Τι σημαίνει το salvaje στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης salvaje στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του salvaje στο ισπανικά.
Η λέξη salvaje στο ισπανικά σημαίνει άγριος, άγριος, άγριος, έρημος, έξαλλος, ασυγκράτητος, ανεξέλεγκτος, άγριος, άγριος, ανοργάνωτος, αυτός που κατοικεί στην ερημιά, αγριάνθρωπος, βίαιος, ζωώδης, κτηνώδης, αγριάνθρωπος, επιθετικός, βάρβαρος, βίαιος, άγριος, βάναυσος, άγριος, άγριος, τρεις λαλούν και δυο χορεύουν, άγριος, βάρβαρος, αγροίκος, απεγνωσμένος, άγριος, κτηνώδης, ζωώδης, ανεξέλεγκτος, ασυγκράτητος, άγριος, άγριος, βάναυσος, σκληρός, σκληρόκαρδος, στυγνός, απάνθρωπος, άγριος, σκληρός, βάρβαρος, βάναυσος, τέρας, άξεστος, απολίτιστος, τρελός, τρελή, άγρια φύση, όναγρος, σκληρή μεταχείριση, αγριόπρασο, τελευταίο σύνορο, αγριάδα, αγριόγατα, ατίθασο άλογο, αδάμαστο άλογο, δακτυλοπόα, αγριόγατα, ευγενής άγριος, άγριο ζώο, κτήνος, άγριο ζώο, κτήνος, άγριο άλογο, Άγρια Δύση, απεργία, στάση εργασίας, Άγρια Δύση, φυτό που φυτρώνει μόνο του στη φύση, άγριο ρύζι, πτηνό, πουλί, αγριοπούλι, άγριο ζώο, κτήνος, μαυρομάτικο φασόλι, άγριο ζώο, άγριο ρύζι, παιδί που μεγαλώνει μόνο του, π.χ. στο δάσος, άτομο που ξέρει να ιππεύει μη εκπαιδευμένα άλογα, πιλότος μικρού αεροσκάφους, αγριόχηνα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης salvaje
άγριοςadjetivo de una sola terminación (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Los tigres son animales salvajes. Οι τίγρεις είναι άγρια ζώα. |
άγριοςadjetivo de una sola terminación (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Cuando era adolescente, les causó infinitas preocupaciones a sus padres por su comportamiento salvaje. Ως έφηβη προκαλούσε ατελειώτη ανησυχία στους γονείς της εξ αιτίας της άγριας συμπεριφοράς της. |
άγριος, έρημος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Partió en dirección a los lugares salvajes del interior. |
έξαλλοςadjetivo de una sola terminación (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Se vuelve salvaje cuando la gente le lleva la contraria. Ο άντρας ήταν έξαλλος γιατί καταρρίφθηκε το επιχείρημά του. |
ασυγκράτητος, ανεξέλεγκτοςadjetivo de una sola terminación (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Este chico está salvaje. No hay quien lo controle. Το αγόρι είναι ασυγκράτητο. Δεν υπάρχει τρόπος να το ελεγξείς. |
άγριοςadjetivo de una sola terminación (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La jungla estaba repleta de animales salvajes. Η ζούγκλα ήταν γεμάτη άγρια ζώα. |
άγριος(sin domar) (ζώο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tienes que tener cuidado con los perros salvajes. |
ανοργάνωτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αυτός που κατοικεί στην ερημιάnombre común en cuanto al género (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αγριάνθρωποςnombre ambiguo en cuanto al género (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
βίαιοςadjetivo de una sola terminación (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El juez denunció el comportamiento salvaje de los hombres implicados en el altercado. |
ζωώδης, κτηνώδης(un crimen) (επίσημο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αγριάνθρωποςnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
επιθετικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
βάρβαρος, βίαιος, άγριος, βάναυσος(ataque) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La víctima sufrió un salvaje ataque y tuvo que pasar meses en el hospital. Το θύμα υπέστη μια βίαιη επίθεση και χρειάστηκε να περάσει αρκετούς μήνες στο νοσοκομείο. |
άγριος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La tribu salvaje nunca ha estado en contacto con otros seres humanos. Η άγρια φυλή δεν είχε έρθει ποτέ σε επαφή με άλλους ανθρώπους. |
άγριοςadjetivo de una sola terminación (για φυτά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τρεις λαλούν και δυο χορεύουνnombre común en cuanto al género (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
άγριος, βάρβαρος
(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) El antropólogo pasó tres meses viviendo con una tribu salvaje. Ο ανθρωπολόγος έζησε για τρεις μήνες με μια φυλή βαρβάρων. |
αγροίκος(incivilizado) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) ¿Has visto cómo come Bill? ¡Vaya salvaje! Έχεις δει πώς τρώει ο Μπιλ; Είναι άξεστος! |
απεγνωσμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) La policía está dando caza al salvaje asesino. Η αστυνομία κυνηγάει τον απεγνωσμένο δολοφόνο. |
άγριος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) En el siglo XIX el Oeste Americano era bastante salvaje. |
κτηνώδης, ζωώδης(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ανεξέλεγκτος, ασυγκράτητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
άγριος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
άγριος, βάναυσος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La policía dijo que había sido un ataque violento y estaban pidiendo testigos. Η αστυνομία ανέφερε ότι ήταν μια βάρβαρη επίθεση και κάνει έκκληση για μάρτυρες. |
σκληρός, σκληρόκαρδος, στυγνός(για άνθρωπο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Era brutal con su ex marido en represalia por haberla engañado. Ήταν σκληρή (or: σκληρόκαρδη) με τον πρώην άνδρα της για να τον εκδικηθεί για την απιστία του. |
απάνθρωπος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La violencia en contra de la mujer es inhumana. |
άγριος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La policía sacrificó al perro rabioso después de que atacase a tres personas. Η αστυνομία έκανε ευθανασία στο άγριο σκυλί αφότου είχε επιτεθεί σε τρεις ανθρώπους. |
σκληρός, βάρβαρος, βάναυσος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El calentamiento global es una de las crudas realidades de la vida moderna. Το φαινόμενο του θερμοκηπίου αποτελεί μια από τις σκληρές πραγματικότητες της σύγχρονης ζωής. |
τέρας(informal) (μτφ: πολύ κακός) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El hermano de Roger tiene fama de ser un bestia. Ο αδελφός του Ρότζερ έχει τη φήμη του τέρατος. |
άξεστος, απολίτιστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El comportamiento tan tosco del niño impactó a su familia adoptiva. |
τρελός, τρελή
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
άγρια φύσηlocución adverbial (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Los tigres viven en estado salvaje. Οι τίγρεις ζουν στη άγρια φύση. |
όναγρος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
σκληρή μεταχείριση
|
αγριόπρασο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τελευταίο σύνορο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La vida en el Salvaje Oeste era mucho más difícil de como la cuentan las películas. |
αγριάδαlocución nominal masculina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αγριόγατα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ατίθασο άλογο, αδάμαστο άλογο
|
δακτυλοπόα(AR) (φυτό Β. Αμερικής) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αγριόγατα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Siempre confundo los gatos monteses con los linces. |
ευγενής άγριοςlocución nominal masculina (λογοτεχνία, πολιτισμικές σπουδές) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Ο μύθος του «ευγενούς άγριου» επηρέασε πολλούς σημαντικούς πολιτικούς συγγραφείς του 18ου αιώνα. |
άγριο ζώο, κτήνος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mantener a los animales salvajes como mascotas no es una buena idea. Να κρατάς άγρια ζώα ως κατοικίδια είναι κακή ιδέα. Όταν τα παιδιά τρώνε πολύ ζάχαρη, μπορεί να αρχίσουν να συμπεριφέρονται σαν κτήνη. |
άγριο ζώο, κτήνος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Muchos turistas viajan a África para ver a las bestias salvajes en su hábitat natural. |
άγριο άλογο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Los caballos salvajes viven en manadas que normalmente están compuestas por yeguas y potrillos, dominados por un macho. |
Άγρια Δύσηlocución nominal masculina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nuestra imagen del salvaje oeste ha sido en gran medida perfilada por Hollywood. |
απεργία, στάση εργασίαςnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Una huelga salvaje puede parar a todo un país. |
Άγρια Δύσηlocución nominal femenina (histórico, oeste americano) |
φυτό που φυτρώνει μόνο του στη φύση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
άγριο ρύζιlocución nominal masculina |
πτηνό, πουλί, αγριοπούλι(κυνήγι) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Los cazadores vienen a esta zona por venados y aves de caza. |
άγριο ζώο, κτήνος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El explorador fue atacado y devorado por animales salvajes. |
μαυρομάτικο φασόλιlocución nominal masculina (συνήθως πληθυντικός) En el sur de los Estados Unidos es costumbre comer chícharos salvajes en año nuevo para la buena suerte. |
άγριο ζώο
|
άγριο ρύζιlocución nominal masculina |
παιδί που μεγαλώνει μόνο του, π.χ. στο δάσοςlocución nominal con flexión de género (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) La película trata sobre un niño salvaje que fue hallado en el bosque. |
άτομο που ξέρει να ιππεύει μη εκπαιδευμένα άλογα
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
πιλότος μικρού αεροσκάφους
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
αγριόχηνα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του salvaje στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του salvaje
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.