Τι σημαίνει το sb στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sb στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sb στο Αγγλικά.

Η λέξη sb στο Αγγλικά σημαίνει κάποιος, επιτίθεμαι, εισβάλλω, μια κλάση πάνω, εγκαταλείπω, αφήνω, παραδίδω, υποβαθμίζω, φέρνω κπ σε δύσκολη θέση, προκαλώ αμηχανία σε κπ, απάγω, υποθάλπω, απεχθάνομαι, δεν ανέχομαι, δεν υπομένω, απεχθάνομαι, αποστρέφομαι, αφορώ, δίπλα σε κπ/κτ, συγχωρώ, δίνω άφεση αμαρτιών, απαλλάσσω κπ από κτ, απαλλάσσω, απαλλάσσω κπ από κτ, απορροφάω, απορροφώ, απορροφάω, απορροφώ, κακομεταχειρίζομαι, αποδέχομαι, που αποδέχεται κπ/κτ, προσθέτω αξεσουάρ, αναγνωρίζω κπ/κτ ως κτ, εξοικειώνω κπ με κτ, εξοικειώνω, κάνω κπ/κτ να προσαρμοστεί σε κτ, φιλοξενώ, χωράω, χωρώ, προβλέπω, συνοδευόμενος από κπ/κτ, συνοδεύω, συνοδεύω, αποδίδω, πλησιάζω, προσεγγίζω, θεωρώ, λογοδοτώ σε κπ, εφοδιάζω, εφοδιάζω κπ με κτ, αποδίδω κτ σε κπ, αποδίδω κτ σε κπ, διαπιστεύω, ενσωματώνω κπ σε κτ, κατηγορώ, κατηγορώ κπ για κτ, κατηγορώ, κατηγορώ, εγκλιματίζω κπ/κτ σε κτ, κάνω σερβίς, εξαγριώνω, λαχταράω, λαχταρώ, αναγνωρίζω κτ σε κπ, προσέχω, εξοικειώνω, γνωρίζομαι, αθωώνω, απαλλάσσω, απέναντι, ενεργώ εκ μέρους, λειτουργώ ως κπ/κτ, ενεργώ προς όφελος κπ/κτ, ενεργώ προς το συμφέρον κπ/κτ, παρακινώ, προτρέπω, παροτρύνω, θολώνω, προσφωνώ, απευθύνομαι σε κπ, απευθύνω κτ σε κπ, απευθύνω κτ σε κπ, απευθύνομαι, έχω ως παραλήπτη, έχω παραλήπτη κπ, κρίνω, εκλιπαρώ, θαυμάζω, εκτιμώ, επιτρέπω την είσοδο σε κπ, δέχομαι, εισάγω, παραδέχομαι κτ σε κπ, ομολογώ κτ σε κπ, παρέχω πρόσβαση σε κτ σε κπ, επιτρέπω την πρόσβαση σε κτ σε κπ, δέχομαι κπ σε κτ, εισάγω, παραδέχομαι σε κπ ότι/πως, ομολογώ σε κπ ότι/πως, επιπλήττω, επιπλήττω κπ για κτ, επιπλήττω κπ που έκανε κτ, προειδοποιώ, προειδοποιώ κπ να κάνει κτ, υιοθετώ, λατρεύω, κολακεύω, συμβουλεύω, συμβουλεύω κπ για κτ, συμβουλεύω κπ πάνω σε κτ, συμβουλεύω, ενημερώνω, ενημερώνω κπ για κτ, πληροφορώ κπ για κτ, ειδοποιώ κπ για κτ, συμβουλεύω κπ να μην κάνει κτ, προτείνω σε κπ να μην κάνει κτ, συμβουλεύω κπ να μην κάνει κτ, προτείνω σε κπ να μην κάνει κτ, συμβουλεύω σχετικά με, επηρεάζω, επηρεάζω, αρραβωνιάζω, αρραβωνίζω κπ με κπ, που συνδέεται με κπ/κτ, που σχετίζεται με κπ/κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sb

κάποιος

pronoun (abbreviation (somebody)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

επιτίθεμαι, εισβάλλω

phrasal verb, transitive, inseparable (invade, move in to attack)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The swarm of killer bees advanced upon the unsuspecting cow that was grazing in the pasture.
Το σμήνος από φονικές μέλισσες επιτέθηκε στην ανυποψίαστη αγελάδα που έβοσκε στο λιβάδι.

μια κλάση πάνω

preposition (superior to)

He is a cut above the rest.
Είναι μια κλάση πάνω από τους υπόλοιπους.

εγκαταλείπω, αφήνω

transitive verb (person, pet: leave forever)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jack abandoned his girlfriend and never spoke to her again.
Ο Τζακ εγκατέλειψε την κοπέλα του και δεν της ξαναμίλησε ποτέ.

παραδίδω

(give up control of) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The army abandoned the territory to the indigenous peoples.

υποβαθμίζω

transitive verb (degrade)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
His years of living in Paris seem to have completely abased him.

φέρνω κπ σε δύσκολη θέση, προκαλώ αμηχανία σε κπ

transitive verb (literary (make ashamed, disconcert)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The stranger's brazen stare abashed her.

απάγω

transitive verb (kidnap)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Armed men abducted the heiress on Thursday evening.
Ένοπλοι άνδρες απήγαγαν την κληρονόμο την Πέμπτη το βράδυ.

υποθάλπω

transitive verb (assist or enable: a criminal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Margret did not commit the crime, but she abetted the person who did.

απεχθάνομαι

transitive verb (formal (detest)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I abhor the perpetrators of this evil act.

δεν ανέχομαι, δεν υπομένω

transitive verb (not tolerate)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I can't abide his smoking in the house. "I won't abide insolence or bad behaviour," said the schoolteacher.
"Η αυθάδεια ή η κακή συμπεριφορά δεν είναι ανεκτή", είπε η δασκάλα.

απεχθάνομαι, αποστρέφομαι

transitive verb (formal (loathe)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mrs. Howell abominates people with low morals.

αφορώ

verbal expression (be on the subject of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My presentation is about the effects of alcohol. This book is about a king who loses his crown.

δίπλα σε κπ/κτ

adverb (level, side by side)

συγχωρώ, δίνω άφεση αμαρτιών

transitive verb (religion: free from sin)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I confessed my sins to Father Eric and he absolved me.

απαλλάσσω κπ από κτ

(religion: free from sin)

The priest absolved the man of all his sins.

απαλλάσσω

transitive verb (free from responsibility) (από ευθύνες)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Being divorced doesn't absolve you from responsibility towards your children.

απαλλάσσω κπ από κτ

(free from guilt)

The court absolved Richard of any blame for the accident.

απορροφάω, απορροφώ

transitive verb (figurative, often passive (assimilate) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The corporation gradually absorbed the smaller firms in the area.
Η εταιρεία σταδιακά απορρόφησε μικρότερες επιχειρήσεις της περιοχής.

απορροφάω, απορροφώ

transitive verb (figurative (interest) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The latest novel in the series absorbed readers.

κακομεταχειρίζομαι

transitive verb ([sb]: treat badly) (συμπεριφορά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He abused his wife for many years before she went to the police.
Κακομεταχειριζόταν την γυναίκα του για πολλά χρόνια πριν αυτή απευθυνθεί στην αστυνομία.

αποδέχομαι

transitive verb (person: approve of) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Her father never really accepted her boyfriend.
Ο πατέρας της δεν αποδέχθηκε ποτέ τον φίλο της.

που αποδέχεται κπ/κτ

(tolerant of [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This community is accepting of people of all cultures and backgrounds.

προσθέτω αξεσουάρ

transitive verb (adorn with accessories)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A colourful scarf is the perfect way to accessorise an outfit.

αναγνωρίζω κπ/κτ ως κτ

(often passive (praise, applaud)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Critics acclaimed her as the greatest actress of the 20th century.

εξοικειώνω κπ με κτ

(make accustomed to [sth])

εξοικειώνω

(accustom to [sth]) (κπ/κτ με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you have cats and you move house you need to keep the cats indoors for at least a few days to acclimatize them to their new home.

κάνω κπ/κτ να προσαρμοστεί σε κτ

(accustom to climate)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Before planting out your young seedlings, take them out of the greenhouse for a short period, then increase each day, to acclimatize them to the colder conditions outdoors.

φιλοξενώ

transitive verb (provide lodging)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The hotel can't accommodate us tonight.
Το ξενοδοχείο δεν μπορεί να μας φιλοξενήσει σήμερα το βράδυ.

χωράω, χωρώ

transitive verb (provide space)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The tent can accommodate five.
Η σκηνή μπορεί να φιλοξενήσει πέντε άτομα.

προβλέπω

transitive verb (provide for)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The new rules accommodate people of all age groups.

συνοδευόμενος από κπ/κτ

verbal expression (go in company with)

συνοδεύω

transitive verb (go somewhere with)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Will you accompany me to the store?
Θα με συνοδέψεις στο κατάστημα;

συνοδεύω

transitive verb (musician: play along with)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A pianist accompanied the jazz singer.
Ένας πιανίστας συνόδευε τον τραγουδιστή της τζαζ.

αποδίδω

(grant) (κτ σε κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We hereby accord to the petitioner the relief that she requests.
Διά του παρόντος παραχωρούμε στην αιτούσα το βοήθημα που ζητά.

πλησιάζω, προσεγγίζω

transitive verb (approach boldly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A man accosted Emily in the street to ask the time.

θεωρώ

transitive verb (formal (consider) (κάποιον κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This restaurant is accounted the best in town.
Το εστιατόριο θεωρείται το καλύτερο στην πόλη.

λογοδοτώ σε κπ

(has to report to)

The MP is accountable to his constituents.

εφοδιάζω

transitive verb (usu passive (military: equip)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εφοδιάζω κπ με κτ

transitive verb (equip or furnish)

αποδίδω κτ σε κπ

transitive verb (ascribe an achievement to)

αποδίδω κτ σε κπ

transitive verb (award credits to)

διαπιστεύω

transitive verb (certify, authorize) (ανάλογα με τα συμφραζόμενα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ενσωματώνω κπ σε κτ

transitive verb (assimilate: into a culture)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κατηγορώ

transitive verb (blame)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Whether or not you think I committed the crime, you can't accuse me without proof.
Είτε θεωρείς πως διέπραξα το έγκλημα είτε όχι, δεν μπορείς να με κατηγορείς χωρίς αποδείξεις.

κατηγορώ κπ για κτ

(often passive (law: charge with a crime)

Mr Robertson's former employer has accused him of fraud.
Ο προηγούμενος εργοδότης του κυρίου Ρόμπερτσον τον κατηγόρησε για απάτη.

κατηγορώ

verbal expression (blame for doing) (κπ ότι/πως κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They accused me of not setting aside enough time.
Με κατηγόρησαν ότι δεν προνόησα να έχω αρκετό χρόνο.

κατηγορώ

verbal expression (law: charge with a crime) (κπ για κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He's accused of embezzling thousands of pounds.
Τον κατηγορούν για υπεξαίρεση χιλιάδων λιρών.

εγκλιματίζω κπ/κτ σε κτ

(habituate)

Years of living in Morocco have accustomed me to hot weather.

κάνω σερβίς

transitive verb (tennis: serve)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Andrea aced her opponent on the court.
Η Άντρεα έκανε σερβίς στον αντίπαλό της στο γήπεδο.

εξαγριώνω

transitive verb (rare (annoy) (νευριάζω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λαχταράω, λαχταρώ

(figurative (yearn for)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Helen ached for the man she could not be with.
Η Χέλεν λαχταρούσε τον άνδρα, με τον οποίον δεν μπορούσε να είναι μαζί.

αναγνωρίζω κτ σε κπ

transitive verb (thank [sb] for)

The president acknowledged her contributions in a ceremony.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πρέπει να σου αναγνωρίσω ότι έκανες καταπληκτική δουλειά.

προσέχω

transitive verb (greet) (βλέπω ότι είναι εκεί)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He didn't even acknowledge me.

εξοικειώνω

(introduce, make familiar) (κάποιον με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Once Mark had acquainted his assistant with the computer program, she was able to work on her own.

γνωρίζομαι

verbal expression (know [sb]) (με κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό και αλληλοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελούν τα υποκείμενα επιστρέφει στα ίδια τα υποκείμενα, π.χ. αγαπιούνται (=αγαπάνε ο ένας τον άλλον) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αλληλο-)
Harry, I believe you are acquainted with Miss Forbes?

αθωώνω, απαλλάσσω

transitive verb (pronounce not guilty)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The jury acquitted the defendant due to lack of evidence.

απέναντι

preposition (opposite)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
My office building is just across from the mall.
Το κτίριο του γραφείου μου είναι ακριβώς απέναντι από το εμπορικό κέντρο.

ενεργώ εκ μέρους

intransitive verb (substitute)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I will have to act for my absent brother.

λειτουργώ ως κπ/κτ

(perform function)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When they first met each other, it was her sister who acted as matchmaker. The man's trousers were held up by a bit of rope that was acting as a belt.
Το παντελόνι του άντρα το συγκρατούσε ένα κομμάτι σκοινί που έπαιζε τον ρόλο της ζώνης.

ενεργώ προς όφελος κπ/κτ, ενεργώ προς το συμφέρον κπ/κτ

transitive verb (act to protect or help)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
An attorney will always act in the best interests of her client.
Μια δικηγόρος πάντα θα ενεργεί προς όφελος του πελάτη της.

παρακινώ, προτρέπω, παροτρύνω

transitive verb (motivate [sb] to do [sth]) (κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

θολώνω

transitive verb (confuse) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fred is talking nonsense; too much whisky has addled his thinking.

προσφωνώ

transitive verb (use a title) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
"Your Holiness" is the correct way to address the Pope.
«Παναγιότατε» είναι ο σωστός τρόπος να προσφωνεί κανείς τον Πάπα.

απευθύνομαι σε κπ

transitive verb (give a speech)

The President will address the nation on Tuesday.
Ο πρόεδρος θα απευθυνθεί στον λαό την Τρίτη.

απευθύνω κτ σε κπ

transitive verb (indicate mail is intended for [sb])

Joyce addressed the letter to her sister.
Η Τζόις έβαλε την αδερφή της παραλήπτη στο γράμμα.

απευθύνω κτ σε κπ

transitive verb (remark: say to [sb])

O'Neill addressed his remarks to the business owners in the audience.
Ο Ο' Νιλ απηύθυνε τα σχόλιά του στους ιδιοκτήτες επιχειρήσεων που βρίσκονταν στο κοινό.

απευθύνομαι

transitive verb (speak to) (σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The teacher addressed the cleverest boy in the class.
Η δασκάλα μίλησε στο εξυπνότερο αγόρι της τάξης.

έχω ως παραλήπτη

transitive verb (consign, entrust)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The cargo was addressed to the freight forwarder.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αυτό το προσκλητήριο είναι για σένα και όχι για τον συγκάτοικό σου.

έχω παραλήπτη κπ

verbal expression (mail: be intended for [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This letter is addressed to you.
Το γράμμα έχει εσένα για παραλήπτη.

κρίνω

transitive verb (pronounce)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The suspect was adjudged incompetent.

εκλιπαρώ

transitive verb (appeal or command: [sb] to do [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

θαυμάζω, εκτιμώ

transitive verb (respect)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kristin admires doctors who volunteer to work in third-world countries.
Η Κριστίν θαυμάζει τους γιατρούς που εθελοντικά εργάζονται σε χώρες του Τρίτου Κόσμου.

επιτρέπω την είσοδο σε κπ

transitive verb (allow entry to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The staff doesn't admit anyone after five o'clock.
Το προσωπικό δεν επιτρέπει την είσοδο σε κανέναν μετά τις πέντε.

δέχομαι

transitive verb (often passive (accept as a member)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The club is not admitting new members at this time.
Ο σύλλογος δε δέχεται νέα μέλη αυτή τη στιγμή.

εισάγω

transitive verb (often passive (place in an institution)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Have you ever been admitted to a hospital?
Είχες ποτέ εισαχθεί στο νοσοκομείο;

παραδέχομαι κτ σε κπ, ομολογώ κτ σε κπ

transitive verb (confess)

Ken admitted his part in the robbery to the police.

παρέχω πρόσβαση σε κτ σε κπ, επιτρέπω την πρόσβαση σε κτ σε κπ

transitive verb (allow entry)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The night watchman has to go to the door to admit you into the building.

δέχομαι κπ σε κτ

transitive verb (as a member)

He was admitted into the golf club as a member.

εισάγω

transitive verb (often passive (to institution)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She was admitted against her will.

παραδέχομαι σε κπ ότι/πως, ομολογώ σε κπ ότι/πως

transitive verb (confess)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jones admitted to the police that he had been involved in the criminal enterprise.

επιπλήττω

transitive verb (scold, reprimand)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you're late, your boss will admonish you.

επιπλήττω κπ για κτ, επιπλήττω κπ που έκανε κτ

verbal expression (reprimand for doing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The teacher admonished the student for being late to class yet again.

προειδοποιώ

transitive verb (warn, caution)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
"Make sure you don't drive too fast," John's mother admonished him.

προειδοποιώ κπ να κάνει κτ

verbal expression (warn [sb] about doing [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The judge admonished the witness to tell the truth.

υιοθετώ

transitive verb (become legal parent of: a child)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The Smiths have adopted a baby from Ghana.
Οι Σμιθ υιοθέτησαν ένα μωρό από την Γκάνα.

λατρεύω

transitive verb (love)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Amy adores Martin and wants to marry him.

κολακεύω

transitive verb (idolize, treat with adoration)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συμβουλεύω

transitive verb (counsel [sb]) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Our team of experienced attorneys is ready to advise you.
Η ομάδα των έμπειρων δικηγόρων μας είναι έτοιμη να σας δώσει συμβουλές (or: παράσχει συμβουλές).

συμβουλεύω κπ για κτ, συμβουλεύω κπ πάνω σε κτ

(counsel [sb] on [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He was hired to advise the Queen on matters of state.
Προσλήφθηκε για να συμβουλεύει τη βασίλισσα για θέματα του κράτους.

συμβουλεύω

verbal expression (counsel [sb] to do) (κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I advised him to eat before the flight.
Τον συμβούλεψα να φάει πριν την πτήση.

ενημερώνω

transitive verb (formal (with clause: notify [sb]) (κάποιον ότι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A text message advised me that my flight was delayed.
Ένα γραπτό μήνυμα με ενημέρωσε ότι η πτήση μου είχε καθυστερήσει.

ενημερώνω κπ για κτ, πληροφορώ κπ για κτ, ειδοποιώ κπ για κτ

(formal (notify [sb] of [sth])

Newcastle Council have advised us of a series of road closures.
Το συμβούλιο του Νιούκαστλ μας έχει ενημερώσει για τους κλειστούς δρόμους.

συμβουλεύω κπ να μην κάνει κτ, προτείνω σε κπ να μην κάνει κτ

(warn [sb] [sth] is unwise)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'd advise you against that approach, which can be costly.

συμβουλεύω κπ να μην κάνει κτ, προτείνω σε κπ να μην κάνει κτ

verbal expression (warn [sb] not to do [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'd advise you against sailing today; the weather is turning nasty.

συμβουλεύω σχετικά με

(warn about or recommend)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eddie advised us on the best restaurants to visit.

επηρεάζω

transitive verb (have an effect on) (κάποιον/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The government's plan will affect a lot of people.
Το σχέδιο της κυβέρνησης θα θίξει πολλούς ανθρώπους.

επηρεάζω

transitive verb (touch emotionally)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The film about a cancer survivor affected me deeply.
Η ταινία για έναν άνθρωπο που επέζησε από καρκίνο με επηρέασε βαθιά.

αρραβωνιάζω

transitive verb (archaic (betroth)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αρραβωνίζω κπ με κπ

transitive verb (archaic (betroth) (λόγιος, θρησκεία)

που συνδέεται με κπ/κτ, που σχετίζεται με κπ/κτ

(associated with)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The attack was carried out by an individual claiming to be affiliated with a known terrorist group.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sb στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του sb

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.