Τι σημαίνει το training στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης training στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του training στο Αγγλικά.

Η λέξη training στο Αγγλικά σημαίνει γυμναστική, εκπαίδευση, εκπαίδευση, τρένο, τραίνο, εκπαιδεύω, εκπαιδεύω, προπονούμαι, κάνω εκπαίδευση, εκπαιδεύω κπ σε κτ, μαθαίνω κτ σε κπ, εκπαιδεύω κπ να κάνει κτ, μαθαίνω κπ να κάνει κτ, εκπαιδεύω κτ να κάνει κτ, μαθαίνω κτ να κάνει κτ, ουρά, ουρά, κουστωδία, επακόλουθο, ουρά, -, προπονώ, εκπαιδεύω, μαθαίνω, στοχεύω, σκοπεύω, σημαδεύω, αυτογενής εξάσκηση, βασική εκπαίδευση, βασική εκπαίδευση, κυκλική προπόνηση, εκγύμναση με ελλειπτικό μηχάνημα, εκπαίδευση εργαζομένων σε διαφορετικούς ρόλους, Σώμα Εκπαίδευσης Πολιτών, εκπαίδευση σκύλων, πρακτική άσκηση αποφοίτων, εκπαίδευση αλόγων, εκπαίδευση/κατάρτιση κατά τη διάρκεια της εργασίας, διαλειμματική προπόνηση, προπόνηση με εναλλασσόμενες ασκήσεις, επαγγελματική κατάρτιση, στρατιωτική εκπαίδευση, εκπαίδευση εκτός χώρου εργασίας, κατάρτιση κατά την εργασία, εκπαίδευση κατά την εργασία, Σώμα Εκπαίδευσης Αξιωματικών, αγύμναστος, προσωπική εκγύμναση, εκπαίδευση νηπίου στο γιο-γιο, περιοδική μετεκπαίδευση, περιοδική εκπαίδευση, πρόγραμμα εκπαίδευσης αξιωματικών του στρατού των ΗΠΑ, εκπαίδευση προσωπικού, κατάρτιση προσωπικού, ασκήσεις ενδυνάμωσης, εκπαίδευση δασκάλων, η διαδικασία εκμάθησης χρήσης της τουαλέτας, προπονητικό καμπ, εκπαιδευτικό πρόγραμμα, εκπαιδευτικό σεμινάριο, προπόνηση, βοηθητικές ρόδες, επαγγελματική εκπαίδευση, άρση βαρών. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης training

γυμναστική

noun (physical exercise: practice)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He went to training every day to regain use of his hand.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έκανε προπόνηση κάθε μέρα για να βελτιώσει τις βολές του.

εκπαίδευση

noun (knowledge or skill learned)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His training as an electrician taught him to rewire the TV set.
Κατά την εκπαίδευσή του ως ηλεκτρολόγος, έμαθε να επισκευάζει τηλεοράσεις.

εκπαίδευση

noun (coaching process)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Bob is in charge of training now.

τρένο, τραίνο

noun (railway)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There are trains leaving for Paris every hour.
Υπάρχουν τρένα που φεύγουν για το Παρίσι κάθε ώρα.

εκπαιδεύω

transitive verb (teach)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We have someone new starting at work on Monday and I have to train her.
Έχουμε μια καινούρια που ξεκινάει την Δευτέρα στη δουλειά και εγώ πρέπει να την εκπαιδεύσω.

εκπαιδεύω

transitive verb (animal: teach to behave)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It is hard work training a dog.

προπονούμαι

intransitive verb (sports: practise, exercise)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The team trained daily at the beginning of the season.
Η ομάδα προπονείται καθημερινά στην αρχή της σεζόν.

κάνω εκπαίδευση

intransitive verb (learn)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
They trained to be mechanics. No, I can't do it yet, I am still training.
Έλαβαν εκπαίδευση για να γίνουν μηχανικοί.

εκπαιδεύω κπ σε κτ, μαθαίνω κτ σε κπ

(teach about [sth])

The instructor trained them in the use of the computer program.

εκπαιδεύω κπ να κάνει κτ, μαθαίνω κπ να κάνει κτ

(person: teach to do)

The coach trained her skaters to spin on one foot.

εκπαιδεύω κτ να κάνει κτ, μαθαίνω κτ να κάνει κτ

(animal: teach to do)

It is important to train your puppy not to bite.

ουρά

noun (series of vehicles)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There was a long train of cars waiting to get onto the ferry.

ουρά

noun (procession)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There was a long train of people in the funeral procession.

κουστωδία

noun (group of followers)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The film star was followed by a train of aides.

επακόλουθο

noun (aftermath, wake)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In the train of the storm, many people were left homeless.
Ως επακόλουθο του τυφώνα πολλοί έμειναν άστεγοι.

ουρά

noun (of a wedding dress)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The train on her wedding dress was two metres long.

-

noun (connected machinery) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The gear train requires constant lubrication.
Ο μηχανισμός μετάδοσης κίνησης απαιτεί συνεχή λίπανση.

προπονώ

transitive verb (sports: coach)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The coaches train the football players.

εκπαιδεύω, μαθαίνω

transitive verb (guide a plant's growth) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I trained the ivy to grow up the wall.

στοχεύω, σκοπεύω, σημαδεύω

transitive verb (aim)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The guns were all trained on the enemy soldiers.

αυτογενής εξάσκηση

noun (relaxation technique)

βασική εκπαίδευση

noun (instruction in basic skills)

The basic training for mental health workers lasts 160 hours.

βασική εκπαίδευση

noun (military: initial training)

In basic training, we learned how to shoot and how to drive a tank.

κυκλική προπόνηση

noun (athletic exercise)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Circuit training is effective for building aerobic endurance and burning fat, but not so much so for adding muscle.

εκγύμναση με ελλειπτικό μηχάνημα

noun (use of an exercise machine)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Το ελλειπτικό είναι αερόβια άσκηση.

εκπαίδευση εργαζομένων σε διαφορετικούς ρόλους

noun (business: employee training)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Σώμα Εκπαίδευσης Πολιτών

noun (initialism (Citizens Training Corps)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εκπαίδευση σκύλων

noun (behavior training for dogs)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πρακτική άσκηση αποφοίτων

noun (practical study)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εκπαίδευση αλόγων

noun (teaching behaviour to horses)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εκπαίδευση/κατάρτιση κατά τη διάρκεια της εργασίας

noun (professional training while on the job)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We all had to attend an in-service training session before we could use the new computer system.

διαλειμματική προπόνηση, προπόνηση με εναλλασσόμενες ασκήσεις

noun (athletics: alternating exercises) (σπορ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The trainer at the gym suggested that I try interval training to increase my endurance.

επαγγελματική κατάρτιση

noun (learning professional skills)

στρατιωτική εκπαίδευση

noun (drilling in army discipline and techniques)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
War journalists are now often required to undergo military training before being allowed to go into the field.

εκπαίδευση εκτός χώρου εργασίας

noun (away from the workplace)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κατάρτιση κατά την εργασία, εκπαίδευση κατά την εργασία

noun (apprenticeship, learning by doing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I never took actual programming courses, but I had a lot of on-the-job training. Experience is not required; the company provides on-the-job training.

Σώμα Εκπαίδευσης Αξιωματικών

noun (UK, initialism (Officers' Training Corps)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αγύμναστος

adjective (become unfit)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The footballer was out of training after spending a month on vacation.

προσωπική εκγύμναση

noun (fitness coaching)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εκπαίδευση νηπίου στο γιο-γιο

noun (teaching an infant to use the toilet)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περιοδική μετεκπαίδευση, περιοδική εκπαίδευση

noun (periodic updating of skills)

πρόγραμμα εκπαίδευσης αξιωματικών του στρατού των ΗΠΑ

noun (US, initialism (Reserve Officers' Training Corps)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

εκπαίδευση προσωπικού, κατάρτιση προσωπικού

noun (development of skills)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ασκήσεις ενδυνάμωσης

noun (exercise with weights)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
It is important for women to do strength training to maintain bone density.

εκπαίδευση δασκάλων

noun (practical teaching course)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
After I graduate I'm going to do teacher training because I want to work in a school.

η διαδικασία εκμάθησης χρήσης της τουαλέτας

noun (child: process of learning to use toilet)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Diana's toilet training is coming along nicely.

προπονητικό καμπ

noun (for sports)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Training camp began today for the team.

εκπαιδευτικό πρόγραμμα, εκπαιδευτικό σεμινάριο

noun (practical programme of study)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dr.Watkins had to go on a training course to learn about the new drugs.

προπόνηση

noun (sport, gym: exercise or practice period)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βοηθητικές ρόδες

plural noun (on a bicycle)

επαγγελματική εκπαίδευση

noun (practical study for a career)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Trade schools offer vocational training for people who want to be electricians, mechanics, and the like.

άρση βαρών

noun (lifting barbells for fitness)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He stays in shape by running and doing weight training.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του training στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του training

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.