Τι σημαίνει το salé στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης salé στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του salé στο Γαλλικά.
Η λέξη salé στο Γαλλικά σημαίνει βρόμικος, αλμυρός, σπασμένος, βρόμικος, αυστηρός, αντιαθλητικός, αλμυρά, ακριβός, αλμυρός, βρόμικος, βρόμικος, αλατισμένος, λερωμένος, λεκιασμένος, αλμυρός, ελεεινός, άθλιος, αισχρός, βρώμικος, βρόμικος, μπάσταρδος, παστός, αλμυρός, αρμυρός, ακάθαρτος, βρόμικος, στραπατσαρισμένος, βρώμικος, βρωμιάρικος, μπιχλιάρικος, βρώμικος, βρόμικος, βρόμικος, βρωμερός, βρωμιάρης, να σε πάρει και να σε σηκώσει!, καπνιστός, άσχημος, άθλιος, ελεεινός, πικάντικος, υψηλός, βρώμικος, βρόμικος, ατημέλητος, απεριποίητος, ενοχλητικός, λερωμένος, λεκιασμένος, βρώμικος, ατημέλητος, απεριποίητος, πενταβρώμικος, σιχαμερός, καταραμένος, αναθεματισμένος, ασήμαντος, απεριποίητος, ατημέλητος, και πολύ, πονηρός, βρομερός, βρόμικος, αλατίζω, παστώνω, παστώνω, παστό χοιρινό, δυσοίωνα, μαλάκας, μαλακισμένη, <div>κάτι απροσδόκητο, κάτι αναπάντεχο</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>, ανάλατος, λίγο αλμυρός, ελαφρά αλατισμένος, κακότροπος, άπλυτα, κακομαθημένο, κακιασμένος, ασπρουλιάρης, ασπρουλιάρα, κακό γούστο, οξυθυμία, παλιάνθρωπος, καλάθι για άπλυτα, παστό μοσχαρίσιο κρέας, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, βρόμικο χρήμα, βρομοδουλειά, απατεωνιά, χαμαλοδουλειά, μυξιάρικο, κακομαθημένο, φαλλοκρατικό γουρούνι, σκανταλιάρικο παιδί, δυσάρεστο καθήκον, παλιόπαιδο, αλυκή, αλυκή, γλυκατζής, γλυκατζού, χάλια μέρα, άπλυτα, καλάθι για τα άπλυτα, παλιάνθρωπος, άσχημη μέρα, περιοχή που κατακλύζεται συχνά από αλμυρό νερό, κάνω τη βρόμικη δουλειά, δεν είναι για καλό, αγριοκοιτάζω, κάνω κακό σε κπ, μαλάκας, βρομοδουλειά, κακή συνήθεια, τα άπλυτα, τη φέρνω σε κπ, ασπρουλιάρης, άσχημη γεύση, φρικιό, ξεφτίλας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης salé
βρόμικοςadjectif (μη καθαρός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le pantalon du garçon était sale parce qu'il jouait par terre. |
αλμυρόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Certains font du porridge salé mais la plupart des gens le préfèrent sucré. |
σπασμένοςadjectif (couleur) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Ce n'était pas blanc, mais plutôt gris sale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Καλύτερα να βάψεις τον τοίχο σε απόχρωση βρώμικου ροζ για να μην μοιάζει με παιδικό δωμάτιο. |
βρόμικοςadjectif (désagréable) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ce sont les nouveaux employés qui doivent faire le sale travail. |
αυστηρός(méchant) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Elle lui lança un sale regard pour qu'il se tienne bien. |
αντιαθλητικός(Sports) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'était un coup déloyal ! (or: C'était un sale coup !) |
αλμυρά(μεταφορικά: όχι επιδόρπιο) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Le buffet sera composé d'un assortiment de canapés et de desserts. |
ακριβός(prix) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Alice pensait que 2 000 euros était un prix excessif pour une si vieille voiture, surtout qu'elle n'était pas en très bon état. |
αλμυρόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ces biscuits ont un goût sucré et salé à la fois. Αυτά τα κράκερ έχουν και γλυκιά και αλμυρή γεύση. |
βρόμικος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le petit garçon attrapa le cornet de glace avec ses mains sales (or: crasseuses). |
βρόμικος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αλατισμένοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
λερωμένος, λεκιασμένος(couche) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Merci de ne pas jeter de couches sales dans les toilettes. Μη ρίχνετε τις λερωμένες πάνες στην τουαλέτα. |
αλμυρόςadjectif (φαγητό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Une nourriture trop salée n'est pas bonne pour ta santé. Το πολύ αλμυρό φαγητό δεν κάνει καλό. |
ελεεινός, άθλιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αισχρόςadjectif (figuré) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ado, Sarah a joué d'innombrables sales coups à ses frères et sœurs. Η Σάρα έκανε πολλές άσχημες φάρσες στα μικρότερα αδέρφια της όταν ήταν έφηβη. |
βρώμικος, βρόμικοςadjectif (argent) (μτφ: χρήμα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μπάσταρδοςadjectif (méprisable) (υβριστικό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
παστόςadjectif (conservé dans le sel) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) J'adore le poisson salé, mais mon frère déteste ça. |
αλμυρός, αρμυρόςadjectif (avec du sel) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ce poisson ne vit qu'en eaux salées. |
ακάθαρτος, βρόμικοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στραπατσαρισμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Le chat est revenu tout trempé par la pluie. |
βρώμικοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
βρωμιάρικος, μπιχλιάρικος(καθομ: αποδοκιμασίας) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
βρώμικος, βρόμικοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
βρόμικος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
βρωμερός, βρωμιάρης
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
να σε πάρει και να σε σηκώσει!(très familier) (καθομιλουμένη, μειωτικό) |
καπνιστός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Quand il est fumé, le porc devient du jambon. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το καπνιστό χοιρινό είναι ένα είδος αλλαντικού. |
άσχημος(accident) (μεταφορικά: σοβαρός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
άθλιος, ελεεινός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sarah savait que sa sœur était une misérable menteuse. |
πικάντικος(familier) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
υψηλός(somme : élevée) (για τιμή) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) J'ai payé une jolie somme pour changer de fournisseur Internet. |
βρώμικος, βρόμικοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Après s'être roulé dans la boue et le fumier, le cochon était dégoûtant. Το γουρούνι ήταν βρώμικο αφότου κυλίστηκε στη λάσπη και την κοπριά. |
ατημέλητος, απεριποίητος(personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Erika est vraiment négligée ; on dirait qu'elle se ne coiffe jamais et ses vêtements sont toujours froissés. Η Έρικα είναι τόσο ατημέλητη (or: απεριποίητη). Τα μαλλιά της είναι σαν να μην τα χτενίζει ποτέ και τα ρούχα της είναι μονίμως τσαλακωμένα. |
ενοχλητικός(figuré) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ces fichus (or: sales) insectes sont en train de ruiner notre pique-nique. Αυτά τα ενοχλητικά έντομα καταστρέφουν το πικ νικ μας. |
λερωμένος, λεκιασμένοςadjectif (βρώμικος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Veuillez laisser les draps salis (or: sales) empilés sur le lit. Παρακαλώ, αφήστε τα λερωμένα στρωσίδια μαζεμένα πάνω στο κρεβάτι. |
βρώμικος, ατημέλητος, απεριποίητος(cheveux, barbe) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πενταβρώμικος, σιχαμερός(familier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
καταραμένος, αναθεματισμένοςadjectif (familier) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
ασήμαντοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
απεριποίητος, ατημέλητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le jardin était négligé avec ses plates-bandes et ses allées envahies par les mauvaises herbes. Ο κήπος ήταν παραμελημένος, με ακλάδευτα παρτέρια και αγριόχορτα να φυτρώνουν στα μονοπάτια. |
και πολύ(vulgaire) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Σε μισώ! Είσαι και πολύ μαλάκας! |
πονηρόςadjectif (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
βρομερός, βρόμικος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Kyle vivait dans un appartement dégoûtant (or: sale) dans un quartier mal famé. Ο Κάιλ ζούσε σε ένα άθλιο διαμέρισμα στην κακή συνοικία της πόλης. |
αλατίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a salé son steak. Έβαλε αλάτι στην μπριζόλα του. |
παστώνωverbe transitif (conserver dans le sel) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) On sale les viandes et les poissons crus pour les conserver. |
παστώνω(avec de la fumée) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ce jambon est fumé, pas cuit. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τα παλιά χρόνια πάστωναν το κρέας γιατί δεν υπήρχαν ψυγεία για να το διατηρήσουν. |
παστό χοιρινόnom masculin |
δυσοίωνα(λόγιο) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
μαλάκας, μαλακισμένη(vulgaire : personne) (χυδαίο, καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Pourquoi est-ce que je dois accepter ce connard dans mon groupe ? |
<div>κάτι απροσδόκητο, κάτι αναπάντεχο</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>
|
ανάλατοςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
λίγο αλμυρός, ελαφρά αλατισμένοςlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Προτιμώ ελαφρά αλατισμένο βούτυρο για γενική χρήση και ανάλατο όταν φτιάχνω κέικ. |
κακότροπος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
άπλυταnom masculin (ρούχα για πλύσιμο) Mets ton linge à laver dans le panier. Βάλε τα άπλυτά σου σου στο καλάθι. |
κακομαθημένο(familier, péjoratif) (μειωτικό: και για τα δύο φύλα) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) La nièce de Rodney est vraiment une sale gosse : elle ne nettoie jamais sa chambre et a le droit de faire tout ce qu'elle veut. Η ανιψιά του Ρόντεϋ είναι κακομαθημένο. Δεν καθαρίζει ποτέ το δωμάτιό της και της επιτρέπεται να κάνει ό,τι θέλει. |
κακιασμένος(καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ασπρουλιάρης, ασπρουλιάρα(μειωτικό) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
κακό γούστο
J'ai toujours eu mauvais goût en matière de vêtements. |
οξυθυμίαnom masculin (plus familier) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sylvain a un sale caractère. |
παλιάνθρωποςnom masculin (familier) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Pas étonnant qu'il ait fini en prison : ça a toujours été un sale type. |
καλάθι για άπλυταnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les enfants mettaient leur linge sale partout sauf dans le panier à linge sale où il devait être. |
παστό μοσχαρίσιο κρέας
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) À la Saint Patrick, les Américains Irlandais aiment manger un plat de bœuf salé et de chou pour le dîner. Την ημέρα της γιορτής του Αγίου Πατρικίου, οι Αμερικανοί που έχουν καταγωγή από την Ιρλανδία τρώνε παστό μοσχαρίσιο κρέας με λάχανο για βραδινό. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>nom masculin |
βρόμικο χρήμαnom masculin (μεταφορικά) Οι εγκληματίες χρησιμοποίησαν διάφορες εικονικές επιχειρήσεις, για να ξεπλύνουν το βρόμικο χρήμα τους. |
βρομοδουλειά, απατεωνιά(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ce mec est un escroc alors fais attention à ses sales coups. Είναι επαγγελματίας απατεώνας. Γι’ αυτό έχε το νου σου για τις παγαποντιές του. |
χαμαλοδουλειάnom masculin (figuré, familier) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il en avait marre de faire le sale boulot pour elle. |
μυξιάρικο, κακομαθημένοnom masculin et féminin (familier) (ΗΠΑ, αργκό, προσβλητικό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ce sale gosse volait les affaires des autres enfants. |
φαλλοκρατικό γουρούνιnom masculin (familier) (μεταφορικά, προσβλητικό) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) J'ai croisé pas mal de gros machos dans ma vie, mais tu es le pire d'entre eux ! |
σκανταλιάρικο παιδί(affectueux) (καθομιλουμένη) |
δυσάρεστο καθήκον(familier) Nettoyer les toilettes est un sale boulot, mais il faut le faire chaque semaine. Déboucher les toilettes est un sale boulot, mais il faut bien que quelqu'un le fasse. |
παλιόπαιδο(familier) (αργκό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ce sale gamin a renversé son lait exprès ! |
αλυκήnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αλυκήnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γλυκατζής, γλυκατζού(familier) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Mon petit garçon a le bec sucré : il mangerait n'importe quelle sucrerie. Ο μικρός μου γιος είναι πολύ γλυκατζής. Τρώει οτιδήποτε έχει ζάχαρη. |
χάλια μέραnom féminin Cette sale journée avait commencé par une grève des transports et s'était poursuivie par une accumulation de contrariétés et mauvaises nouvelles. |
άπλυταnom masculin Mets ton linge sale dans la machine à laver. |
καλάθι για τα άπλυταnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le panier à linge sale déborde : il est temps de faire une lessive. |
παλιάνθρωποςnom masculin (fam) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
άσχημη μέρα
|
περιοχή που κατακλύζεται συχνά από αλμυρό νερό
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κάνω τη βρόμικη δουλειά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Elle n'avait plus de serviteurs pour faire le sale boulot pour elle. |
δεν είναι για καλό(familier) (απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.) Quand il a ce regard, je sais qu'il mijote quelque chose. |
αγριοκοιτάζωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω κακό σε κπ
|
μαλάκας(argot, vulgaire) (καθομ, χυδαίο, προσβλ) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Lisa pense que son patron est un trou du cul. Η Λίζα νομίζει ότι το αφεντικό της είναι γαϊδούρι (or: γουρούνι). |
βρομοδουλειάnom masculin (figuré, familier) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le chef de la mafia a engagé des hommes de main pour faire le sale boulot. Το αφεντικό της συμμορίας προσέλαβε μερικούς τραμπούκους, για να κάνουν τις βρομοδουλειές του. |
κακή συνήθειαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τα άπλυταnom masculin (fig) (μεταφορικά: προσωπικές υποθέσεις) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ce n'est pas poli de laver son linge sale en public. Είναι αγένεια να βγάζεις στη φόρα τα άπλυτα του άλλου. |
τη φέρνω σε κπ(familier : tromper) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ασπρουλιάρηςnom masculin (péjoratif) (καθομ: μειωτικό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
άσχημη γεύση(μεταφορικά) L'incident m'a laissé un mauvais goût dans la bouche. |
φρικιό(personne qui inspire le dégoût) (αργκό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ce sale type n'arrête pas de me regarder. Αυτό το φρικιό συνεχίζει να με κοιτάζει επίμονα. |
ξεφτίλας(très familier) (προσβλητικό, καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Je ne le supporte pas. C'est vraiment un sale con. Δεν τον αντέχω. Είναι σκέτος ξεφτίλας. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του salé στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του salé
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.