Τι σημαίνει το sac στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης sac στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sac στο Γαλλικά.
Η λέξη sac στο Γαλλικά σημαίνει ασκός, θύλακος, σάκος, τσάντα, ασκός, θύλακος, σάκος, σακούλα, λεηλασία, τσάντα, σακούλα, πουγκί, σάκος, σακί, σάκος με ρετάλια, πορτοφόλι, πορτοφολάκι, ταχυδρομικός σάκος, μπογαλάκι, δισάκι, σχολική τσάντα, σχολική τσάντα, τσάντα, καταστροφή, σακί, τσουβάλι, αδιέξοδο, αδιέξοδο, σάκος του μποξ, σακούλα απορριμάτων, μαλάκας, αδιέξοδο, αδιέξοδο, αιφνιδιάζω, στην τσέπη, κοκαλιάρης, επ' αυτοφόρω, πιάνω επ' αυτοφόρω, τσάντα, σακίδιο, ταξίδι με σακίδιο πλάτης, τσάντα, σάκος, λινάτσα, τσάντα, ζώο με ψύλλους, αμμόσακκος, πλαστικό σακουλάκι, ταχυδρομικός σάκος, άμνιο, υπνόσακος, τσουβάλι, σακίδιο, σάκος για χρήματα, ταχυδρομικός σάκος, λινάτσα, αμνιακός σάκος, πουγγί, σάκος για τα μπαστούνια του γκολφ, τσάντα, τσάντα ώμου με λουρί, υπνόσακος, σλίπινγκ μπαγκ, σκουπιδοσακούλα, πλαστική σακούλα, ταγάρι, σακί, σακούλα μαγειρέματος, σακούλα μαγειρικής, τσάντα αλλαγής, σακούλα σκουπιδιών, σάκος γυμναστηρίου, τσάντα κολατσιού, συσκευασία ενός λίτρου, shopping bag, καυτή πατάτα, σακούλα για ηλεκτρική σκούπα, πετσί και κόκαλο, τσάντα με κορδόνι, ο ασκός του Αιόλου, αγώνας τρεξίματος, στον οποίο και τα δύο πόδια είναι μέσα σε σάκο, σακίδιο εκτάκτου ανάγκης, γίνομαι τσακωτός, έχω ένα κρυφό χαρτί, βάζω κπ στο ίδιο καζάνι, βάζω κτ/κπ στο ίδιο σακί με κτ/κπ άλλο(ν), ταξιδιωτικός σάκος, κανάβινη τσάντα, σακούλα με δώρα, αθλητικό σακίδιο, σακούλα, αεροφόρος σάκος, λεκιθικός ασκός, ταξιδεύω με σακίδιο, λεηλατώ, αεροφόρος σάκος, λεηλατώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης sac
ασκός, θύλακος, σάκοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le stylo contient un sac d'encre qui peut être rechargé. |
τσάντα(supermarché) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La caissière a mis mes achats dans des sacs. Ο ταμίας έβαλε τα ψώνια σε τσάντες. |
ασκός, θύλακος, σάκοςnom masculin (Anatomie, Botanique) (ανατομία, βοτανολογία) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le chirurgien a pu localiser le sac tumoral. |
σακούλαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ethan a mis ses affaires dans des sacs et les a mis dans le coffre de la voiture. Ο Ίθαν έχωσε τα πράγματά του σε σακούλες και τα φόρτωσε στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου. |
λεηλασία(littéraire) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le sac de Rome a eu lieu en 410. |
τσάνταnom masculin (sac à main) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Je pense avoir de la monnaie dans mon sac. Νομίζω πως έχω μερικά ψιλά στην τσάντα μου. |
σακούλα(unité de mesure : grande quantité) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πουγκί
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ο κοσμηματοπώλης τίναξε το πουγκί και έβγαλε τα διαμάντια για να τα ελέγξει. |
σάκοςnom masculin (gros) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le père Noël transporte un sac rempli de cadeaux sur son traîneau. Ο Άγιος Βασίλης κουβαλάει έναν σάκο γεμάτο δώρα στο έλκηθρό του. |
σακίnom masculin (quantité) (ως ποσότητα, π.χ. ένα σακί) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σάκος με ρετάλια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πορτοφόλι, πορτοφολάκι(χρήματα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ταχυδρομικός σάκοςnom masculin (postal) Le facteur transporte le courrier dans un sac. |
μπογαλάκι, δισάκιnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tout ce qu'avait le voyageur, c'était un petit sac (or: bagage) et un livre. Τα μόνα που είχε μαζί του ο ταξιδιώτης ήταν ένα μικρό μπογαλάκι και ένα βιβλίο. |
σχολική τσάντα(écolier) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σχολική τσάντα(écolier) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τσάντα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καταστροφή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σακί, τσουβάλι(de riz, de patates,...) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Maria est allée à l'épicerie acheter un sac de pommes de terre. Η Μαρία πήγε για ψώνια και αγόρασε ένα σακί (or: τσουβάλι) πατάτες. |
αδιέξοδο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αδιέξοδοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Cette rue est un cul-de-sac ; nous devons donc faire demi-tour. Ο δρόμος οδηγούσε σε αδιέξοδο, επομένως έπρεπε να γυρίσουμε. |
σάκος του μποξ(Boxe, anglicisme) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Rod pratiquait ses mouvements de boxe avec un punching-ball. |
σακούλα απορριμάτωνnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le jardinier a rempli dix sacs-poubelles de feuilles mortes. |
μαλάκας(très familier) (υβριστικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Espèce de salaud ! Comment t'as pu faire ça ? Ρε μαλάκα! Πως μπόρεσες να κάνεις τέτοιο πράγμα; |
αδιέξοδοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Nous vivons dans un joli cul-de-sac en bordure de la ville. |
αδιέξοδο(situation difficile) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) J'ai réussi à me créer des ennuis, et maintenant je suis coincé. |
αιφνιδιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La police surprit les cambrioleurs avec l'argent en main. |
στην τσέπηlocution adverbiale (figuré) (μεταφορικά) |
κοκαλιάρης(familier, péjoratif : personne maigre) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
επ' αυτοφόρωlocution adverbiale (figuré) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Le voleur à l'étalage a été pris la main dans le sac alors qu'il tentait de cacher des articles dans ses poches. |
πιάνω επ' αυτοφόρωlocution verbale (figuré) |
τσάνταnom masculin (γυναικεία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Elle a ouvert son sac à main pour en sortir son porte-monnaie. Άνοιξε την τσάντα της για να βγάλει το πορτοφόλι της. |
σακίδιοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Quand il voyage, Simon préfère prendre un sac à dos plutôt qu'une valise. Ο Σάιμον προτιμά να παίρνει ένα σακίδιο πλάτης αντί για βαλίτσα όταν ταξιδεύει. |
ταξίδι με σακίδιο πλάτης(για νεαρούς τουρίστες) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les voyages sac au dos sont le moyen le plus économique de voyager. Τα ταξίδια με σακίδιο πλάτης είναι ένας από τους πιο οικονομικούς τρόπους να ταξιδεύει κανείς. |
τσάνταnom masculin (γυναικεία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Elle a une solution à tous les problèmes dans son énorme sac à main. |
σάκοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Το σακίδιο του παιδιού έμοιαζε να είναι μεγαλύτερο από το ίδιο το παιδί. |
λινάτσα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La robe des moines est faite en toile de jute. |
τσάνταnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ζώο με ψύλλουςnom masculin (figuré) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ce chien est un vrai sac à puces : je ne veux pas qu'il rentre dans la maison ! |
αμμόσακκοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πλαστικό σακουλάκι(για τρόφιμα κλπ) |
ταχυδρομικός σάκοςnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
άμνιοnom masculin (αμνιακός σάκος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
υπνόσακοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τσουβάλιnom masculin (pour le blé, les patates) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σακίδιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σάκος για χρήματαnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ταχυδρομικός σάκος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λινάτσαnom féminin (είδος υφάσματος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αμνιακός σάκοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πουγγίnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les sacs marins sont les valises des matelots. |
σάκος για τα μπαστούνια του γκολφnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τσάντα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Je n'ai pas beaucoup de bagages, juste un petit sac de voyage (or: un baise-en-ville). |
τσάντα ώμου με λουρίnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les facteurs ont souvent un sac bandoulière. |
υπνόσακος, σλίπινγκ μπαγκnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nous pouvons rentrer à deux dans un grand sac de couchage. Χωράμε και οι δύο σε έναν μεγάλο υπνόσακο. |
σκουπιδοσακούλαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nous avons mis tous les déchets dans un sac poubelle. Βάζουμε όλα τα σκουπίδια σε μια σκουπιδοσακούλα. |
πλαστική σακούλαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dans cette ville, les magasins font payer les sacs plastiques aux clients. Τα καταστήματα σ' αυτή την πόλη χρεώνουν για πλαστικές σακούλες. |
ταγάριnom masculin (είδος τσάντας) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σακίnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σακούλα μαγειρέματος, σακούλα μαγειρικήςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
τσάντα αλλαγήςnom masculin (τα απαραίτητα του μωρού) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
σακούλα σκουπιδιώνnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) J'ai fermé le sac poubelle et je l'ai sorti. |
σάκος γυμναστηρίουnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
τσάντα κολατσιούnom masculin (τσάντα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συσκευασία ενός λίτρουnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
shopping bagnom masculin (μόδα, τσάντα) (ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
καυτή πατάτα(familier) (μεταφορικά, ανεπίσημο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σακούλα για ηλεκτρική σκούπαnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πετσί και κόκαλοnom masculin (figuré, péjoratif : maigre) (μεταφορικά) |
τσάντα με κορδόνιnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ο ασκός του Αιόλουnom masculin (figuré, familier) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αγώνας τρεξίματος, στον οποίο και τα δύο πόδια είναι μέσα σε σάκοnom féminin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
σακίδιο εκτάκτου ανάγκηςnom masculin (avec le nécessaire vital) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
γίνομαι τσακωτός(μτφ, καθομιλουμένη) |
έχω ένα κρυφό χαρτί(figuré) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βάζω κπ στο ίδιο καζάνιlocution verbale (figuré) (με κπ: μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je sais qu'il est horrible mais ne me met pas dans le même sac juste parce qu'il est mon frère. |
βάζω κτ/κπ στο ίδιο σακί με κτ/κπ άλλο(ν)(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Με τις παρατηρήσεις του, ο πολιτικός εξίσωσε τις διάφορες εγκληματικές ενέργειες του αντιπάλου του, χωρίς να στηρίζεται σε ρεαλιστικά δεδομένα. |
ταξιδιωτικός σάκοςnom masculin |
κανάβινη τσάνταnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Jim emmène ses affaires de sport dans un sac de toile. |
σακούλα με δώραnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Τα παιδιά που θα διαβάσουν τουλάχιστον δέκα σελίδες θα μπορέσουν να πάρουν ένα παιχνίδι από τη σακούλα με τα δώρα. |
αθλητικό σακίδιοnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σακούλαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αεροφόρος σάκοςnom masculin (Ornithologie) |
λεκιθικός ασκόςnom masculin (chez un mammifère) |
ταξιδεύω με σακίδιο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jeremy a fait de la randonnée en Asie et obtenu son diplôme universitaire. Ο Τζέρεμυ ταξίδεψε όλη την Ασία με ένα σακίδιο πλάτης μετά την αποφοίτησή του από το πανεπιστήμιο. |
λεηλατώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les voleurs ont saccagé (or: pillé) la maison et ont pris toute chose plus ou moins de valeur. |
αεροφόρος σάκοςnom masculin (Entomologie) |
λεηλατώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'armée a pillé la ville (or: a mis la ville à sac). Ο στρατός λεηλάτησε την πόλη. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sac στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του sac
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.