Τι σημαίνει το travelling στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης travelling στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του travelling στο Αγγλικά.
Η λέξη travelling στο Αγγλικά σημαίνει ταξιδεύω, προχωράω, προχωρώ, κινούμαι, κινούμαι, ταξίδι, ταξίδια, κίνηση, διαδρομή, ταξίδι, περιοδεύων, που ταξιδεύει από πόλη σε πόλη για την εργασία του, που μετακινείται από μέρος σε μέρος, traveling, ταξιδεύω, διασχίζω, περνώ, διασχίζω, περνώ, πηγαίνω προς, πηγαίνω σε, αεροπορικό ταξίδι, αεροπορικό ταξίδι, επαγγελματικό ταξίδι, επαγγελματικό ταξίδι, ναυτία, θαλάσσια/υπερπόντια ταξίδια, διαστημικό ταξίδι, ταξίδι στο παρελθόν, ταξίδι στο μέλλον, ταξιδεύω στο εξωτερικό, προσαρμογέας πρίζας, ταξιδιωτική οδηγία, ταξιδιωτική συμβουλή, ταξιδιωτική οδηγία, ταξιδιωτική συμβουλή, ταξιδιωτικό πρακτορείο, ταξιδιωτικό πρακτορείο, ταξιδιωτικός πράκτορας, οδοιπορικά έξοδα, λεπτομέρειες ταξιδιού, ταξιδιωτικός οδηγός, βιβλίο της ταξιδιωτική λογοτεχνίας, συνταξιδιώτης, συνταξιδιώτισσα, συνταξιδιώτης, συνταξιδιώτισσα, έξοδα ταξιδιού, ταξιδιωτικά έξοδα, υπηρεσίες μεταφοράς, ξεναγός, ταξιδιωτικός οδηγός, ταξιδιωτική ασφάλεια, κούπα ταξιδίου, ταξιδιωτικά νέα, ταξιδιωτικοί περιορισμοί, ναυτία, χρόνος ταξιδιού, τροχόσπιτο, συγγραφέας ταξιδιωτικών βιβλίων, συγγραφέας ταξιδιωτικών οδηγών, που ζαλίζεται, κουρασμένος από το ταξίδι, που τον έχουν κουράσει τα ταξίδια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης travelling
ταξιδεύωintransitive verb (move from place to place) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I love to travel. Μου αρέσει να ταξιδεύω. |
προχωράω, προχωρώ, κινούμαιintransitive verb (advance) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The trucks travelled along the road. Τα φορτηγά προχωρούσαν (or: κινούνταν) κατά μήκος του δρόμου. |
κινούμαιintransitive verb (light, sound) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sound travels far in the canyon. Ο ήχος ταξιδεύει μακριά στο φαράγγι. |
ταξίδιnoun (act of travelling) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) My brother likes foreign travel. Του αδερφού μου του αρέσουν τα ταξίδια στο εξωτερικό. |
ταξίδιαplural noun (journeys) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) He met many people on his travels. Γνώρισε πολύ κόσμο στα ταξίδια του. |
κίνησηnoun (US (movement on a road) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) There is a lot of travel on this road. |
διαδρομήnoun (machinery: movement of a part) (μηχανολογία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The travel on this chain really needs fixing. |
ταξίδιnoun (US (activity: journeying) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) They say that traveling broadens the mind. Λένε ότι τα ταξίδια διευρύνουν τους ορίζοντές μας. |
περιοδεύωνadjective (circus, etc: on the road) (τσίρκο κλπ.) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) The traveling circus stopped coming here in 1990. Το περιοδεύον τσίρκο σταμάτησε να έρχεται στην πόλη το 1990. |
που ταξιδεύει από πόλη σε πόλη για την εργασία τουadjective (salesperson: door-to-door) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) I never saw my children when I was a traveling salesman. |
που μετακινείται από μέρος σε μέροςadjective (itinerant, nomadic) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Traveling workers come around the time of the potato harvest. |
travelingnoun (basketball: rule violation) (παράβαση παίκτη στο μπάσκετ) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) The player cursed after being called for traveling. |
ταξιδεύωphrasal verb, intransitive (go to many places) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
διασχίζω, περνώphrasal verb, transitive, inseparable (cross, traverse) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) If you travel over the Alps, you'd better take plenty of blankets. |
διασχίζω, περνώphrasal verb, transitive, inseparable (cross, traverse) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) If you travel through the desert, you'd better take plenty of water. |
πηγαίνω προς, πηγαίνω σεphrasal verb, transitive, inseparable (go or journey to: a place) |
αεροπορικό ταξίδιnoun (uncountable (plane journeys) Air travel is no longer the journey of wonderment it was fifty years ago. |
αεροπορικό ταξίδιnoun (making journeys by passenger plane) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Since the events of September 11, 2001, airline travel has significantly changed. |
επαγγελματικό ταξίδιnoun (journeys: for work) |
επαγγελματικό ταξίδιnoun (business trips) |
ναυτίαnoun (dizziness from movement) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
θαλάσσια/υπερπόντια ταξίδιαnoun (making journeys by sea) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I prefer air travel to ocean travel, it's much quicker. |
διαστημικό ταξίδιnoun (journeying by spacecraft) |
ταξίδι στο παρελθόν, ταξίδι στο μέλλονnoun (sci-fi: transportation to past or future) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ταξιδεύω στο εξωτερικό(go to a foreign country) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προσαρμογέας πρίζαςnoun (device for converting electrical plugs) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
ταξιδιωτική οδηγία, ταξιδιωτική συμβουλήnoun (warning of transport problems) |
ταξιδιωτική οδηγία, ταξιδιωτική συμβουλήnoun (warning of unsafe conditions in travel destinations) |
ταξιδιωτικό πρακτορείοnoun (company that arranges travel) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The travel agency can help you plan your itinerary. They went to the travel agency to buy a holiday. Το ταξιδιωτικό πρακτορείο μπορεί να σε βοηθήσει να σχεδιάσεις τη διαδρομή σου. Πήγαν στο ταξιδιωτικό πρακτορείο για να κλείσουν τις διακοπές τους. |
ταξιδιωτικό πρακτορείοnoun (company that sells holidays) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I always book my holidays at the same travel agent. Πάντα κλείνω τις διακοπές μου στο ίδιο ταξιδιωτικό γραφείο. |
ταξιδιωτικός πράκτοραςnoun ([sb] employed to sell holidays) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The travel agent sold us a vacation to Bermuda. Ο ταξιδιωτικός πράκτορας μας πούλησε ένα πακέτο διακοπών στις Βερμούδες. |
οδοιπορικά έξοδαnoun (transport expenses) |
λεπτομέρειες ταξιδιούplural noun (informal (plans for a journey) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ταξιδιωτικός οδηγόςnoun (guidebook on a particular place) |
βιβλίο της ταξιδιωτική λογοτεχνίαςnoun (book about traveling) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
συνταξιδιώτης, συνταξιδιώτισσαnoun (person with whom one journeys) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
συνταξιδιώτης, συνταξιδιώτισσαnoun (person with whom one journeys) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
έξοδα ταξιδιούnoun (money spent while travelling) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ταξιδιωτικά έξοδαplural noun (costs incurred during travel) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
υπηρεσίες μεταφοράςplural noun (transport services made available) |
ξεναγόςnoun (person: tour leader) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) If the travel guide does a good job, we'll give her a nice tip. |
ταξιδιωτικός οδηγόςnoun (guidebook) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ταξιδιωτική ασφάλειαnoun (for duration of trip) |
κούπα ταξιδίουnoun (lightweight cup with a lid) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ταξιδιωτικά νέαnoun (transport information) |
ταξιδιωτικοί περιορισμοίplural noun (official limits imposed on traveling) |
ναυτίαnoun (nausea caused by motion) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He can't travel in trains for long periods because of travel sickness. |
χρόνος ταξιδιού(time spent traveling) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
τροχόσπιτο(mobile home) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
συγγραφέας ταξιδιωτικών βιβλίων, συγγραφέας ταξιδιωτικών οδηγώνnoun (author of travel books) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) The travel writer has just published a new book about Spain. |
που ζαλίζεταιadjective (UK (car sick, motion-sick) (μέσα σε όχημα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κουρασμένος από το ταξίδιadjective (tired from travel) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
που τον έχουν κουράσει τα ταξίδιαadjective (tired from travel) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του travelling στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του travelling
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.