Τι σημαίνει το seguir στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης seguir στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του seguir στο πορτογαλικά.

Η λέξη seguir στο πορτογαλικά σημαίνει ακολουθώ, ακολουθώ, ακολουθώ, ακολουθώ, παρακολουθώ, ακολουθώ, απομακρύνομαι, παρακολούθηση, τραβάω το δρόμο μου, θέλω να ακολουθήσω, επιδιώκω να ακολουθήσω, τηρώ, ακολουθώ, ερευνώ, εξετάζω, ασχολούμαι με κτ, κυνηγώ, καταδιώκω, πλησιάζω κρυφά κπ/κτ, γίνομαι αποδεκτός, παίρνω, παρακολουθώ στενά, μαθητεύω, ακολουθώ, οδηγώ χωρίς στάση, παρακολουθώ, ακολουθώ, προχωράω, προχωρώ, προχωρώ σε οργανωμένη διάταξη, παρακολουθώ, συνεχίζω, εξακολουθώ, γυροφέρνω, ακολουθώ, ακολουθώ, παρακολουθώ, μεταβαίνω σε κτ, περνώ σε κτ, ακολουθώ τα ίχνη, συνεχίζω με, φτιάχνω κτ έχοντας κτ ως πρότυπο, προοδεύω, κάνω πρόοδο, συνεχίζω, καταδιώκω, κυνηγάω, κυνηγώ, συνεχίζω, διαμορφώνω κτ με βάση κτ, ακολουθώ, συνάγεται, ακολουθώ παράδειγμα, προκύπτω, βιάζομαι, περνάω, περνώ, συνεχίζω, κατευθύνω, οδηγώ, στρέφω, πηγαίνω κτ ίσια, πηγαίνω κτ μπροστά, συνεχίζω, συνεχίζω, αμέσως μετά, τι με περιμένει, δρόμος, προχωράω, προχωρώ, κάνω, ακολουθώ τη μόδα, ακολουθώ το ρεύμα, ακολουθώ, ακολουθώ, αντιγράφω, ακολουθώ τον συρμό, υπακούω τους κανόνες, συνεχίζω ευθεία, προχωρώ ευθεία, υπακούω κανονισμούς, διαδέχονται ο ένας τον άλλο, ακολουθώ τη μάζα, ακολουθώ το πλήθος, κάνω τον κύκλο μου, ακολουθώ τα βήματα κάποιου, παραμένω στην πορεία, ακολουθώ το παράδειγμα κάποιου, ακολουθώ, αντιγράφω, συνεχίζω ευθεία, προηγούμαι, συνεχίζω, προχωρώ με αποφασιστικότητα, συνεχίζω να παίζω μοσυική, προχωρώ, προοδεύω, προχωρώ παρά τις δυσκολίες, συνεχίζω, κατεβαίνω, κινούμαι προς, πάω προς, κατευθύνομαι προς, ακολουθώ, παρωπίδες, βαδίζω στα βήματα κάποιου, εξακολουθώ, συνεχίζω, επακολουθώ, ακολουθώ, πάω παρακάτω, προωθώ κτ παρά τις δυσκολίες, προκύπτω, κινούμαι βιαστικά, ασχολούμαι με κτ, που επακολουθεί, που ακολουθεί, κάνω, και έπειτα, και μετά, ακολουθώ, προχωράω, προχωρώ, μένω δίπλα, μένω ακλόνητος, πηγαίνω σε πομπή, προχωρώ προς κάπου, ακολουθώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης seguir

ακολουθώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele seguiu a mulher para dentro de casa.
Ακολούθησε τη γυναίκα του μέσα στο σπίτι.

ακολουθώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Siga a estrada até você chegar ao correio.
Ακολούθησε τον δρόμο μέχρι να φτάσεις στο ταχυδρομείο.

ακολουθώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele segue seu coração, não importa aonde lhe leve.
Ακολουθεί την καρδιά του, όπου τον οδηγεί.

ακολουθώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você deveria seguir os conselhos dele.
Πρέπει να ακούς τις συμβουλές του.

παρακολουθώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eles seguiram todos os movimentos dela.

ακολουθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aline seguiu com cuidado o padrão de tricô do pulôver.

απομακρύνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ο γέρος σταμάτησε και αντάλλαξε μερικούς χαιρετισμούς και σχόλια για τον καιρό με τους κατοίκους του χωριού και μετά απομακρύνθηκε.

παρακολούθηση

verbo transitivo (presa, para caçar)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τραβάω το δρόμο μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
O policial mandou os garotos seguirem.
Ο αξιωματικός είπε στα αγόρια να τραβήξουν τον δρόμο τους.

θέλω να ακολουθήσω, επιδιώκω να ακολουθήσω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Melanie está seguindo uma carreira em medicina.
Η Μέλανι θέλει να ακολουθήσει καριέρα στην ιατρική.

τηρώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se você não seguir as regras, terá problemas.
Αν δεν τηρείς τους κανόνες, θα μπεις σε μπελάδες.

ακολουθώ

verbo transitivo (ir ou caminhar atrás ou em companhia de)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ερευνώ, εξετάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os policiais estão perseguindo diversas pistas em sua caçada pelo suspeito.
Η αστυνομία ερευνά αρκετά στοιχεία στην αναζήτηση του υπόπτου.

ασχολούμαι με κτ

Jamies está seguindo seus estudos em literatura comparada.
Ο Τζέιμς ασχολείται με τις σπουδές του στην συγκριτική λογοτεχνία.

κυνηγώ, καταδιώκω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πλησιάζω κρυφά κπ/κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γίνομαι αποδεκτός

verbo transitivo

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
O movimento seguirá no Congresso.

παίρνω

(deixar-(se) levar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Devíamos deixar os acontecimentos seguirem seu curso.
Ας αφήσουμε απλά τα γεγονότα να πάρουν το δρόμο τους.

παρακολουθώ στενά

O espião seguiu o oficial para descobrir para quem trabalhava.
Ο κατάσκοπος έγινε η σκιά του αξιωματούχου, για να ανακαλύψει με ποιον συνεργαζόταν.

μαθητεύω

verbo transitivo (δίπλα σε κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ο Κεν ήταν μαθητής του σεφ για δύο χρόνια πριν δουλέψει μόνος του.

ακολουθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Robert seguiu o curso dos eventos que levaram à crise.

οδηγώ χωρίς στάση

verbo transitivo (dirigindo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παρακολουθώ, ακολουθώ

verbo transitivo (ir secretamente)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O gato perseguiu o rato.
Η γάτα παρακολουθούσε το ποντίκι.

προχωράω, προχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Depois do almoço no restaurante, eles decidiram que era hora de prosseguir.
Ο οδηγός κούνησε τα γκέμια για να κάνει σήμα στο άλογο να προχωρήσει.

προχωρώ σε οργανωμένη διάταξη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Τα τέσσερα αγόρια ακολουθούσαν συντεταγμένα όλα μαζί τη μαμά τους στους διαδρόμους του σουπερμάρκετ.

παρακολουθώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O professor seguia (or: acompanhava) o progresso dos alunos.
Η δασκάλα παρακολουθούσε την πρόοδο του μαθητή.

συνεχίζω, εξακολουθώ

(continuar num curso) (πορεία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Colombo continuou velejando para o leste até que encontrou terra.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο Κολόμβος συνέχισε (or: εξακολούθησε) να πλέει ανατολικά μέχρι που συνάντησε στεριά.

γυροφέρνω

verbo transitivo (καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O problema tem me seguido há dias.
Αυτό το πρόβλημα με παιδεύει εδώ και μέρες.

ακολουθώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eles o perseguiram no caminho de casa.

ακολουθώ, παρακολουθώ

verbo transitivo (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μεταβαίνω σε κτ, περνώ σε κτ

(dar lugar a)

ακολουθώ τα ίχνη

(animal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συνεχίζω με

(mover-se para) (επόμενη δραστηριότητα)

Depois de um começo lento, o time prosseguiu para derrotar seus adversários.
Μετά από ένα αργό ξεκίνημα η ομάδα προχώρησε σε νίκη υπέρ του αντιπάλου της.

φτιάχνω κτ έχοντας κτ ως πρότυπο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προοδεύω, κάνω πρόοδο

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνεχίζω

verbo transitivo (χωρίς διακοπή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele continuou o seu trabalho sem parar para o almoço.
Συνέχισε τη δουλειά του χωρίς να σταματήσει για μεσημεριανό.

καταδιώκω

verbo transitivo (για σύλληψη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O policial persegue o ladrão pela rua.
Ο αστυνομικός καταδιώκει τον κλέφτη κατά μήκος του δρόμου.

κυνηγάω, κυνηγώ

verbo transitivo (correr atrás)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os cachorros estão perseguindo uma raposa.

συνεχίζω

verbo transitivo (μια ενέργεια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Continue reto e achará a loja.
Συνέχισε να πηγαίνεις ίσια και θα βρεις το κατάστημα.

διαμορφώνω κτ με βάση κτ

(utilizar como referência)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Διαμόρφωσα τον τρόπο της δουλειάς μου με βάση αυτόν του αφεντικού μου.

ακολουθώ

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O que se segue é um exemplo de como não proceder.

συνάγεται

(λόγιος)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Segue que a redução das taxas de juros aumenta a inflação.

ακολουθώ παράδειγμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ela segue o exemplo da mãe por ser muito faladora.

προκύπτω

(ser subsequente, esperado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βιάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

περνάω, περνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A multidão assistia enquanto o desfile passava.
Το πλήθος παρακολουθούσε καθώς περνούσε η παρέλαση.

συνεχίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O professor nos disse para continuarmos com o exercício que ela tinha passado enquanto ela preparava um teste.
Η δασκάλα μας είπε να συνεχίσουμε με την άσκηση που μας έβαλε, ενώ η ίδια ετοίμαζε ένα τεστ.

κατευθύνω, οδηγώ, στρέφω

(seguir determinado rumo) (μεταφορικά: κπ προς κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os pais de Beth a conduziram para uma carreira em finanças.
Οι γονείς της Μπεθ την προσανατολίζουν προς μια καριέρα στα οικονομικά.

πηγαίνω κτ ίσια, πηγαίνω κτ μπροστά

συνεχίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A filha dele planeja continuar com os negócios da mesma forma que antes.
Η κόρη του σχεδιάζει να συνεχίσει την επιχείρηση ακριβώς όπως ήταν και πριν.

συνεχίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αμέσως μετά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τι με περιμένει

interjeição

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δρόμος

substantivo masculino (figurado) (μεταφορικά: προς κάτι)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

προχωράω, προχωρώ

expressão verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Betânia tinha dúvidas sobre se candidatar para o emprego, mas depois levou adiante.

ακολουθώ τη μόδα, ακολουθώ το ρεύμα

(gíria: fazer algo porque é popular) (χωρίς σκέψη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ακολουθώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu abro caminho pela selva. Tu segues atrás.

ακολουθώ, αντιγράφω

locução verbal (figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ακολουθώ τον συρμό

(copiar)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υπακούω τους κανόνες

(atuar de acordo com as regras)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Τα περισσότερα πράγματα λειτουργούν πιο ομαλά όταν όλοι υπακούμε τους κανόνες. Ήταν ανυπότακτος και θεωρούσε ότι δεν έπρεπε να υπακούσει τους κανόνες.

συνεχίζω ευθεία, προχωρώ ευθεία

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υπακούω κανονισμούς

(seguir as regras)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαδέχονται ο ένας τον άλλο

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ακολουθώ τη μάζα, ακολουθώ το πλήθος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω τον κύκλο μου

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ακολουθώ τα βήματα κάποιου

expressão verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παραμένω στην πορεία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ακολουθώ το παράδειγμα κάποιου

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ακολουθώ, αντιγράφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele era tão copião que, se seu irmão fizesse algo, ele sempre seguia o exemplo. Depois que o primeiro banco começou a distribuir torradeiras, os outros bancos seguiram o exemplo.
Ήταν μεγάλος μιμητής· αν ο αδερφός του έκανε κάτι, θα τον αντέγραφε πάντα. Από τη στιγμή που η πρώτη τράπεζα άρχισε να προσφέρει τοστιέρες, ακολούθησαν και οι υπόλοιπες.

συνεχίζω ευθεία

(direção: continuar adiante) (οδήγηση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προηγούμαι

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνεχίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ela seguiu em frente como se nada tivesse acontecido.
Συνέχισε σα να μην είχε συμβεί τίποτε.

προχωρώ με αποφασιστικότητα

expressão verbal (com determinação, resolução)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συνεχίζω να παίζω μοσυική

(música)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προχωρώ, προοδεύω

(continuar avançando)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προχωρώ παρά τις δυσκολίες

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Apesar dos contratempos, precisamos seguir em frente com o projeto para poder finalizá-lo dentro do prazo.

συνεχίζω

locução verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κατεβαίνω

(a pé) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Siga pela rua Elm e então vire à esquerda na esquina.
Κατέβα την οδό Έλμ και μετά στρίψε αριστερά στη γωνία.

κινούμαι προς, πάω προς, κατευθύνομαι προς

Viramos o barco e seguimos para o porto mais próximo.
Γυρίσαμε τη βάρκα προς την άλλη και κατευθυνθήκαμε προς το λιμάνι.

ακολουθώ

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παρωπίδες

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

βαδίζω στα βήματα κάποιου

expressão verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εξακολουθώ, συνεχίζω

locução verbal (να κάνω κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επακολουθώ, ακολουθώ

(formal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A discussão que sucedeu-se após a reunião continuou por mais de uma hora.
Η διαφωνία που ακολούθησε μετά τη συνάντηση συνεχίστηκε για πάνω από μια ώρα.

πάω παρακάτω

locução verbal (figurativo) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Roger está pronto para seguir em frente depois do divórcio.
Μετά το διαζύγιό του ο Ρότζερ είναι έτοιμος να πάει παρακάτω.

προωθώ κτ παρά τις δυσκολίες

(proceder com: algo, apesar dos obstáculos)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προκύπτω

(ser resultado ou consequência) (από κτ, μετά από κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As mudanças que seguiram-se às reuniões entre o conselho e os residentes locais realmente melhoraram a área.
Οι αλλαγές που προέκυψαν από τις συναντήσεις του δημοτικού συμβουλίου με τους κατοίκους πραγματικά ευνόησαν την περιοχή.

κινούμαι βιαστικά

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ασχολούμαι με κτ

που επακολουθεί, που ακολουθεί

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω

(figurado, sem permissão)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os pais de Sarah disseram que ela não poderia ir a festa, mas ela seguiu em frente e foi de qualquer forma. Eu não tive tempo de perguntar a minha chefe se ela queria que eu resolvesse o problema; eu só segui em frente e resolvi.
Ο γονείς της Σάρας της είπαν ότι δεν μπορεί να πάει στο πάρτυ, αλλά εκείνη παρόλα αυτά το έκανε. Δεν προλάβαινα να ρωτήσω το αφεντικό μου αν ήθελε να χειριστώ το πρόβλημα. Απλά το έκανα.

και έπειτα, και μετά

expressão verbal (ακολουθεί ρήμα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Υπήρξε ηθοποιός σε ταινίες για τριάντα χρόνια και στη συνέχεια άρχισε να τις σκηνοθετεί.

ακολουθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Seguindo pelo mapa, o hotel deveria ficar na esquina da próxima rua à direita.
Σύμφωνα με το χάρτη, το ξενοδοχείο θα πρέπει να είναι στη γωνία του επόμενου δρόμου στα δεξιά.

προχωράω, προχωρώ

(figurativo) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Depois das crianças terem dominado adição, ele vão seguir em frente para divisão.
Αφού μάθουν καλά την πρόσθεση, τα παιδιά θα προχωρήσουν στη διαίρεση.

μένω δίπλα

(σε κπ)

Ela mandou seu cachorro seguir junto.
Πρόσταξε τον σκύλο της να μείνει δίπλα της.

μένω ακλόνητος

expressão verbal (μεταφορικά)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

πηγαίνω σε πομπή

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A festa real seguiu em procissão do Palácio de Buckingham até Westminster para o casamento.

προχωρώ προς κάπου

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

ακολουθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του seguir στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του seguir

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.