Τι σημαίνει το song στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης song στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του song στο Αγγλικά.

Η λέξη song στο Αγγλικά σημαίνει τραγούδι, κελάηδισμα, κελάηδημα, τραγούδι, άσμα, άσμα, ξεκινώ να τραγουδώ στα ξαφνικά, πιάνω το τραγούδι, Γιουροβίζιον, δημοτικό τραγούδι, δημοτικό τραγούδι, πάμφθηνα, τζάμπα, ερωτικό τραγούδι, κάνω ντόρο για κτ, χαλάω τον κόσμο για κτ, slow τραγούδι, σλόου τραγούδι, πολύ κακό για το τίποτα, ανθολογία τραγουδιών, βιβλίο με τραγούδια, σπουργίτης, ωδικό πτηνό, τραγουδοποιός, κύκνειο άσμα, μουσικό σήμα, ομώνυμο τραγούδι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης song

τραγούδι

noun (music with words) (μελωδία με λόγια)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The song has been translated to many languages.
Το τραγούδι έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες.

κελάηδισμα, κελάηδημα

noun (birdsong)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You could hear the bird's song for miles around.
Το κελάηδισμα του πουλιού ακουγόταν μίλια μακριά.

τραγούδι

noun (dated (singing)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She walked in the room and burst into song.
Μπήκε στο δωμάτιο και άρχισε το τραγούδι.

άσμα

noun (song-like poem)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I love to read Blake's Songs of Innocence and Experience.

άσμα

noun (song-like piece of music)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mendelssohn introduced the term "Song Without Words".

ξεκινώ να τραγουδώ στα ξαφνικά, πιάνω το τραγούδι

verbal expression (start singing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My father is so musical, he bursts into song in the middle of a conversation.

Γιουροβίζιον

noun (music competition)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

δημοτικό τραγούδι

noun (simple song by known composer)

δημοτικό τραγούδι

noun (song passed on orally)

πάμφθηνα, τζάμπα

adverb (figurative (at a bargain price, cheaply)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I bought this antique clock for a song.
Αγόρασα αυτό το ρολόι αντίκα πάμφθηνα (or: τζάμπα).

ερωτικό τραγούδι

noun (song expressing romantic feelings)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Most pop songs are love songs.

κάνω ντόρο για κτ, χαλάω τον κόσμο για κτ

verbal expression (informal, figurative (make a fuss)

Stop making such a song and dance about it! It's not that big a deal.

slow τραγούδι, σλόου τραγούδι

noun (romantic pop song)

πολύ κακό για το τίποτα

noun (informal, figurative (fuss)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
What a song and dance! It's only a dental checkup!

ανθολογία τραγουδιών, βιβλίο με τραγούδια

noun (book of lyrics and music)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σπουργίτης

noun (variety of singing bird)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ωδικό πτηνό

noun (bird with tuneful call)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Aaron was content to listen to songbirds all afternoon.

τραγουδοποιός

noun (composer of songs) (συνθέτης τραγουδιών)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
An up-and-coming songwriter will perform at the festival.

κύκνειο άσμα

noun (final performance)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μουσικό σήμα

noun (signature tune)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I really like the theme song they use for that tv programme.

ομώνυμο τραγούδι

noun (film, etc.: main theme tune) (ταινίας, δίσκου)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του song στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του song

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.