Τι σημαίνει το ruido στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης ruido στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ruido στο ισπανικά.
Η λέξη ruido στο ισπανικά σημαίνει θόρυβος, θόρυβος, φασαρία, ένταση, ενθουσιασμός, βαβούρα, φασαρία, κρότος, βαθύς ήχος, κροτάλισμα, ήχος ανακατέματος, ήχος, ήχος, βοή, φασαρία, τσαφ-τσουφ, περνάω με θόρυβο, βροντάω, βροντώ, παφλασμός, που θροΐζει, γδούπος, μείωση, ελάττωση, χτύπος, γδούπος, κλαγγή, μεταλλικός ήχος, πολύ κακό για το τίποτα, εκτόξευση απειλών, βγάζω μιλιά, δεν βγάζω άχνα, είμαι πολύ ήσυχος, κάνω θόρυβο, πλησιάζω αθόρυβα, κάνω έναν ήχο, βγάζω έναν ήχο, κάνω μεταλλικό ήχο, προκαλώ γδούπο, βρόντος, γδούπος, γδούπος, λευκός θόρυβος, Πολύ κακό για το τίποτα, χτυπάω, χτυπώ, περπατάω ανάλαφρα, περπατώ ανάλαφρα, κινούμαι με θόρυβο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης ruido
θόρυβοςnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Escuché un pequeño ruido en la puerta. Άκουσα έναν μικρό θόρυβο στην πόρτα. |
θόρυβοςnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Audrey se fue del bar porque no aguantaba el ruido. Η Ώντρεϋ αναγκάστηκε να φύγει από το μπαρ γιατί δεν άντεχε τον θόρυβο. |
φασαρίαnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Algunos piensan que este tipo de música suena como un montón de ruido. |
ένταση
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ενθουσιασμός(figurado) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
βαβούρα(ανεπίσημο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Se notaba que la profesora no estaba en el aula por el ruido que estaban haciendo los niños. |
φασαρίαnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Apenas podíamos oírnos a nosotros mismos debido al espantoso ruido que salía de la discoteca de al lado. |
κρότος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Los niños entraron en la casa con un gran estrépito mientras dejaron caer al piso las provisiones. |
βαθύς ήχος
El estruendo del Big Ben señaló el comienzo de un año nuevo. |
κροτάλισμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El coche hacía un preocupante traqueteo así que Andy lo llevó a un mecánico. Το αυτοκίνητο είχε αρχίσει να κάνει ένα ανησυχητικό κουδούνισμα ακουγόταν κι έτσι η Άντι το πήγε στο συνεργείο. |
ήχος ανακατέματος(de hojas, papeles) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Lauren creyó que estaba sola en la oficina, pero escuchó el susurro de papeles detrás de ella. |
ήχοςnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Oí un sonido. Άκουσα έναν ήχο. |
ήχοςnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Despertaron con el sonido de las armas. Τους ξύπνησε ο ήχος των πυροβολισμών. |
βοή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Agatha escuchó el retumbo del trueno en la distancia. Η Αγκάθα άκουσε τη βοή του μπουμπουνητού στον ορίζοντα. |
φασαρία(σημασία, προσοχή σε κάτι) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) No entiendo por qué algunos hacen tanto lío por la ortografía. Δεν καταλαβαίνω γιατί μερικοί κάνουν τόση φασαρία για την ορθογραφία. |
τσαφ-τσουφ
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
περνάω με θόρυβο(figurado) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El tráfico rugía en la autopista. |
βροντάω, βροντώ(figurado) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tim no había comido en todo el día y su estómago gruñía. Ο Τιμ δεν είχε φάει όλη την ημέρα και το στομάχι του γουργούριζε. |
παφλασμός(νερό, κύματα) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Audrey se paró en la orilla, escuchando el chapoteo de las olas en las rocas. |
που θροΐζειlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Laura tenía una falda que hacía ruido al rozarse. |
γδούπος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Tina dejó caer el libro, que golpeó la mesa con un ruido sordo. |
μείωση, ελάττωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χτύπος, γδούπος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κλαγγή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El ruido metálico del motor hizo que todo el auto temblara. |
μεταλλικός ήχος
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
πολύ κακό για το τίποταexpresión (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εκτόξευση απειλών
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
βγάζω μιλιάverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No hagas ruido hasta que se vaya. No quiero que sepa que estamos aquí. |
δεν βγάζω άχνα, είμαι πολύ ήσυχοςlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No hagas ruido o despertarás a la bebé. Να είσαι πολύ ήσυχος αλλιώς θα ξυπνήσεις το μωρό. |
κάνω θόρυβοlocución verbal (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
πλησιάζω αθόρυβαlocución verbal Πετάχτηκα όταν ο Γκάρι πλησίασε αθόρυβα και με ακούμπησε στον ώμο. |
κάνω έναν ήχο, βγάζω έναν ήχοlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mi reloj hace un ruido de pájaro cada vez que marca la hora. |
κάνω μεταλλικό ήχοlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προκαλώ γδούποlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βρόντος, γδούπος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La caja cayó al piso con un ruido sordo. Το κουτί έκανε ένα γδούπο όταν έπεσε στο έδαφος. |
γδούπος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Oímos un ruido sordo en la noche, ¡se había caído de la cama! Ακούσαμε έναν γδούπο μέσα στη νύχτα. Είχε πέσει από το κρεβάτι! |
λευκός θόρυβοςlocución nominal masculina |
Πολύ κακό για το τίποταnombre propio masculino (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χτυπάω, χτυπώ(προκαλώ ήχο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Patrick podía oír las pisadas del anciano caminando pesadamente en el piso de arriba. |
περπατάω ανάλαφρα, περπατώ ανάλαφρα
El perro caminaba suavemente detrás de la chica. |
κινούμαι με θόρυβοlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Las vacas pasaron haciendo ruido. Ο αγελάδες έτρεχαν με θόρυβο στο λιβάδι. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ruido στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του ruido
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.