Τι σημαίνει το town στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης town στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του town στο Αγγλικά.

Η λέξη town στο Αγγλικά σημαίνει πόλη, κέντρο, έξοδος, φθάνω απροειδοποίητα, έρχομαι απροειδοποίητα, Κέηπ Τάουν, κέντρο, οικιστική περιοχή, αμιγώς οικιστική περιοχή, εταιρική πόλη, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, πόλη της υπαίθρου, πρωτεύουσα επαρχίας, πρωτεύουσα κομητείας, πόλη-φάντασμα, τα δίνω όλα, πόλη σε βουνό, η πόλη μου, η πόλη μου, πόλη, γενέτειρα, πόλη που έχει σχεδιαστεί και χτιστεί μονομιάς στο σύνολό της και δεν έχει διαμορφωθεί σταδιακά, παλιά πόλη, μικρή πόλη, που λείπει, εκτός πόλης, ξεφαντώνω, γλεντάω, γλεντοκοπάω, τρέπω κπ σε φυγή, εξαναγκάζω κπ σε φυγή, ρωμαϊκή πόλη, παραγκούπολη, αδελφή πόλη, επαρχιώτικος, χωριάτικος, λουτρόπολη, θέμα που συζητούν όλοι, ήρωας, ηρωίδα, τουριστική πόλη, λιμουζίνα, δημοτικός υπάλληλος, δημοτική υπάλληλος, δημοτικό συμβούλιο, δημοτικός σύμβουλος, δημόσιος κήρυκας, δημαρχείο, μονοκατοικία, πολυώροφη μονοκατοικία σε πόλη, μεγάλη μονοκατοικία μέσα σε πόλη, συνέλευση δημοτών, συνέλευση δημοτών, κεντρική πλατεία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης town

πόλη

noun (small city)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I grew up in a town of about 10,000 people.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η Πάφος πριν καμιά εικοσαετία δεν ήταν παρά μια γραφική πολίχνη.

κέντρο

noun (commercial centre)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Are you going into town today?

έξοδος

noun (evening at bar, party) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
After I got my promotion, my friends and I went for a night out on the town to celebrate.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Γιατί ντύθηκες τόσο καλά; Ετοιμάζεσαι για έξοδο με το αγόρι σου;

φθάνω απροειδοποίητα, έρχομαι απροειδοποίητα

verbal expression (US, slang (arrive unexpectedly)

My friend just blew into town; we're going to go have dinner tonight.

Κέηπ Τάουν

noun (city in South Africa)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cape Town is the second most populous city in South Africa.

κέντρο

noun (town: central area)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I don't want to drive through the city center in rush hour.
Δε θέλω να οδηγώ στο κέντρο σε ώρες αιχμής.

οικιστική περιοχή, αμιγώς οικιστική περιοχή

noun (bedroom community)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I live in a commuter town just south of the city limits.

εταιρική πόλη

noun (US (city: owned by one business)

All of the company's employees were required to live in the company town.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (US, figurative (city: one big employer)

Hershey, Pennsylvania, home of the chocolate of the same name, is a company town.

πόλη της υπαίθρου

noun (small town surrounded by rural areas)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πρωτεύουσα επαρχίας, πρωτεύουσα κομητείας

noun (UK (administrative city)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
County towns were, historically, the capitals of Irish and United Kingdom counties.

πόλη-φάντασμα

noun (abandoned town)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τα δίνω όλα

verbal expression (figurative (do [sth] lavishly, extravagantly) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Wow! Look at all this food - you've really gone to town!

πόλη σε βουνό

noun (urban area in a mountain region)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

η πόλη μου

noun (town or city where one grew up)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Linda had not been back to her home town of Sydney for many years.

η πόλη μου

noun (town or city where one lives)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Pinehurst residents have plenty of reasons to be proud of their hometown.

πόλη

noun (with regular market)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γενέτειρα

noun (city of one's birth)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πόλη που έχει σχεδιαστεί και χτιστεί μονομιάς στο σύνολό της και δεν έχει διαμορφωθεί σταδιακά

noun (self-sufficient urban community)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

παλιά πόλη

noun (city: historic part)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μικρή πόλη

noun (very small town)

Reggie couldn't wait to grow up and leave that one-horse town.

που λείπει

adverb (away: from home, work)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'll be out of town for the next few days. Our project manager is out of town for the next three weeks.
Θα λείπω τις επόμενες ημέρες.

εκτός πόλης

adjective (situated outside town)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

ξεφαντώνω, γλεντάω, γλεντοκοπάω

verbal expression (figurative (celebrate, party) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
To celebrate their win, the whole football team went out to paint the town red.
Για να γιορτάσουν τη νίκη τους, ολόκληρη η ποδοσφαιρική ομάδα βγήκε να ξεφαντώσει.

τρέπω κπ σε φυγή, εξαναγκάζω κπ σε φυγή

verbal expression (US, figurative (force to leave)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The gangster rode his rivals out of town.

ρωμαϊκή πόλη

noun (urban area built by the Romans)

παραγκούπολη

noun (slums, makeshift housing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The shantytown at the edge of the city has a high crime rate.

αδελφή πόλη

noun (town twinned with another)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Our sister city is in Germany.

επαρχιώτικος, χωριάτικος

adjective (pejorative (provincial, unenlightened)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

λουτρόπολη

noun (town with mineral spring)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Parts of many Jane Austen novels are set in the spa town of Bath.

θέμα που συζητούν όλοι

noun (what, who everyone is talking about)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ήρωας, ηρωίδα

noun (figurative (hero) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
After he saved the kittens from the fire, Mike became the toast of the town.

τουριστική πόλη

noun (city visited by holidaymakers)

λιμουζίνα

noun (luxury vehicle)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The executive was picked up in a Lincoln town car.

δημοτικός υπάλληλος, δημοτική υπάλληλος

(town official)

δημοτικό συμβούλιο

noun (municipal government)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He was elected to the town council with a large majority of the votes. The town council has decided to raise taxes in the area.

δημοτικός σύμβουλος

noun (UK (member of municipal government)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Town councillors don't receive salaries, but do receive annual allowances to pay for their time and expenses.

δημόσιος κήρυκας

noun ([sb] who makes public announcements)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The town crier announced that the criminal would be publicly hanged.

δημαρχείο

noun (city's council building)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There's a meeting at the town hall tonight.
Θα γίνει μια συνέλευση στο δημαρχείο απόψε.

μονοκατοικία

noun (home in a city)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Town houses usually share their side walls with similar buildings.

πολυώροφη μονοκατοικία σε πόλη

noun (terraced house)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The fire quickly spread to a row of town houses.

μεγάλη μονοκατοικία μέσα σε πόλη

noun (large residence in a city)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
George was rich enough to buy a town house in Manhattan.
Ο Τζορτζ ήταν αρκετά πλούσιος και μπορούσε να αγοράσει μια μονοκατοικία στο Μανχάταν.

συνέλευση δημοτών

noun (assembly for residents)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

συνέλευση δημοτών

noun (meeting for voters)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κεντρική πλατεία

noun (city's market place or public arena)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του town στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του town

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.