Τι σημαίνει το shaved στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης shaved στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του shaved στο Αγγλικά.

Η λέξη shaved στο Αγγλικά σημαίνει ξυρισμένος, ξυρισμένος, σε φλοίδες, ξυρίζω, ξυρίζω, ξυρίζω, ξυρίζομαι, ξύρισμα, κάνω ξύσματα, κόβω φλοίδες, προσπαθώ να μειώσω τους πόντους που σκοράρει η ομάδα μου, κουρεύω, κόβω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης shaved

ξυρισμένος

adjective (with facial hair removed)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Brian rubbed his shaved chin.

ξυρισμένος

adjective (with body hair removed)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Lena stretched out her shaved legs.

σε φλοίδες

adjective (food: grated, sliced)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sprinkle shaved Parmesan over the cooked pasta.

ξυρίζω

transitive verb (facial hair: remove with razor)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Liam shaved his beard this morning; now he has a nice smooth face.
Ο Λίαμ ξύρισε το μούσι του σήμερα το πρωί. Τώρα έχει ένα ωραίο απαλό πρόσωπο.

ξυρίζω

transitive verb (body hair: remove)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pippa shaves her legs twice a week.
Η Πίπα ξυρίζει τα πόδια της δυο φορές την εβδομάδα.

ξυρίζω

transitive verb (remove facial hair from [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The barber shaved Simon.
Ο μπαρμπέρης ξύρισε τον Σάιμον.

ξυρίζομαι

intransitive verb (remove hair with razor)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Steve shaves every morning before work.
Ο Στηβ ξυρίζεται κάθε πρωί πριν τη δουλειά.

ξύρισμα

noun (act of shaving)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A shave is one of the first tasks many men undertake in the mornings.
Το ξύρισμα είναι ένα από τα πρώτα πράγματα που κάνουν πολλοί άνδρες το πρωί.

κάνω ξύσματα, κόβω φλοίδες

transitive verb (food: grate, slice)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
To finish the salad, shave a few pieces of Parmesan over the top.

προσπαθώ να μειώσω τους πόντους που σκοράρει η ομάδα μου

transitive verb (US, figurative, slang (points: match fixing) (στημένος αγώνας)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κουρεύω, κόβω

transitive verb (figurative, informal (prices: reduce) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The shop has shaved all its prices by 20%.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του shaved στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.