Τι σημαίνει το seeing στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης seeing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του seeing στο Αγγλικά.

Η λέξη seeing στο Αγγλικά σημαίνει ο έχων την όρασή του, δεδομένου ότι, βλέπω, βλέπω, βλέπω, βλέπω, διακρίνω, βλέπω, βλέπω, βλέπω, βλέπω, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, επισκοπική έδρα, βλέπω κπ ως κτ, μαθαίνω, βλέπω, βλέπω, βλέπω, φαντάζομαι, βρίσκω αποδεκτό, θεωρώ αποδεκτό, θεωρώ, βλέπω, βλέπομαι, βρίσκομαι, βλέπω, βλέπω, βλέπω, ζω, βλέπω, προσέχω, που βλέπει τα πάντα, εύστροφος, οξυδερκής, διορατικός, προνοητικός, προνοητικός, σκύλος-οδηγός, δεδομένου ότι, οπτική γωνία, αντίληψη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης seeing

ο έχων την όρασή του

adjective (sighted, not blind) (λόγιος)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Blind students work alongside seeing ones in some classes.
Οι τυφλοί μαθητές μελετούν μαζί με όσους βλέπουν σε μερικά μαθήματα.

δεδομένου ότι

conjunction (considering, given that)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Seeing I won't be here, why don't you chair next week's meeting?
Δεδομένου ότι δε θα είμαι εδώ, γιατί δεν προεδρεύεις εσύ στη συνάντηση της επόμενης εβδομάδας;

βλέπω

intransitive verb (have sight)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I can't see. Can you turn on the light?
Δεν βλέπω. Μπορείς να ανάψεις το φως;

βλέπω

transitive verb (view as a spectator)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Have you seen her latest film?
Έχεις δει την τελευταία της ταινία;

βλέπω

transitive verb (observe)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Have you ever seen such a big book?
Έχεις δει ποτέ σου τόσο μεγάλο βιβλίο;

βλέπω, διακρίνω

transitive verb (make out)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Can you see that hill in the distance?
Μπορείς να διακρίνεις εκείνον τον λόφο στο βάθος;

βλέπω

transitive verb (visit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'd like to go and see Aunt June this weekend.
Θέλω να πάω να δω την θεία μου αυτό το σαββατοκύριακο.

βλέπω

transitive verb (consult)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I need to see a doctor.
Πρέπει να δω έναν γιατρό.

βλέπω

transitive verb (perceive)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I see the situation differently.
Αντιλαμβάνομαι διαφορετικά την κατάσταση.

βλέπω, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι

transitive verb (figurative (understand)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I see what you're saying, but I still don't agree.
Καταλαβαίνω τι λες, ωστόσο δεν συμφωνώ.

καταλαβαίνω

intransitive verb (understand)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I see. So that's why you weren't home.
Κατάλαβα. Για αυτό λοιπόν δεν ήσουν σπίτι.

επισκοπική έδρα

noun (ecclesiastic office)

The see was left vacant until a new bishop was appointed.

βλέπω κπ ως κτ

verbal expression (consider [sb] to be [sth])

The students see their teacher as a role model.
Τα παιδιά βλέπουν τον δάσκαλό τους ως πρότυπο.

μαθαίνω, βλέπω

intransitive verb (find out)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'll see if my father knows anything about it.

βλέπω

intransitive verb (observe)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Those who saw said it was a terrible sight.

βλέπω

intransitive verb (look at the situation)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Let's see, what do we need to do next?
Για να δούμε, τι πρέπει να κάνουμε μετά;

φαντάζομαι

transitive verb (visualize)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I can just see the look on his face!

βρίσκω αποδεκτό, θεωρώ αποδεκτό

transitive verb (find acceptable)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Yes, I definitely see that. What a great plan!
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Λυπάμαι, αλλά δεν βλέπω να πιάνει το σχέδιό σου.

θεωρώ

transitive verb (regard as, consider)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I see her as a future prime minister.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Με φρόντιζε τόσα χρόνια και πλέον τη βλέπω σα μητέρα.

βλέπω

transitive verb (assure)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He looked all around to see that no one was present.

βλέπομαι, βρίσκομαι

transitive verb (date) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό και αλληλοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελούν τα υποκείμενα επιστρέφει στα ίδια τα υποκείμενα, π.χ. αγαπιούνται (=αγαπάνε ο ένας τον άλλον) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αλληλο-)
We've been seeing each other for three weeks.
Βλεπόμαστε εδώ και τρεις εβδομάδες.

βλέπω

transitive verb (keep company with)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You've been seeing a lot of those boys lately, haven't you?
Βλέπεις συχνά τα παιδιά τελευταία, έτσι δεν είναι;

βλέπω

transitive verb (attend to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The doctor will see you now.

βλέπω

transitive verb (gambling: accept a bet)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'll see your hundred, and raise you a hundred.

ζω

transitive verb (know)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This boat has seen better days.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αν και σχετικά νέος έχω δει πολλά στη ζωή μου.

βλέπω, προσέχω

transitive verb (notice)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I see the miners have gone on strike again, according to the paper.

που βλέπει τα πάντα

adjective (seeing everything)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εύστροφος, οξυδερκής, διορατικός, προνοητικός

adjective (shrewd, having foresight)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προνοητικός

adjective (figurative (prudent, planning for the future)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σκύλος-οδηγός

noun (blind person's assistance dog)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Labradors have traditionally been used as guide dogs.

δεδομένου ότι

conjunction (informal (considering, given that)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Seeing as how the wedding is only days away, we need to finish making the decorations as quickly as possible.

οπτική γωνία, αντίληψη

noun (perspective, perception)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She had a unique way of seeing things.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του seeing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του seeing

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.