Τι σημαίνει το superar στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης superar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του superar στο ισπανικά.
Η λέξη superar στο ισπανικά σημαίνει ξεπερνάω, ξεπερνώ, γεφυρώνω τις διαφορές, βελτιώνομαι, υπερνικώ, νικώ, ξεπερνάω, ξεπερνώ, ξεπερνάω, ξεπερνώ, ξεπερνάω, ξεπερνώ, ξεπερνάω, ξεπερνώ, αποκρούω, τα καταφέρνω, τα βγάζω πέρα, αγωνίζομαι ενάντια σε ανώτερο αντίπαλο, είμαι καλύτερος από κτ, ξεπερνάω, ξεπερνώ, θριαμβεύω, νικώ, κατατροπώνω, κυριεύω, καταλαμβάνω, ξεπερνάω, ξεπερνώ, ξεπερνάω, ξεπερνώ, ξεπερνώ, ξεπερνάω, ξεπερνώ, επισκιάζω, αντέχω, υπομένω, νικώ, κερδίζω, ξεπερνάω, ξεπερνώ, καταπνίγω, ξεπερνάω, ξεπερνώ, γεφυρώνω τις διαφορές, αφήνω κτ πίσω μου, καλύπτω, τελειοποιώ, αντέχω, πάνω από, προσπερνάω, προσπερνώ, ξεπερνώ, περνάω, ξεπερνάω, τα βγάζω πέρα, καλυτερεύω, βελτιώνω, ξεπερνάω, ξεπερνώ, ξεπερνάω, ξεπερνώ, υπερβαίνω, αντεπεξέρχομαι, ξεπερνώ, ξεπερνάω, υπομένω, αντέχω, επιβιώνω, υπερνικώ, περνάω, ξεπερνάω, ξεπερνώ μεγαλώνοντας, ξεπερνάω, ξεπερνώ, ξεπερνώ, ξεχνώ, το υπομένω, το υφίσταμαι, φτάνω στα όρια, αντέχω στο χρόνο, ξεπερνώ τα όρια, διαψεύδω τις προσδοκίες, διαψεύδω τις προσδοκίες προς έκπληξη των άλλων, ξεπερνώ, ξεπερνώ, ξεπερνώ, υπερτερώ, υπερέχω, πηγαίνω γρηγορότερα από κάποιον,κάτι, είμαι καλύτερος από κπ, τα πάω καλύτερα από κπ, σκοράρω περισσότερο, ρίχνω καλύτερη βολή, υπερνικώ, υπερτερώ, υπερέχω, υπερτερώ, υπερέχω, ξεπερνώ τις προσδοκίες κπ, ξεπερνώ, -, πάταω, έχω περισσότερους πελάτες, μεγαλύτερο ακροατήριο, υπερισχύω, υπομένω, πέρα από κάθε προσδοκία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης superar
ξεπερνάω, ξεπερνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El coste de la obra excedía £50.000. Το κόστος της εργασίας ξεπέρασε τις 50.000 λίρες Αγγλίας. |
γεφυρώνω τις διαφορέςverbo transitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Una vez que Matt y Julie superaron sus diferencias pudieron volver a ser amigos. Όταν έλυσαν τις διαφορές τους, ο Ματ και η Τζούλη μπόρεσαν να ξαναγίνουν φίλοι. |
βελτιώνομαιverbo transitivo (crisis, obstáculo, dificultad) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Él realmente está en malas condiciones pero esperamos que para mañana lo supere. |
υπερνικώ, νικώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¡Podemos superar a las fuerzas enemigas! Μπορούμε να υπερνικήσουμε τις δυνάμεις που είναι εναντίον μας! |
ξεπερνάω, ξεπερνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La demanda del nuevo teléfono ha superado nuestras reservas. Η ζήτηση για το νέο μας τηλέφωνο έχει υπερβεί την προσφορά. |
ξεπερνάω, ξεπερνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nuestras ventas anuales superaron a la competencia. |
ξεπερνάω, ξεπερνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεπερνάω, ξεπερνώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποκρούωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El pensionista contraatacó y logró superar a sus atacantes. |
τα καταφέρνω, τα βγάζω πέρα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La recesión global ha sido difícil para todos, pero la superaremos. Η παγκόσμια ύφεση είναι δύσκολη για όλους, αλλά θα επιβιώσουμε. |
αγωνίζομαι ενάντια σε ανώτερο αντίπαλοverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
είμαι καλύτερος από κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Toyota creó un nuevo motor que superó al de su competencia. |
ξεπερνάω, ξεπερνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Esta estudiante supera al resto de su clase. Αυτός ο μαθητής υπερέχει όλων των άλλων στο τμήμα του. |
θριαμβεύω, νικώ, κατατροπώνωverbo transitivo (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Superaremos estos tiempos difíciles mientras no nos rindamos. |
κυριεύω, καταλαμβάνω(κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El ejército superaba a los de las bases enemigas. Ο στρατός κατέλαβε τις βάσεις του εχθρού. |
ξεπερνάω, ξεπερνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hay una demanda que supera suministros. |
ξεπερνάω, ξεπερνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεπερνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεπερνάω, ξεπερνώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No podía superar la decepción que sentí cuando cancelaron mi viaje. |
επισκιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Su actuación superó a la del cantante que vino antes que él. Η ερμηνεία του επισκίασε τον τραγουδιστή πριν από αυτόν. |
αντέχω, υπομένω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El camino a la recuperación es difícil pero eres lo suficientemente fuerte como para superarlo. Ο δρόμος προς την ανάρρωση είναι δύσκολος, αλλά είσαι αρκετά δυνατή για τον αντέξεις (or: υπομείνεις). |
νικώ, κερδίζωverbo transitivo (κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Después de practicar todos los días, Marc superó a su hermana en el último partido de tenis. Μετά από καθημερινή προπόνηση, ο Μαρκ τα πήγε καλύτερα από την αδελφή του στον τελευταίο τους αγώνα τένις. |
ξεπερνάω, ξεπερνώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sam superó su miedo a las serpientes aprendiendo más sobre ellas. |
καταπνίγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Deborah superó su miedo a volar y se subió al avión para visitar a su hija en Australia. |
ξεπερνάω, ξεπερνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La velocidad del coche superaba a la de cualquier vehículo que Lydia había tenido con anterioridad. Η ταχύτητα του αυτοκινήτου ξεπερνά την ταχύτητα κάθε οχήματος που είχε παλιότερα στην κατοχή της η Όλγα. |
γεφυρώνω τις διαφορές
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Creo que nuestro matrimonio es lo suficientemente fuerte como para superar (or: sortear) este incidente. |
αφήνω κτ πίσω μου
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καλύπτω(límite, obstáculo, dificultad) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Melinda trabajó duro para sobrepasar los requisitos académicos para entrar a la universidad. Η Μελίντα δούλεψε σκληρά για να καλύψει τις ελάχιστες προϋποθέσεις εισαγωγής στο πανεπιστήμιο. |
τελειοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Leo finalmente dominó la difícil pieza de piano tras meses de práctica. Ο Λίο τελικά τελειοποίησε το δύσκολο κομμάτι στο πιάνο μετά από μήνες εξάσκησης. |
αντέχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El amor de la pareja ha sobrevivido a todo. Η αγάπη του ζευγαριού άντεξε δοκιμασίες και βάσανα. |
πάνω από
Él sobrepasó la edad de retiro de su compañía. Είναι άνω του συντάξιμου ορίου ηλικίας της εταιρίας του. |
προσπερνάω, προσπερνώ(persona) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Kelly Holmes acaba de sobrepasar a Hasna Benhassi. Η Κέλλυ Χόλμς μόλις προσπέρασε την Χάσνα Μπενχάσι. |
ξεπερνώ(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los resultados de su examen excedieron a los de todos sus compañeros. Η βαθμολογία του στο διαγώνισμα υπερβαίνει τους βαθμούς όλων των συμμαθητών του. |
περνάω, ξεπερνάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El conductor no pudo pasar la barricada. |
τα βγάζω πέρα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καλυτερεύω, βελτιώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pasó su vida tratando de mejorar las condiciones de vida de los pobres. Πέρασε όλη της τη ζωή προσπαθώντας να καλυτερέψει τις συνθήκες ζωής των φτωχών. |
ξεπερνάω, ξεπερνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El joven y extraordinario ciclista acaba de mejorar su récord de velocidad. Ο ηθοποιός ελπίζει να ξεπεράσει την προηγούμενη απόδοσή του. |
ξεπερνάω, ξεπερνώ, υπερβαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αντεπεξέρχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Estás pasando por un momento emocional difícil, pero vas a salir adelante. Περνάς μια δύσκολη συναισθηματικά φάση, όμως θα ανταπεξέλθεις. |
ξεπερνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεπερνάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Para tener éxito, hay que ir más allá de lo que espera el cliente. |
υπομένω, αντέχω, επιβιώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El perro está muy enfermo y no sabemos si sobrevivirá a esta noche. |
υπερνικώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Martha consiguió dominar a su oponente.
Los servicios de emergencia se las arreglaron para dominar el fuego. Η Μάρθα κατάφερε να καθυποτάξει τον επιτιθέμενο. |
περνάω, ξεπερνάω(σε επιτυχία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La compañía desarrolló un sistema de juego multimedia que le permitió ganarles a sus rivales. Η εταιρεία σχεδίασε ένα σύστημα πολυμέσων για παιχνίδια το οποίο της επέτρεψε να ξεπεράσει τους αντιπάλους της. |
ξεπερνώ μεγαλώνοντας
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Μεγαλώνοντας, πολλά παιδιά ξεπερνούν τις νηπιακές αλλεργίες. |
ξεπερνάω, ξεπερνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sayeed aún no se ha recuperado de la muerte de su madre. Δεν έχει ξεπεράσει ακόμα την απώλεια της μητέρας του. |
ξεπερνώ, ξεχνώ(κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tardé meses en superar a Juan después de que nos separáramos. Μου πήρε μήνες να ξεπεράσω τον Τζέικ μετά τον χωρισμό μας. Θα την ξεχάσει μόλις αρχίσει να βγαίνει έξω πάλι. |
το υπομένω, το υφίσταμαι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No te preocupes. Son tiempos difíciles por la recesión, pero lo superarás. |
φτάνω στα όρια
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Su inmadurez colmó mi paciencia. |
αντέχω στο χρόνοlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξεπερνώ τα όριαexpresión |
διαψεύδω τις προσδοκίες, διαψεύδω τις προσδοκίες προς έκπληξη των άλλωνlocución verbal (για αρνητικές προσδοκίες) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) José superó las expectativas y venció al cáncer. |
ξεπερνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El cocinero se superó a sí mismo anoche. |
ξεπερνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La población de China sobrepasa en número a la nuestra. |
ξεπερνώ(σε απόδοση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) David hizo mejor que su hermana los exámenes de inglés. |
υπερτερώ, υπερέχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tim superó a los otros corredores. |
πηγαίνω γρηγορότερα από κάποιον,κάτι
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
είμαι καλύτερος από κπ, τα πάω καλύτερα από κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σκοράρω περισσότερο
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ρίχνω καλύτερη βολή(béisbol) (αθλητισμός) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
υπερνικώ(λόγω εξυπνάδας) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
υπερτερώ, υπερέχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
υπερτερώ, υπερέχω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ξεπερνώ τις προσδοκίες κπlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξεπερνώlocución verbal (εξευτελιστικό γεγονός) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sus amigos aseguran que nunca podrá superar la vergüenza del día que usó la ropa interior de su hermana por error. |
-locución verbal (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Perder a su esposa fue demasiado para él, no lo pudo superar. Δεν μπόρεσε να αντέξει το χαμό της γυναίκας του. |
πάταω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tienes que pasar por encima de la gente para conseguir lo que quieres en este negocio. |
έχω περισσότερους πελάτες, μεγαλύτερο ακροατήριο
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
υπερισχύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
υπομένωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Estuvo siempre a mi lado y me ayudó a sobrellevar tan mal momento. |
πέρα από κάθε προσδοκία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του superar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του superar
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.