Τι σημαίνει το survivre στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης survivre στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του survivre στο Γαλλικά.

Η λέξη survivre στο Γαλλικά σημαίνει επιβιώνω, επιβιώνω, το υπομένω, το υφίσταμαι, φυτοζωώ, αντέχω, επιβιώνω, τα καταφέρνω, ζω περισσότερο, αντέχω, ζω περισσότερο από, ζω, επιβιώνω περισσότερο, υπομένω, υφίσταμαι, αντέχω, συντηρούμαι με κτ, αντεπεξέρχομαι σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης survivre

επιβιώνω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le renard a survécu après s'être échappé du piège.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Κανένας δεν επέζησε του αεροπορικού δυστυχήματος.

επιβιώνω

(έμβια όντα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les cafards ont survécu pendant des millions d'années.
Οι κατσαρίδες επιβιώνουν εδώ και εκατομμύρια χρόνια.

το υπομένω, το υφίσταμαι

verbe intransitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ne t'inquiète pas, les temps sont durs avec cette récession, mais tu survivras.

φυτοζωώ

(soutenu) (μτφ: ζω χωρίς χαρές)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ils étaient pauvres et subsistaient à peine.
Ήταν πολύ φτωχοί και ήταν αναγκασμένοι να φυτοζωούν.

αντέχω

verbe intransitif (στο χρόνο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Malgré certaines divergences, l'amitié liant les deux femmes avait duré (or: perduré).
Παρά τις κάποιες διχογνωμίες η φιλία των δυο γυναικών άντεξε στον χρόνο.

επιβιώνω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
On pense que l'espèce en danger de disparition ne va pas durer (or: survivre) jusqu'à la fin du 21e siècle.
Τα είδη υπό εξαφάνιση δεν αναμένεται να αντέξουν τον εικοστό πρώτο αιώνα.

τα καταφέρνω

(καθομιλουμένη)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Les médecins ont fait tout ce qu'ils pouvaient, mais la victime de l'accident ne s'en est pas sortie.
Οι γιατροί έκαναν ό,τι μπορούσαν, αλλά το θύμα του ατυχήματος δεν τη σκαπούλαρε.

ζω περισσότερο

(σύγκριση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Η γιαγιά μου είναι τόσο γεμάτη ενέργεια που σίγουρα θα μας θάψει!

αντέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je n'arrive pas à croire que j'ai survécu à cette terrible épreuve.
Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι άντεξα αυτή την απαίσια ταλαιπωρία.

ζω περισσότερο από

verbe transitif indirect

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il est mort dans un accident de voiture. Sa femme et ses deux enfants lui ont survécu.
Το θύμα του ατυχήματος άφησε πίσω του γυναίκαι και δύο παιδιά.

ζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il est difficile de vivre avec un salaire aussi bas.

επιβιώνω περισσότερο

(personne)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υπομένω, υφίσταμαι, αντέχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nos grands-parents ont connu la guerre, ils savent ce que c'est de tout perdre.

συντηρούμαι με κτ

À la préhistoire, les gens subsistaient grâce à la cueillette et à la chasse.

αντεπεξέρχομαι σε κτ

Nous avons surmonté la tempête dans la cabane.
Υπομείναμε την τρικυμία στην καμπίνα.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του survivre στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.