Τι σημαίνει το sec στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sec στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sec στο Γαλλικά.

Η λέξη sec στο Γαλλικά σημαίνει στεγνός, αποξηραμένος, απότομος, αγενής, ξερός, απότομος, κοφτός, απλός, λιτός, απέρριτος, ξηρός, καθαρός, ξερός, άνυδρος, Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ξηρός, ξερός, οξύθυμος, δυνατός, βασανιστικός, λακωνικός, απότομος, σκληρός, τραχύς, απότομος, προσγειωμένος, πεζός, πραγματιστικός, αδύνατος, απότομος, ακουστικός, απότομος, αποξηραμένος, λεπτός, αιφνίδιος, ξαφνικός, τσαντίλας, άνυδρος, χωρίς πάγο, άτεγκτος, αυστηρός, που δεν χρειάζεται νερό, χωρίς πάγο, σκέτος, ξηρός, άφραγκος, απένταρος, αδέκαρος, σαλάμι, κρότος, αγενώς, πλατάγισμα, αδειάζω, κοφτός, τσιγκούνης, σφιχτοχέρης, παραδόπιστος, ταπί, στον άσο, πανί με πανί, άφραγκος, αδέκαρος, ξερά, στεγνά, ανέκφραστα, μπαμ, σταφίδα, παστέλ, κλαγγή, σουλτανίνα, μπισκότο με τζίντζερ, υπόλοιπο λογαριασμού, στεγνό καθάρισμα, ξηρό κρασί, μαλακό παστέλ, μπισκότο με πιπερόριζα, αποξηραμένα φρούτα, σπάω, σπάζω, σπάω, τραβάω απότομα, τραβάω, τραβώ, αποσπώ με τη βία, κάνω στεγνό καθάρισμα σε κτ, τραβάω απότομα, τραβάω γρήγορα, χτύπημα, ξηρότητα, ξετινάζω, τραβάω, τραβώ, τραβάω, τραβώ, σπάω, σπάζω, κλείνω, απότομος, κρότος, τράβηγμα, μη παραγωγικός, κλειδώνω, σφραγίζω, ξεπαραδιάζω, γδύνω, απότομα, κάνω κλικ, σπάσιμο, λικέρ triple sec, δάνειο εξοφλητέο εφάπαξ στη λήξη του. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sec

στεγνός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La chaise était sèche parce qu'elle n'était pas sous la pluie.
Η καρέκλα ήταν στεγνή, μια και δεν την έπιασε η βροχή.

αποξηραμένος

(fruit)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Les fruits secs font un super en-cas.
Τα αποξηραμένα φρούτα είναι ένα καλό σνακ.

απότομος, αγενής

(personne)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Kenneth est souvent brusque avec les gens du tertiaire.

ξερός

adjectif (Cuisine) (τροφή)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les biscuits étaient secs.
Τα μπισκότα ήταν ξερά.

απότομος, κοφτός

(réponse, commentaire)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tu ne devrais pas faire de remarques sèches à ton patron.

απλός, λιτός, απέρριτος

(personne : mince)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mon grand-père est vraiment devenu très sec depuis qu'il est tombé malade.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η εσωτερική διακόσμηση είναι λιτή και απέρριτη, ως και μινιμαλιστική.

ξηρός

(vin)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Elle n'aime pas les vins secs. Elle ne les trouve pas assez sucrés.

καθαρός

(alcool)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mon père aime son whisky pur. Il dit que même les glaçons changent le goût.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η βότκα τριπλής απόσταξης ήταν πολύ καθαρή.

ξερός, άνυδρος

(région : sans pluie)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Plusieurs régions d'Espagne sont arides comme le désert.

Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς

(organisme de réglementation des marchés financiers) (των ΗΠΑ)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
La SEC a cinq commissaires nommés par le président.

ξηρός, ξερός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les vacanciers sur la plage se brûlaient les pieds sur le sable sec.

οξύθυμος

adjectif (personne, réponse) (άτομο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δυνατός, βασανιστικός

adjectif (toux) (βήχας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gretchen est allée chez le médecin parce qu'elle avait la toux sèche.

λακωνικός

(σχόλιο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
J'ai été offensé par l'e-mail sec que le client m'a envoyé.

απότομος

(άνθρωπος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quand je lui ai demandé s'il pouvait m'aider, il a été assez sec avec moi.
Όταν ζήτησα τη βοήθειά του, μου έδωσε μια κάπως κοφτή απάντηση.

σκληρός, τραχύς

(voix)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tu as un ton très sec quand tu parles de choses qui t'énervent.

απότομος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προσγειωμένος, πεζός, πραγματιστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αδύνατος

(personne)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απότομος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le vendeur avait des manières brusques.
Ο τρόπος του υπαλλήλου στο μαγαζί ήταν απότομος.

ακουστικός

(μουσική)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απότομος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le concierge a été très laconique quand je lui ai demandé où je pouvais trouver un bon restaurant dans le coin.
Ο θυρωρός ήταν πολύ απότομος όταν τον ρώτησα εάν υπάρχει κάποιο καλό εστιατόριο εδώ κοντά.

αποξηραμένος

(négatif : champ,...)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Les agriculteurs ne peuvent plus rien cultiver sur leurs terres desséchées.

λεπτός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les jockeys sont en général des gars maigres et nerveux.
Οι τζόκεϋ συνήθως είναι μικροκαμωμένοι και έχουν στεγνό σώμα.

αιφνίδιος, ξαφνικός

(changement) (πράξη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Son départ soudain stupéfia tout le monde.
Η ξαφνική αναχώρησή της ξάφνιασε τους πάντες.

τσαντίλας

(personne) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άνυδρος

(environnement,...)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χωρίς πάγο

(boisson)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

άτεγκτος, αυστηρός

adjectif (personne)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που δεν χρειάζεται νερό

(appareil, système,...)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χωρίς πάγο

(boisson)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκέτος

adjectif (boisson alcoolisée)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Je bois mon whisky pur (or: sec), sans aucune autre boisson.

ξηρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άφραγκος, απένταρος, αδέκαρος

(familier)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Paul a dit qu'il ne pouvait pas aller au cinéma ce week-end parce qu'il était fauché.
Ο Πολ είπε ότι δεν μπορούσε να πάει στον κινηματογράφο αυτό το σαββατοκύριακο γιατί ήταν ταπί.

σαλάμι

(αλλαντικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
J'ai mangé un sandwich au salami et au fromage au déjeuner.
Έφαγα σάντουιτς με σαλάμι και τυρί για μεσημεριανό.

κρότος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le claquement du fouet a effrayé le cheval.

αγενώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πλατάγισμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Το πλατάγισμα των χειλιών του Τρέβορ, όταν η Άλις έφερε το φαγητό στο τραπέζι, ακούστηκε στο διπλανό δωμάτιο.

αδειάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jeremy vida son verre.

κοφτός

(figuré : paroles)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Elle parlait avec un rythme rapide et saccadé.

τσιγκούνης, σφιχτοχέρης, παραδόπιστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ταπί, στον άσο, πανί με πανί

locution adjectivale (familier)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Après avoir retapé la maison à notre goût, nous étions complètement à sec.

άφραγκος, αδέκαρος

adjectif (populaire)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ξερά, στεγνά, ανέκφραστα

(μεταφορικά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
« Je ne vois rien de mal ici. » dit l'homme d'un air pince-sans-rire en examinant le désordre.

μπαμ

(ήχος, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
L'explosion du ballon a fait un gros bruit sec.
Ακούστηκε ένα δυνατό μπαμ όταν έσκασε το μπαλόνι.

σταφίδα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ο Μπράιαν τρώει πάντα σταφίδες με το μεσημεριανό του.

παστέλ

(crayon)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Cet artiste se déplace toujours avec ses pastels (or: crayons-pastels) pour pouvoir dessiner n'importe où.

κλαγγή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le bruit sec et métallique du moteur de la voiture la fit trembler entièrement.

σουλτανίνα

(σταφίδα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μπισκότο με τζίντζερ

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υπόλοιπο λογαριασμού

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

στεγνό καθάρισμα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le nettoyage à sec est moins cher qu'autrefois.
Το στεγνό καθάρισμα είναι πολύ πιο οικονομικό απ' ότι ήταν παλιότερα.

ξηρό κρασί

nom masculin

Que proposez-vous comme vin blanc sec pour accompagner notre poisson ?
Μπορείς να προτείνεις κάποιο ξηρό κρασί που να ταιριάζει με το ψάρι μας;

μαλακό παστέλ

nom masculin

μπισκότο με πιπερόριζα

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αποξηραμένα φρούτα

nom masculin

σπάω, σπάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La branche s'est cassée net sous le poids des fruits.
Το κλαδί έσπασε από το βάρος των φρούτων.

σπάω

(ενιαίο υλικό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les branches avaient été endommagées par le gel et se sont brisées (or: se sont détachées) facilement.

τραβάω απότομα

Sean a tiré d'un coup sec sur le papier pour le retirer de l'imprimante.
Ο Σον τράβηξε απότομα το χαρτί από τον εκτυπωτή.

τραβάω, τραβώ

(απότομα, με δύναμη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si tu tires sur la corde d'un coup sec, la cloche va commencer à se balancer.
Αν τραβήξεις απότομα αυτό το σχοινί, το καμπανάκι θα αρχίσει να κουνιέται.

αποσπώ με τη βία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le policier a réussi à arracher le pistolet des mains du tireur.

κάνω στεγνό καθάρισμα σε κτ

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je n'achèterai pas des vêtements qu'il faut nettoyer à sec.

τραβάω απότομα, τραβάω γρήγορα

χτύπημα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mark était sur le point de partir lorsqu'il a entendu un coup à la porte.
Ο Μαρκ ετοιμαζόταν να φύγει όταν άκουσε ένα χτύπημα στην πόρτα.

ξηρότητα

(vin) (κρασί)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
En tant qu'amateur de vin, Aaron apprécie le goût sec du vin rouge.

ξετινάζω

verbe transitif (figuré, familier) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
On peut s'offrir deux nouveaux pots de fleur : ce n'est pas ça qui va pas nous mettre à sec !

τραβάω, τραβώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η Έμιλι τράβηξε την πόρτα, αλλά δεν άνοιγε.

τραβάω, τραβώ

(απότομα, με δύναμη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Anna a tiré sur les rênes du cheval d'un coup sec et est partie.

σπάω, σπάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mary tenait une brindille dans ses mains et l'a cassée d'un coup sec.
Η Μαίρη κρατούσε ένα κλαδάκι στα χέρια της και το έσπασε.

κλείνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απότομος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κρότος

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le bruit d'un bouchon de champagne est toujours associé à la fête.
Το μπαμ του φελλού της σαμπάνιας είναι ένα ήχος συνδεδεμένος με εορτασμούς.

τράβηγμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Το τράβηγμα του Άνταμ έσπασε την αλυσίδα.

μη παραγωγικός

nom masculin (figuré)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κλειδώνω, σφραγίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Natalie a tourné la clé et a entendu le verrou se fermer d'un coup sec.
Η Νάταλι γύρισε το κλειδί και άκουσε την κλειδαριά να κλειδώνει.

ξεπαραδιάζω, γδύνω

locution verbale (une personne) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Leur entreprise a fait faillite et les a mis sur la paille.
Η επιχείρηση δεν πήγε καλά και ξεπαραδιάστηκαν.

απότομα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Louis a parlé vivement (or: sévèrement) au jeune employé de bureau lorsque celui-ci s'est présenté une fois de plus au travail en retard.

κάνω κλικ

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'entends le stylo faire un bruit sec.
Ακούω το στυλό να κάνει κλικ.

σπάσιμο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Trevor s'est retourné lorsqu'il a entendu le bruit sec d'une brindille derrière lui.
Ο Τρέβορ κοίταξε γύρω του, όταν άκουσε το κρακ ενός κλαδιού πίσω του.

λικέρ triple sec

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δάνειο εξοφλητέο εφάπαξ στη λήξη του

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sec στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του sec

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.