Τι σημαίνει το tanto στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης tanto στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tanto στο πορτογαλικά.
Η λέξη tanto στο πορτογαλικά σημαίνει τόσος, τόσο πολύ, σε αυτό το σημείο, τόσο πολύ, τόσο πολύ, πάρα πολύ, τόσο... όσο και, περίπου, ακριβώς, πολλοί, τόσο πολύ, σωρός, αρκετοί, αρκετά, αρκετός, αρκετά, για αρκετή ώρα, και... και, χαμένος, κάπως, όσο τραβάει η όρεξη σου, δεδομένου ότι, για όσο καιρό, από όσο, το ίδιο μου κάνει, ακόμα περισσότερο, ακόμη περισσότερο, όσο το δυνατόν περισσότερο, τόσο ώστε, τόσο που, όχι ιδιαίτερα, όπως όλοι, δεν έχω πρόβλημα, δεν με νοιάζει, σ'αγαπώ τόσο πολύ, σ' αγαπάω τόσο πολύ, τόσο το χειρότερο, ό,τι νά΄ ναι, τόσο, κάπως, ότι να'ναι, τόσο... όσο, ό,τι νά'ναι, ας είναι, τόσο... όσο και, τόσο... όσο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης tanto
τόσος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Faz tanto tempo que nós não vemos você. Πάει τόσος καιρός από τότε που σε είδαμε τελευταία φορά. |
τόσο πολύ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Vou acabar ficando com os sapatos molhados com tanta água no chão. Είμαι σίγουρος πως θα βρέξω τα παπούτσια μου με τόσο πολύ νερό στο έδαφος. |
σε αυτό το σημείο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Era um mistério o porquê de ele precisar tanto ir. Ήταν μυστήριο ο λόγος που έφτασε σε αυτό το σημείο. |
τόσο πολύadvérbio (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Queria que minha irmã não falasse tanto. Εύχομαι η αδερφή μου να μην μίλαγε τόσο πολύ. |
τόσο πολύ, πάρα πολύadvérbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Eu quero tanto ver você de novo! Θέλω τόσο πολύ να σε δω ξανά! |
τόσο... όσο καιconjunção (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Ela é admirada tanto por sua bondade quanto por seu talento. Τη θαυμάζουν τόσο για την καλοσύνη της όσο και για το ταλέντο της. |
περίπουsubstantivo masculino (aproximadamente) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Havia cinquenta e tantas pessoas na festa. Υπήρχαν πάνω-κάτω (or: συν-πλην) 50 άτομα στο πάρτι. |
ακριβώςsubstantivo masculino (em alto grau) (άρνηση: με ουσιαστικό) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Não era tanto um almoço, só alguns petiscos. New: Δεν είμαι και πολύ καλός κηπουρός. |
πολλοί(figurado, informal) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Há um monte de pessoas lá. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι εκεί μέσα. |
τόσο πολύ(para um grau elevado) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
σωρόςsubstantivo masculino (quantidade grande de algo) (μτφ, καθομ) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αρκετοί(πάντα πληθυντικός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αρκετά(για ποσότητα) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αρκετός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sobrou bastante arroz na panela, fique à vontade para pegar mais. Έχει μείνει αρκετό ρύζι στην κατσαρόλα και μπορείς ελεύθερα να φας κι άλλο. |
αρκετά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
για αρκετή ώρα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
και... και
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Ele é igualmente alto e bonito. Είναι ψηλός και όμορφος. |
χαμένοςexpressão (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
κάπως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Estacionar o carro na vaga apertada foi, de certa forma, complicado, mas Debbie conseguiu no fim. Το να χωρέσει το αυτοκίνητο στη μικρή θέση ήταν κάπως δύσκολο, αλλά η Ντέμπυ τα κατάφερε στο τέλος. |
όσο τραβάει η όρεξη σου(tanto quanto te agradar) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεδομένου ότιlocução adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) É verdade, tanto que foi provado no tribunal. Αληθεύει, αφού αποδείχτηκε στο δικαστήριο. |
για όσο καιρόlocução conjuntiva (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) |
από όσο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Até onde eu sei, tudo ainda está correndo bem no projeto. Από όσο ξέρω, όλα πάνε ακόμα καλά με το πρότζεκτ. |
το ίδιο μου κάνει(informal) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ακόμα περισσότερο, ακόμη περισσότεροlocução adverbial (εμφατικός τύπος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
όσο το δυνατόν περισσότερο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Eu tento me exercitar o máximo possível. Προσπαθώ να γυμνάζομαι όσο το δυνατόν περισσότερο. |
τόσο ώστε, τόσο που
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
όχι ιδιαίτεραexpressão (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
όπως όλοιexpressão (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν έχω πρόβλημα, δεν με νοιάζει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) "Podemos ir ao cinema ou ao boliche. O que você acha?" "Tanto faz." «Μπορούμε να πάμε σινεμά ή για μπόουλινγκ με δέκα κορίνες. Τι προτιμάς να κάνουμε;» «Δεν έχω πρόβλημα (or: δεν με νοιάζει).» |
σ'αγαπώ τόσο πολύ, σ' αγαπάω τόσο πολύ(BRA) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Eu te amo tanto que não posso ficar separado de você. Σ' αγαπώ τόσο πολύ που δεν αντέχω να είμαι χώρια σου. |
τόσο το χειρότεροinterjeição (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ό,τι νά΄ ναιinterjeição (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τόσοlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Mostrando a xícara para o filho, Paige disse, "Você pega este tanto de farinha e acrescenta à tigela." Δείχνοντας στον γιο της την κούπα η Πέιτζ είπε, «Παίρνεις τόσο αλεύρι και το προσθέτεις στο μπολ.» |
κάπως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) David achou que andar de bicicleta foi difícil da primeira vez, mas ficava um tanto quanto mais fácil cada vez que tentava. Για τον Ντέβιντ ήταν δύσκολο να κάνει ποδήλατο στην αρχή, αλλά γινόταν κάπως πιο εύκολο κάθε φορά που προσπαθούσε. |
ότι να'ναιexpressão (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
τόσο... όσοlocução conjuntiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ninguém come tanto quanto meu irmão. Κανείς δεν μπορεί να φάει όσο ο αδερφός μου! |
ό,τι νά'ναι, ας είναιinterjeição (gíria) (μόνο αυτός που απαντάει) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Quer ir nadar? Tanto faz. Θέλεις να πάμε για κολύμπι; Το ίδιο μου κάνει. |
τόσο... όσο καιlocução adverbial (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Tanto ele quanto o irmão dele são canhotos. Και ο ίδιος και ο αδερφός του είναι αριστερόχειρες. |
τόσο... όσοlocução conjuntiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Eu te amo tanto quanto amo sua irmã. Σε αγαπάω το ίδιο με την αδερφή σου. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tanto στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του tanto
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.