Τι σημαίνει το segurar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης segurar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του segurar στο πορτογαλικά.

Η λέξη segurar στο πορτογαλικά σημαίνει ελέγχω, συγκρατώ, κρατάω, κρατώ, κρατάω, κρατώ, γραπώνω, αρπάζω, ασφαλίζω, κρατιέμαι από κπ/κτ, κρατάω, κρατάω, κρατώ, παίρνω, κρατάω μέσα μου, κρατώ μέσα μου, καταπνίγω, δεν λέω όλη την αλήθεια, δεν κάνω εμετό, δεν τα βγάζω, αντέχω, συγκρατώ, παρακρατώ, προσπαθώ να πιάσω κτ, κρατάω, κρατάω, κρατώ, κρατώ, ασφαλίζω, στηρίζω, τοποθετώ, στερεώνω με σχοινιά, περιμένω, κόβω, δεν κάνω εμετό κτ, πιάνω, κρατάω, κρατώ, πιάνω, συγκρατώ, συγκρατώ, κρατάω, ακινητοποιώ, αρπάζω,πιάνω, πιάνω, κρατάω κτ σταθερό, πιάνω, αποταμίευση, εξασφαλίζω, κρατάω σφιχτά, κρατάω γερά, κρατάω, πουθενά να στραφώ, κρατάω μια δουλειά, κρατιέμαι γερά, μένω σταθερός σε κτ, κρατάω γερά, είμαι δεμένος γερά, είμαι προσδεμένος γερά, είμαι δεμένος καλά, είμαι προσδεμένος καλά, τα βγάζω πέρα, βάζω στην άκρη, κρατάω την αναπνοή μου, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κρατάω κτ στη χούφτα μου, κρέμομαι από κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης segurar

ελέγχω, συγκρατώ

(figurado: controlar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κρατάω, κρατώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κρατάω, κρατώ

verbo transitivo (agarrar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela segura a mão da filha quando atravessam a rua.
Κρατά το χέρι του παιδιού της όταν περνούν το δρόμο.

γραπώνω, αρπάζω

(εκείνη τη στιγμή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mike segurou sua bolsa com força no metrô.
Ο Μάικ κρατούσε γερά την τσάντα του, όταν ήταν στο μετρό.

ασφαλίζω

verbo transitivo (proteger financeiramente) (το αυτοκίνητο, το σπίτι κλπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κρατιέμαι από κπ/κτ

Se achar que vai escorregar, segure no meu braço.
Κρατήσου απ' το μπράτσο μου αν πιστεύεις ότι θα γλιστρήσεις.

κρατάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Segure os braços dele para que ele pare de me bater!
Κράτα τα χέρια του για να σταματήσει να με χτυπάει!

κρατάω, κρατώ, παίρνω

verbo transitivo (no colo) (στην αγκαλιά, στα χέρια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A garotinha segurou o gatinho em seus braços.
Το κοριτσάκι κρατούσε το γατάκι στην αγκαλιά του.

κρατάω μέσα μου, κρατώ μέσα μου

verbo transitivo (figurado, segredo)

καταπνίγω

(figurado, risada)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δεν λέω όλη την αλήθεια

(reter informação, factos)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ela disse que lhe contou tudo sobre a mensagem anterior dela, mas ele suspeitava que ela estava segurando alguma coisa.
Είπε ότι του τα είχε πει όλα για τον προηγούμενο γάμο της, αλλά υποπτευόταν ότι δεν έλεγε όλη την αλήθεια.

δεν κάνω εμετό, δεν τα βγάζω

verbo transitivo (figurar, comida, não vomitar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αντέχω

(aderir)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Aquele nó irá segurar?
Θα κρατήσει αυτός ο κόμπος;

συγκρατώ, παρακρατώ

(reter alguma coisa)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela não me deu todo o dinheiro hoje, está segurando metade até que o trabalho esteja pronto.
Δεν μου επέστρεψε όλα τα χρήματα σήμερα, παρακρατεί τα μισά μέχρι να τελειώσει η δουλειά.

προσπαθώ να πιάσω κτ

(με τα δόντια)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κρατάω

verbo transitivo (manter)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O filho dele não segura um emprego; ele é sempre despedido.
Ο γιος του δεν μπορεί να κρατήσει δουλειά, όλο τον απολύουν.

κρατάω, κρατώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pode segurar esta caixa para mim por um minuto?

κρατώ

(figurado) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ασφαλίζω

verbo transitivo (seguro)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στηρίζω, τοποθετώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στερεώνω με σχοινιά

verbo transitivo (tornar seguro)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περιμένω

verbo transitivo (refrear-se de fazer algo) (πριν κάνω κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Por favor, aguente para tocar bateria até eu ter ido embora!
Σε παρακαλώ περίμενε να φύγω πριν παίξεις ντραμς!

κόβω

verbo transitivo (fome) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Este pão vai segurar sua fome por enquanto.
Το ψωμί θα σου κόψει την πείνα για λίγη ώρα.

δεν κάνω εμετό κτ

verbo transitivo (figurado, evitar vômito)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πιάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κρατάω, κρατώ, πιάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Anna agarrou a raquete com força quando entrou na quadra de tênis.
Η Άννα κρατούσε γερά τη ρακέτα όταν μπήκε στο γήπεδο του τένις.

συγκρατώ

(emoção, sentimento)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele suprimiu sua raiva até as crianças irem para a cama. Ela havia tido um dia tão difícil que não conseguia mais segurar as lágrimas.
Συγκράτησε τον θυμό του μέχρι τα παιδιά να πάνε για ύπνο. Είχε τόσο δύσκολη μέρα που δε μπορούσε να συγκρατήσει άλλο τα δάκρυά της.

συγκρατώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κρατάω

(informal) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você poderia pegar meu casaco por um segundo enquanto eu telefono?
Μου κρατάς μια στιγμή το παλτό για να κάνω ένα τηλέφωνο;

ακινητοποιώ

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O policial prendeu o suspeito no chão. Harry ficou preso em meio aos destroços.

αρπάζω,πιάνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο κ. Τζόουνς άρπαξε (or: έπιασε) τον Μαρκ από το κολάρο και τον έσυρε να δει τον διευθυντή.

πιάνω

verbo transitivo (agarrar, aproveitar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Antes de levantar, agarre bem a carga e veja não é pesada demais.

κρατάω κτ σταθερό

(manter algo estável)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πιάνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela agarrou o braço dele e o puxou em direção a ela.
Έπιασε το μπράτσο του και τον τράβηξε προς το μέρος της.

αποταμίευση

verbo transitivo (dinheiro)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εξασφαλίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O time de futebol segurou a vitória nos últimos segundos do jogo.

κρατάω σφιχτά, κρατάω γερά

Sabendo que em breve teriam de se separar, os amantes se prenderam um ao outro.
Ξέροντας πως σε λίγο θα έπρεπε να χωρίσουν οι εραστές κρατούσαν σφικτά ο ένας τον άλλο.

κρατάω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fui demitido quatro vezes. Eu simplesmente não consigo segurar um emprego.
Έχω απολυθεί τέσσερις φορές. Δεν καταφέρνω να κρατήσω δουλειά!

πουθενά να στραφώ

expressão (figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κρατάω μια δουλειά

(coloquial: manter-se empregado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κρατιέμαι γερά

(firmar-se, agarrar-se)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μένω σταθερός σε κτ

(coloquial: permanecer firme) (απόψεις, πεποιθήσεις)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κρατάω γερά

(κυριολεκτικά)

είμαι δεμένος γερά, είμαι προσδεμένος γερά, είμαι δεμένος καλά, είμαι προσδεμένος καλά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τα βγάζω πέρα

(informal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
$150 por semana é o suficiente para você se virar.
Εκατό πενήντα δολάρια την εβδομάδα φτάνουν για να τα βγάλεις πέρα.

βάζω στην άκρη

(BRA, gíria)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κρατάω την αναπνοή μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

expressão verbal (bastão de beisebol)

Segure o bastão um pouco mais alto.

κρατάω κτ στη χούφτα μου

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ela segurou o passarinho machucado delicadamente com as mãos em concha.

κρέμομαι από κτ

(μεταφορικά: χείλη, λόγια)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του segurar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του segurar

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.