Τι σημαίνει το sucesso στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sucesso στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sucesso στο πορτογαλικά.

Η λέξη sucesso στο πορτογαλικά σημαίνει επιτυχία, επιτυχία, πετυχαίνω, blockbuster, επιτυχία, επιτυχία, σουξέ, χιτ, σουξέ, χιτ, επιτυχία, λάμψη, λαμπρότητα, γίνομαι ξαφνικά επιτυχία σε κπ/κτ, πρώτος επιτυχημένος, πρώτος μεγάλος, επιτυχημένος, πετυχημένος, ανεπιτυχώς, μεγάλη επιτυχία, λαμπρή επιτυχία, μεγάλη επιτυχία, με την αποδοχή των κριτικών, πολύ επιτυχημένος, ανώτερο διοικητικό στέλεχος, τσαρτς, που έγινε επιτυχία από τη μια στιγμή στην άλλη, που έγινε επιτυχία από τη μια μέρα στην άλλη, ιστορία επιτυχίας, η καλή, κάνω αμέσως επιτυχία, πάω μπροστά, πετυχαίνω, επιτυγχάνω, επιτυγχάνω, την κάνω λαχείο, γίνομαι δεκτός με κτ, μετατρέπω, μεγάλη επιτυχία, λαμπρή επιτυχία, μεγάλη επιτυχία, πολύ επιτυχημένος, έχω εγγυημένη επιτυχία, επιτυγχάνω, αουτσάιντερ, επιτυγχάνω, πετυχαίνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sucesso

επιτυχία

substantivo masculino (resultado satisfatório)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O projeto foi um sucesso porque o cliente ficou feliz.
Το εγχείρημα στέφθηκε με επιτυχία μιας και ο πελάτης έμεινε ευχαριστημένος.

επιτυχία

substantivo masculino (riqueza e popularidade)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Você podia medir o sucesso dele pelo tamanho de sua casa.
Μπορείς να κρίνεις την επιτυχία του από το μέγεθος του σπιτιού του.

πετυχαίνω

substantivo masculino

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele se tornou um sucesso graças ao trabalho duro e à determinação.
Έγινε επιτυχημένος ηθοποιός χάρη στη σκληρή δουλειά και την αποφασιστικότητά του.

blockbuster

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
O maior sucesso desse verão tem um roteiro sobre alienígenas dominando o mundo.
Η μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία αυτού του καλοκαιριού είναι ένα σενάριο για εξωγήινους που κυβερνούν τον κόσμο.

επιτυχία

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επιτυχία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σουξέ, χιτ

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
O filme fez sucesso entre os adolescentes.
Η ταινία είχε μεγάλη επιτυχία στους εφήβους.

σουξέ, χιτ

(τραγούδι)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
A nova canção dele é um grande sucesso.
Το νέο του τραγούδι είναι τεράστια επιτυχία.

επιτυχία

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λάμψη, λαμπρότητα

(estilo) (μτφ: επιτυχία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γίνομαι ξαφνικά επιτυχία σε κπ/κτ

(figurado, informal: sucesso súbito)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πρώτος επιτυχημένος, πρώτος μεγάλος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O single de revelação dos Beatles foi lançado em 1962.
Το πρώτο επιτυχημένο (or: πρώτο μεγάλο) σινγκλ των Μπιτλς βγήκε το 1962.

επιτυχημένος, πετυχημένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O álbum de lançamento da banda foi altamente bem-sucedido. Aquele autor escreveu diversos romances bem-sucedidos.
Το πρώτο άλμπουμ του συγκροτήματος ήταν μεγάλη επιτυχία.

ανεπιτυχώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μεγάλη επιτυχία

λαμπρή επιτυχία, μεγάλη επιτυχία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

με την αποδοχή των κριτικών

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πολύ επιτυχημένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανώτερο διοικητικό στέλεχος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τσαρτς

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

που έγινε επιτυχία από τη μια στιγμή στην άλλη, που έγινε επιτυχία από τη μια μέρα στην άλλη

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ιστορία επιτυχίας

substantivo feminino (exemplo da vida real de alguém de sucesso)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

η καλή

locução verbal (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ela foi para Hollywood e fez sucesso como grande estrela de cinema.
Πήγε στο Χόλιγουντ, έγινε σταρ του σινεμά και έπιασε την καλή.

κάνω αμέσως επιτυχία

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πάω μπροστά

(μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Camila é um taleto musical que está mesmo se dando bem.

πετυχαίνω, επιτυγχάνω

expressão

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

επιτυγχάνω

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

την κάνω λαχείο

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γίνομαι δεκτός με κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Espero que meu discurso seja bem recebido na reunião hoje à noite.
Ελπίζω η ομιλία μου να πάει καλά στην αποψινή συνεδρίαση.

μετατρέπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μεγάλη επιτυχία

Το «Take me Out» του Φραντς Φέρτιναντ ήταν μια από τις μεγάλες επιτυχίες του 2004.

λαμπρή επιτυχία, μεγάλη επιτυχία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πολύ επιτυχημένος

locução adjetiva

Após o seu primeiro romance de sucesso, o autor nunca pode novamente alcançar aquele grau de sucesso.
Αφότου το πρώτο του μυθιστόρημα έκανε θραύση, ο συγγραφέας δεν μπόρεσε ποτέ ξανά να σημειώσει τόση επιτυχία.

έχω εγγυημένη επιτυχία

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επιτυγχάνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O único pensamento de Amy no ensino médio é ser bem-sucedida.

αουτσάιντερ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

επιτυγχάνω

expressão verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πετυχαίνω

expressão verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sarah passou anos tentando aprender espanhol e finalmente teve sucesso.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sucesso στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.