figurative (honestly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Be assured, I always operate aboveboard.

προαναφερθείς

adjective (formal, written (cited previously)

(μετοχή αορίστου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. προσληφθείς, προσληφθείσα, προσληφθέν κλπ.)
The above-mentioned changes will be in effect until the end of the month.

σύντμηση

noun (US (act of condensing a written work) (επίσημο: για γραπτό έργο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

περιληπτική εκδοχή

noun (condensed version of a written work)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

περιορισμός

noun (lessening, limitation)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The working group is trying to come up with an abridgement of the process.

περικοπή

noun (law: shortening)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αφηρημένος

adjective (forgetful)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He's so absentminded that he forgot his own birthday!
Είναι τόσο αφηρημένος που ξέχασε τα ίδια του τα γενέθλια.

φορώ αξεσουάρ, βάζω αξεσουάρ

intransitive verb (wear accessories)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Steph only wears black, but she livens up her look by accessorizing.

προσθέτω αξεσουάρ

transitive verb (adorn with accessories)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A colourful scarf is the perfect way to accessorise an outfit.

προσθέτω κτ σε κτ

(furnish [sth] with accessories) (αξεσουάρ σε κτ)

Adam has accessorized his home with antique lamps, mirrors and rugs.

εγκλιματισμός

noun (becoming accustomed to)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εγκλιματίζομαι

intransitive verb (figurative (become accustomed)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The climber suffered from altitude sickness for a few days before he acclimatized.

συνηθίζω

(figurative (become accustomed to [sth]) (κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
People in the city have been forced to acclimatize to increased security controls.

εξοικειώνω

(accustom to [sth]) (κπ/κτ με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you have cats and you move house you need to keep the cats indoors for at least a few days to acclimatize them to their new home.

προσαρμόζομαι, συνηθίζω

intransitive verb (become used to climate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Selina isn't used to this cold weather, but I'm sure she'll acclimatize.

κάνω κπ/κτ να προσαρμοστεί σε κτ

(accustom to climate)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Before planting out your young seedlings, take them out of the greenhouse for a short period, then increase each day, to acclimatize them to the colder conditions outdoors.

εφοδιάζω

transitive verb (usu passive (military: equip)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εφοδιάζω κπ με κτ

transitive verb (equip or furnish)

εξοπλισμός

plural noun (accessories)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παρακεταμόλη

noun (drug used for pain relief) (φαρμακευτική ουσία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απάντηση

noun (response)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Last time I saw her she didn't even give me an acknowledgment.
Την τελευταία φορά που την είδα δεν έδειξε καν να με είδε.

αναγνώριση

noun (accepting truth)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Finding a solution will first require acknowledgement of the problem.

ευχαριστίες

plural noun (in book: author's thanks)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
In the acknowledgements, the author thanked her family and friends.

επιβεβαίωση λήψης, επιβεβαίωση παραλαβής

noun (law: verification)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πραγματοποίηση

noun (making, becoming real)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πραγματοποιούμαι, υλοποιούμαι

intransitive verb (become real)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πραγματοποιώ

transitive verb (make real)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποστολέας

noun (directs message)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

διοικητικό κέντρο

noun (county: main town)

μεγαλοποιώ

transitive verb (exaggerate importance of [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξιδανικεύω

transitive verb (exaggerate [sb]'s importance)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μεγεθύνω

transitive verb (make larger)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αύξηση, μεγέθυνση

noun (making greater or bigger) (ισχύς, πλούτος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γήρανση

noun (process of getting old)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Aging is something that no one can run away from.
Από τη γήρανση δεν μπορεί να ξεφύγει κανείς.

ολοένα και γηραιότερο

adjective (growing old) (ηλικιακά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
They are offering more training courses as part of their effort to replace an ageing workforce.
Προσφέρουν περισσότερα μαθήματα κατάρτισης ως μέρος της προσπάθειάς τους να αντικαταστήσουν το γηράσκον εργατικό δυναμικό.

ταλανίζομαι

intransitive verb (struggle to decide)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Paul agonized for days before handing in his resignation.

ταλανίζομαι από κτ

(struggle with decision)

I was very unsure about whether or not to give up my job and I agonised over the decision for weeks.

ταλανίζομαι για το αν θα κάνω κτ

verbal expression (struggle with decision)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The tickets were expensive, so I agonized over going on the trip for months.

ταλανίζω

transitive verb (cause to be anguished)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επώδυνος, οδυνηρός, επίπονος

adjective (very painful)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A dislocated shoulder can be agonizing.

οδυνηρός, επώδυνος, επίπονος

adjective (distressing) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It is agonizing to see people starving in news reports.

έντονος πόνος, δυνατός πόνος

noun (extreme physical discomfort)

The agonizing pain of the injury caused her to scream uncontrollably.

φορτωτική

(shipping document)

αεροδρόμιο

noun (type of airport)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αεροτομή

noun (aircraft: wing flap to give lift)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αεροπλάνο

noun (aircraft)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The passengers boarded the airplane in an orderly manner.
Οι επιβάτες επιβιβάστηκαν στο αεροπλάνο με τάξη.

ο κώδωνας του κινδύνου

noun (figurative (warning, caution) (μεταφορικά: κρούω)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
George's late arrival for our first date should have set off alarm bells that he's not a punctual person.

γίνομαι αλκαλικός

intransitive verb (chemistry: become alkaline) (χημεία)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

αλκαλοποιώ

transitive verb (chemistry: make alkaline) (χημεία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παντού

adverb (everywhere)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Prices have increased all around.
Οι τιμές αυξήθηκαν παντού.

για όλους

adverb (informal (for everyone)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Joe called for drinks all around to celebrate his good news.
Για να γιορτάσει τα καλά του νέα παρήγγειλε ποτά για όλους.

από όλες τις απόψεις, από κάθε άποψη, από όλες τις πλευρές

adverb (in all aspects)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
This is a better solution all round.
Αυτή η λύση είναι καλύτερη από κάθε άποψη.

πολυτάλαντος

adjective (versatile, multi-skilled)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Joe has developed into an all-around player for the basketball team.
Ο Τζο έχει εξελιχθεί σε πολυτάλαντο παίκτη για την ομάδα μπάσκετ.

συνολικός

adjective (comprehensive, overall)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The school aims to provide an all-around education for its students.
Στόχος του σχολείου είναι να παρέχει ευρεία εκπαίδευση στους μαθητές του.

αλεύρι για όλες τις χρήσεις

noun (US (plain flour, wheat flour)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
All-purpose flour is great for cookies, but doesn't have enough gluten for bread.

παρουσιάζω κτ αλληγορικά

intransitive verb (compose allegory)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παρουσιάζω κτ αλληγορικά

transitive verb (interpret [sth] as allegory)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δαγκάνα

noun (clamp in electrical circuit) (ηλεκτρολογικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ταξινόμηση κατά αλφαβητική σειρά

noun (organization by letter)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ταξινομώ αλφαβητικά

transitive verb (arrange in alphabetical order)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

άτομο που κάνει αλφαβητική ταξινόμηση

noun (person: organizer)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαφορετικά, εναλλακτικά

adverb (alternatively)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You could always take a taxi; alternately, I can come and pick you up.

αλουμίνιο

noun (lightweight metal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Aluminum is used to make kitchen foil because it can withstand heat.

αλουμινένιος

noun as adjective (made of aluminum)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Aluminum cans are recyclable.

αλουμινόχαρτο

noun (silver paper)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We wrapped up our food with aluminum foil.

υδροξείδιο αλουμινίου

noun (chemical compound)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Aluminum hydroxide is the active ingredient in many antiperspirant deodorants.

αμοιβαδικός

adjective (relating to an amoeba) (βιολογία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αμοιβαδοειδής

adjective (ameba-like) (βιολογία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αμηνόρροια

noun (lack of menstruation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εξαμερικανισμός

noun (influence of US culture) (συνήθως αποδοκιμασίας)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The politician complained about the increasing Americanization of British culture.

ενσωμάτωση στην αμερικάνικη κουλτούρα

noun (assimilation into US culture)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εξαμερικανίζω

transitive verb (make American in character)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξαμερικανίζομαι

intransitive verb (become American in character)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ανάμεσα, μέσα

preposition (in the midst of) (στη μέση)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Josiah's farm is situated among the cornfields of eastern Kansas. He lives amongst mountains of hoarded rubbish.

ανάμεσα, μεταξύ

preposition (counted with, member of)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Pearls and gold coins were among the treasures in the chest. Among the victims of the earthquake was a 60-year-old man.
Πέρλες και χρυσά νομίσματα βρίσκονταν μεταξύ των θησαυρών στο σεντούκι.

μεταξύ

preposition (with many of)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Their music's popular among college students.
Η μουσική τους είναι δημοφιλής μεταξύ των φοιτητών.

ανάμεσα, αναμεταξύ, μεταξύ

preposition (divided in shares)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The children divided the estate among themselves. We divided the biscuits amongst the children.
Τα παιδιά μοίρασαν την περιουσία μεταξύ (or: αναμεταξύ) τους.

εξοφλήσιμος, αποσβέσιμος

adjective (finance: cost written off) (για χρέος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απόσβεση

noun (writing off asset value)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πρόγραμμα εξόφλησης

noun (loan repayment plan)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πρόγραμμα απόσβεσης

noun (depreciation schedule)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αποπληρώνω, εξοφλώ

transitive verb (pay off debt over time)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The mortgage is amortized over 30 years.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

transitive verb (reduce cost, value over time)

You can get a tax deduction if you amortize your equipment.

αμφιθέατρο

noun (open-air arena)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Many plays were performed in this ancient Roman amphitheater.

αμφιθέατρο

noun (US (indoor auditorium)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αναλγησία

noun (US (pain relief) (μείωση ή απουσία πόνου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανάλογος με κτ, αντίστοιχος με κτ, συγκρίσιμος με κτ

noun ([sth] comparable)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αναλογική σύνδεση, αναλογική γραμμή

noun (cable: non-digital data) (τηλεπικοινωνίες)

This computer has a modem, allowing it to send data over an analog line.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του UK στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.