Τι σημαίνει το sentir στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sentir στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sentir στο ισπανικά.

Η λέξη sentir στο ισπανικά σημαίνει αισθάνομαι, νιώθω, αίσθηση, αισθάνομαι, νιώθω, μυρίζω, αισθάνομαι άσχημα, έχω τύψεις, αισθάνομαι, νιώθω, μυρίζομαι, αισθάνομαι, νιώθω, λυπάμαι, αισθάνομαι, νιώθω, αισθάνομαι, νιώθω, γεύομαι, έχω συναισθήματα, νιώθω, αισθάνομαι, αισθάνομαι, νιώθω, έχω την υποψία ότι/πως, θλίβομαι, λυπάμαι, στενοχωριέμαι, νιώθω, κυριεύομαι από κτ, καταλαμβάνομαι από κτ, αισθάνομαι, ντροπιάζω, εξευτελίζω, προσβάλλω, κάνω κάποιον να φαίνεται κατώτερος, δείχνω ενδιαφέρον, συμμερίζομαι, ταυτίζομαι, συναισθάνομαι, αισθάνομαι πόνο, μετανιώνω, βλέπω, μορφάζω, που σου φτιάχνει την διάθεση, λυπάμαι τον εαυτό μου, θυμός, ηρεμώ, καθησυχάζω, δένομαι, σκέφτομαι να κάνω κτ, κάνω κπ να νιώσει σαν στο σπίτι του, δεν μου αρέσει, δεν νιώθω τίποτε για, αισθάνομαι το βάρος, έχω την ευθύνη, κάνω κπ να νιώσει τύψεις, κάνω κάποιον να νιώσει ένοχος, κάνω κπ να σκάσει από τη ζήλια, κάνω κπ περήφανο, κάνω κπ υπερήφανο, κάνω κπ να νιώσει άνετα, κάνω κπ να νιώσει ευπρόσδεκτος, δεν έχω όρεξη να κάνω κτ, οδηγώ κπ στην απόγνωση, μουδιάζω, συλλυπούμαι, ανακατεύομαι, πιέζω, στριμώχνω, ταπεινώνω, εξευτελίζω, ζαλίζω, πονάω, πονώ, υποφέρω, δεν επηρεάζομαι από, λυπάμαι, συμπονώ, αποστρέφομαι, απεχθάνομαι, έχω ναυτία, έχω τάση για εμετό, έχω αυτοπεποίθηση, αγωνιώ για κτ, ανησυχώ για κτ, συμμερίζομαι, συναισθάνομαι, δημιουργώ κτ σε κπ, συμπάσχω, κάνω κπ να νιώσει άνετα, που έχει περιέργεια για κτ, αισθάνομαι, νιώθω, κάνω κπ να νιώσει τύψεις, πανικοβάλλομαι, νιώθω άσχημα για κτ, συμπάσχω, αναγουλιάζω, ενδιαφέρομαι για κπ, καίω, εκτιμώ, είμαι θεοσεβούμενος, απεχθάνομαι, ωθώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sentir

αισθάνομαι, νιώθω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
De repente, él sintió a otra persona en la habitación.
Ξαφνικά αισθάνθηκε (or: ένιωσε) πως υπάρχει κι άλλο άτομο στο δωμάτιο.

αίσθηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El sentir de la gente es que esta ley está bien.

αισθάνομαι, νιώθω

(ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Me di cuenta de que ella estaba diciendo la verdad.
Αισθάνθηκα ότι έλεγε την αλήθεια.

μυρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Sentiste el nuevo perfume que está usando?

αισθάνομαι άσχημα, έχω τύψεις

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Siento no poder ayudarla más.
Αισθάνομαι άσχημα που δεν μπορώ να τη βοηθήσω περισσότερο.

αισθάνομαι, νιώθω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sintió su mano sobre su hombro.
Αισθάνθηκε (or: ένιωσε) το χέρι της στον ώμο του.

μυρίζομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Sentiste la hostilidad en esa reunión?

αισθάνομαι, νιώθω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Podía sentir que ella lo miraba.
Μπορούσε να αισθανθεί το βλέμμα της επάνω του.

λυπάμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Siento no habértelo contado antes.
Συγγνώμη που δεν στο είπα νωρίτερα.

αισθάνομαι, νιώθω

verbo transitivo (σωματική αίσθηση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estoy sintiendo mucho dolor en la rodilla.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Πολλές φορές ο μετανάστης υφίσταται ταπεινώσεις και προσβολές.

αισθάνομαι, νιώθω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ya pasé lo peor de la gripe pero todavía me siento un poco débil.
Ξεπέρασα τη χειρότερη φάση της γρίπης, αλλά αισθάνομαι (or: νιώθω) ακόμη αδύναμος.

γεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sentí un poco de sabor a canela en la pasta.
Γεύτηκα λίγη κανέλα στα ζυμαρικά.

έχω συναισθήματα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Es un hombre que siente intensamente.

νιώθω, αισθάνομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él sintió el choque en toda su intensidad.

αισθάνομαι, νιώθω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sintió su enfado al otro lado de la línea.

έχω την υποψία ότι/πως

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sospechábamos que la película iba a ser un éxito, pero no estábamos seguros.

θλίβομαι, λυπάμαι, στενοχωριέμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El director lamentó tu ausencia durante la reunión.
Ο διευθυντής λυπήθηκε για την απουσία σου από την σύσκεψη.

νιώθω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Percibí hostilidad en su tono de voz.
Ένιωσα εχθρότητα στη φωνή του.

κυριεύομαι από κτ, καταλαμβάνομαι από κτ

(coloquial) (μεταφορικά)

Le entró (or: dio) un antojo de alcachofas.
Την έπιασε ξαφνικά επιθυμία για αγκινάρες.

αισθάνομαι

(ότι, πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Consideró que sus acciones eran injustas.
Αισθανόταν ότι οι πράξεις της ήταν άδικες.

ντροπιάζω, εξευτελίζω, προσβάλλω, κάνω κάποιον να φαίνεται κατώτερος

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu generosa forma de disculparte me avergüenza por tener tan mal carácter.

δείχνω ενδιαφέρον

Me resulta muy difícil interesarme por el fútbol.

συμμερίζομαι, ταυτίζομαι, συναισθάνομαι

(αισθήματα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Estás teniendo problemas con tu deducción de impuestos? ¡Puedo empatizar!
Σε παιδεύει η φορολογική δήλωση; Σε νιώθω!

αισθάνομαι πόνο

μετανιώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Me compadezco del día en que lo conocí.
Ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που τους γνώρισα.

βλέπω

(μτφ: κάποιον σαν κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Siempre lo consideré mi hermano.
Πάντα τον έβλεπα σαν αδερφό.

μορφάζω

(από ντροπή)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se avergonzó y dijo "¡Perdón, lo olvidé completamente!"
Μόρφασε και είπε, «Ζητώ συγγνώμη, το ξέχασα τελείως!»

που σου φτιάχνει την διάθεση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Rita disfruta con las películas que la animan.

λυπάμαι τον εαυτό μου

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θυμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Me da mucha cólera la crueldad hacia los animales.

ηρεμώ, καθησυχάζω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gillian nos hizo sentir cómodos antes del examen haciendo un chiste.

δένομαι

(coloquial) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Al principio no me gustaba, pero después me enganché con ese perro.
Στην αρχή δεν το συμπαθούσα, αλλά πλέον έχω δεθεί πολύ με αυτό το σκυλί.

σκέφτομαι να κάνω κτ

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Siento el impulso de decirle a tus padres lo que has hecho.

κάνω κπ να νιώσει σαν στο σπίτι του

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La familia de acogida realmente hizo sentir como en casa al estudiante.

δεν μου αρέσει

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Siento rechazo por la gente que me llama "mi amor" sin conocerme.
Δε μου αρέσουν οι άνθρωποι που δε με ξέρουν και με αποκαλούν «γλύκα».

δεν νιώθω τίποτε για

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αισθάνομαι το βάρος, έχω την ευθύνη

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Con todos los problemas que tenía, Mark sentía el peso del mundo sobre sus hombros.

κάνω κπ να νιώσει τύψεις, κάνω κάποιον να νιώσει ένοχος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi amiga me hizo sentir culpable porque tardé tanto en vestirme que perdimos el bus.

κάνω κπ να σκάσει από τη ζήλια

locución verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando usaba mis nuevos zapatos de Prada sabía que podía hacer sentir a Sally verde de envidia.

κάνω κπ περήφανο, κάνω κπ υπερήφανο

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tu actuación en el concierto me hizo sentir orgulloso.

κάνω κπ να νιώσει άνετα, κάνω κπ να νιώσει ευπρόσδεκτος

locución verbal (ως ξένος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Una comidita caliente me hace sentir bienvenido cuando vuelvo del trabajo.

δεν έχω όρεξη να κάνω κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No siento ganas de ir a la fiesta.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δεν έχω όρεξη να βγω έξω απόψε.

οδηγώ κπ στην απόγνωση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μουδιάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Siento un hormigueo en las piernas y casi no las puedo mover.
Τα πόδια μου έχουν μουδιάσει και σχεδόν δεν μπορώ να τα κουνήσω.

συλλυπούμαι

(συνήθως για θάνατο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ανακατεύομαι

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Empecé a tener náuseas así que tomé un montón de jugo de naranja para tener vitamina C.

πιέζω, στριμώχνω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ταπεινώνω, εξευτελίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La exposición del escándalo sexual avergonzó mucho al político.

ζαλίζω

expresión (amor) (κυριολεκτικά, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los besos de su novio le hacen sentir maripositas.

πονάω, πονώ, υποφέρω

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Doctor, estoy sintiendo dolor en todas mis articulaciones.

δεν επηρεάζομαι από

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los habitantes de las localidades del interior no serán afectados por los tsunamis.

λυπάμαι, συμπονώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Siento pena por la gente que se esforzó mucho pero no pudo ganar.
Λυπάμαι τους ανθρώπους που προσπάθησαν πολύ, αλλ' όμως δεν κέρδισαν.

αποστρέφομαι, απεχθάνομαι

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έχω ναυτία, έχω τάση για εμετό

locución verbal

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Sentí náuseas después de comerme una bolsa entera de dulces.
Ένιωσα ναυτία, αφού έφαγα μια ολόκληρη σακούλα γλυκά.

έχω αυτοπεποίθηση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sue se sentía segura cuando entró a la entrevista.

αγωνιώ για κτ, ανησυχώ για κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Chistine se angustió por la nota tan baja que le pusieron en su examen de matemáticas.
Η Κριστίν ανησυχούσε για τον χαμηλό βαθμό που πήρε στο διαγώνισμα των μαθηματικών.

συμμερίζομαι, συναισθάνομαι

(alguien) (κάτι όχι κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Es una gran docente que sabe cómo empatizar con sus alumnos.

δημιουργώ κτ σε κπ

locución verbal

Mi abuela realmente sabe hacerme sentir culpa, si no la visito por unos días me hace sentir horrible.

συμπάσχω

(με κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Siento lástima por él desde que ha perdido el trabajo.

κάνω κπ να νιώσει άνετα

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los otros alumnos fueron muy amables e hicieron sentir a Julia como en casa.
Οι άλλοι μαθητές ήταν πολύ φιλικοί και βοήθησαν στο να κάνουν την Τζούλια να νιώσει άνετα.

που έχει περιέργεια για κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los niños pequeños tienen curiosidad por todo.
Τα μικρά παιδιά είναι περίεργα για τα πάντα.

αισθάνομαι, νιώθω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Siento como si me corrieran hormigas por la piel.
Έχω την αίσθηση ότι υπάρχουν μικρά μυρμήγκια που τρέχουν πέρα δώθε στο δέρμα μου.

κάνω κπ να νιώσει τύψεις

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πανικοβάλλομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jeremy sintió pánico y huyó cuando vio a la policía.
Ο Τζέρεμι πανικοβλήθηκε και το έβαλε στα πόδια όταν είδε την αστυνομία.

νιώθω άσχημα για κτ

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συμπάσχω

locución verbal (με κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Siento lástima por mis vecinos porque han tenido muchos problemas últimamente.

αναγουλιάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Kate tuvo arcadas cuando vio la rata muerta.
Η Κέιτ αναγούλιασε όταν είδε το ψόφιο ποντίκι.

ενδιαφέρομαι για κπ

Juliana todavía quiere a Simon después de todos estos años.
Η Τζουλιάνα, μετά από τόσα χρόνια, ακόμα ενδιαφέρεται για τον Σάιμον.

καίω

locución verbal (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sentía pinchazos en los brazos después de levantar pesas por una hora.

εκτιμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aunque ya no siguen juntos, Sarah todavía quiere a su exmarido como amigo.

είμαι θεοσεβούμενος

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Todos sentimos temor de Dios en esta comunidad.
΄Ολοι νιώθουμε δέος για τον Θεό σε αυτή την κοινωνία.

απεχθάνομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ωθώ

(κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Karen se sentía obligada a recoger a los perros callejeros.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το ντοκιμαντέρ με ώθησε να ασχοληθώ πιο ενεργά με την οικολογία.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sentir στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του sentir

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.