Τι σημαίνει το retén στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης retén στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του retén στο ισπανικά.

Η λέξη retén στο ισπανικά σημαίνει προκαλώ κπ να κάνει κτ, προκαλώ, επιπλήττω, μαλώνω, κατσαδιάζω, κριτικάρω, ασκώ κριτική, αμφισβητώ, ζορίζω, κουράζω, αψηφώ, αθετώ, κρατάω, κρατώ, κρατώ, παρακρατώ, θυμάμαι, συγκρατώ, δεν λέω όλη την αλήθεια, δεν κάνω εμετό, δεν τα βγάζω, συγκρατώ, παρακρατώ, παρακρατώ, κρατώ, δεν κάνω εμετό κτ, κλειδώνω, αρπάζω, καθυστερώ, αφήνω, επιπλήττω, τα χώνω σε κπ, τη λέω σε κπ, τα λέω ένα χεράκι σε κπ, κάνω κήρυγμα σε κπ, μαλώνω, επιπλήττω, μαλώνω, κατσαδιάζω, επιτιμώ, επιπλήττω, επιπλήττω, επιτιμώ, αψηφώ, τη λέω σε κπ, επιπλήττω κπ για κτ, επιπλήττω κπ για κτ, επιπλήττω κπ που έκανε κτ, αγριοκοιτάζω, επιπλήττω κπ για κτ, επιτιμώ, επιπλήττω, επιπλήττω, επιτιμώ, επιπλήττω κπ γιατί έκανε κτ, επιπλήττω, επιτιμώ, προκαλώ, επιπλήττω κπ για κτ, μαλώνω κπ για κτ, προκαλώ κάποιον να κάνει κτ, επιπλήττω, μαλώνω κπ που έκανε κτ, κάνω κήρυγμα, τιμωρώ, επιπλήττω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης retén

προκαλώ κπ να κάνει κτ

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Te reto a que digas la verdad.
Σε προκαλώ να πεις την αλήθεια!

προκαλώ

(σε παιχνίδι κλπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alex me retó a una partida de billar.
Ο Άλεξ με προκάλεσε σε έναν αγώνα μπιλιάρδο.

επιπλήττω, μαλώνω

(a alguien)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi madre me regañó cuando llegué tarde.

κατσαδιάζω

verbo transitivo (AR) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κριτικάρω, ασκώ κριτική

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Siempre que uso mal la gramática, mi profesora me reta.

αμφισβητώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En algunos países las personas pueden ser encarceladas por retar a las autoridades.

ζορίζω, κουράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estos rompecabezas realmente retan mi intelecto.

αψηφώ, αθετώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El alumno desafió la orden del profesor de ir al despacho del director y se quedó en su silla.
Ο μαθητής αγνόησε την εντολή του δασκάλου να πάει στο γραφείο του διευθυντή και παρέμεινε στη θέση του.

κρατάω, κρατώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Irene retuvo la llave en caso de que la necesitara en el futuro.
Η Ιρέν κράτησε το κλειδί σε περίπτωση που το χρειαζόταν και πάλι μελλοντικά.

κρατώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El jefe retuvo el consentimiento para aprobar las vacaciones del empleado hasta que este hubo terminado el proyecto en el que estaba trabajando. La policía sospechaba que el testigo estaba reteniendo información.
Το αφεντικό δεν έδινε έγκριση για τις διακοπές του εργαζόμενου έως ότου εκείνος να τελειώσει το πρότζεκτ το οποίο δούλευε.

παρακρατώ

verbo transitivo (un pago)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El cliente retuvo el pago hasta que los problemas se resolvieron.

θυμάμαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kate tiene una memoria fantástica, puede retener hechos muy fácilmente.
Η Κέιτ έχει φανταστική μνήμη. Μπορεί να συγκρατεί πληροφορίες πολύ εύκολα.

συγκρατώ

verbo transitivo (líquidos)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El cómpost retiene bien la humedad, no necesitas regar tanto las plantas.
Αυτό το κομπόστ συγκρατεί καλά την υγρασία, οπότε δεν χρειάζεται να ποτίζεις τα φυτά σου τόσο συχνά.

δεν λέω όλη την αλήθεια

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Είπε ότι του τα είχε πει όλα για τον προηγούμενο γάμο της, αλλά υποπτευόταν ότι δεν έλεγε όλη την αλήθεια.

δεν κάνω εμετό, δεν τα βγάζω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Aunque se sentía un poco mal, Lisa logró retener el almuerzo.

συγκρατώ, παρακρατώ

verbo transitivo (objetos, dinero)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No me ha dado todo el dinero hoy, ha decidido retener la mitad hasta que el trabajo esté listo.
Δεν μου επέστρεψε όλα τα χρήματα σήμερα, παρακρατεί τα μισά μέχρι να τελειώσει η δουλειά.

παρακρατώ

verbo transitivo (impuestos)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El gobierno retiene un porcentaje del salario de la mayoría de las personas en concepto de impuestos y de seguridad social.

κρατώ

verbo transitivo (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La compañía discográfica retuvo el último álbum de la banda hasta que la disputa sobre su contrato se resolvió.

δεν κάνω εμετό κτ

(digestión)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Aunque me sentía mal del estómago, pude retener el desayuno.

κλειδώνω

(σε κάποιον κλειστό χώρο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La ciudad incauta a los perros callejeros.

αρπάζω

(oportunidad) (μεταφορικά: ευκαιρία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dean aprovechó la oportunidad para visitar la playa varias veces.

καθυστερώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No dejes que te detenga, sé que tienes que alcanzar un vuelo.

αφήνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bill dividió su trabajo en tareas que tenía que hacer inmediatamente y otras que podía reservar para después.
Ο Μπιλ χώρισε τη δουλειά του σε πράγματα που έπρεπε να κάνει αμέσως και σε πράγματα που μπορούσε να αφήσει για αργότερα.

επιπλήττω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τα χώνω σε κπ, τη λέω σε κπ

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando el jefe se dio cuenta de lo que había pasado, llamó a Sally a su despacho y la reprendió (or: regañó).

τα λέω ένα χεράκι σε κπ

(καθομιλουμένη)

κάνω κήρυγμα σε κπ

(AR) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

μαλώνω

(niños)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Beth regañó a Amy por salir a la calle sin abrigo mientras llovía.
Η Μπεθ μάλωσε την Έιμι επειδή βγήκε στη βροχή χωρίς να φορέσει παλτό.

επιπλήττω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La profesora reprendió a sus estudiantes por portarse mal en clase.

μαλώνω, κατσαδιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los padres siempre reprenden a Pete por no esforzarse por encontrar trabajo.

επιτιμώ, επιπλήττω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si rompes la reglas te van a reprender.

επιπλήττω, επιτιμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αψηφώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τη λέω σε κπ

(αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El entrenador amonestó al jugador que perdió el pase.

επιπλήττω κπ για κτ

επιπλήττω κπ για κτ, επιπλήττω κπ που έκανε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La maestra amonestó al alumno por llegar otra vez tarde a clases.

αγριοκοιτάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No te la agarres conmigo, no fui yo el que te chocó el auto.
Μη με αγριοκοιτάζεις, δεν κατέστρεψα εγώ το αυτοκίνητό σου.

επιπλήττω κπ για κτ

El maestro reprendió a los alumnos por interrumpir la clase.

επιτιμώ, επιπλήττω

(κάποιον για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El maestro reprendió a los niños por romper las reglas.

επιπλήττω, επιτιμώ

(κάποιον για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιπλήττω κπ γιατί έκανε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιπλήττω, επιτιμώ

(AR) (κάποιον επειδή έκανε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προκαλώ

(κπ/κτ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Te desafío a que me digas la diferencia entre estos dos productos.
Σε προκαλώ να βρεις ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στα δύο αυτά προϊόντα.

επιπλήττω κπ για κτ

La directora la reprendió por su mala educación.

μαλώνω κπ για κτ

(συνήθως παιδί)

προκαλώ κάποιον να κάνει κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lo reté a repetirme ese insulto a la cara.
Τον προκάλεσα να επαναλάβει την προσβολή στα μούτρα μου.

επιπλήττω

(κάποιον για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ruth retó a su hijo por su lenguaje inapropiado.

μαλώνω κπ που έκανε κτ

(συνήθως παιδί)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi jefe me regañó por ser grosero con el cliente.

κάνω κήρυγμα

locución verbal (μτφ: σε κάποιον για κάτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Deanna retó a su hijo por salir hasta tarde.
Η Ντιάνα κατσάδιασε τον γιο της που έμεινε έξω μέχρι αργά.

τιμωρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
James castigó a su hija cuando la pilló tirándole del pelo a su amigo.
Ο Τζέιμς τιμώρησε την κόρη του όταν την έπιασε να τραβάει τα μαλλιά της φίλης της.

επιπλήττω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi profesor me retó por no hacer la tarea.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του retén στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.