Τι σημαίνει το reducir στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης reducir στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του reducir στο ισπανικά.
Η λέξη reducir στο ισπανικά σημαίνει μειώνω, ελαττώνω, μειώνω, ελαττώνω, μειώνω, ελαττώνω, σμικρύνω, βράζω κτ μέχρι να μείνει..., κονταίνω, ελαττώνω, μειώνω, κάνω οικονομία, περικόπτω έξοδα, μειώνω, μειώνω, κατεβάζω, μειώνω, συμπυκνώνω, συμπυκνώνω, μειώνω, κόβω, περικόπτω, μειώνω, ελαττώνω, αραιώνω, αποδεκατίζω, μειώνω, περιορίζω, παραγκωνίζω, μειώνω, ελαττώνω, αποπληθωρίζω, συμπυκνώνω, ελαττώνω, μειώνω, ρίχνω, περιορίζω, -, προσφέρω με έκπτωση, πουλάω με έκπτωση, κάνω kick down, μειώνω, ελαχιστοποιώ, περιορίζω, καταστέλλω, περιορίζω, συρρικνώνω, περιορίζω, περικόπτω, απολύω, περιορίζω, μικραίνω, μετριάζω, μειώνω, ελαττώνω, ελαττώνω, μειώνω, ελαττώνω, μειώνω, εξασθενίζω, ανατάσσω, μειώνω, περικόπτω, μικραίνω, περιορίζω, κατεβάζω ταχύτητα σε κτ, μειώνω, περικόπτω, περιορίζω, μειώνω σημαντικά, ελαττώνω, κατεβάζω, ρίχνω, περιορίζω, μειώνω κτ σε κτ, ελαττώνω κτ σε κτ, μειώνω κτ σε κτ, ελαττώνω κτ σε κτ, μειώνω κτ σε κτ, ελαττώνω κτ σε κτ, καταντώ κπ να κάνει κτ, υποβιβάζω κτ σε κτ, υποβαθμίζω κτ σε κτ, διαλύω κτ σε κτ, υποβιβάζω κτ/κπ σε κτ, υποβαθμίζω κτ/κπ σε κτ, αλέθω, επιβραδύνω, μειώνω τη διαφορά, μειώνω το χάσμα, μειώνω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κόβω δαπάνες, κόβω έξοδα, ξεστοκάρω, μειώνω, ελαττώνω, περιορίζω, κατεβάζω ταχύτητα, επιβραδύνω, κόβω ταχύτητα, μειώνω, μειώνω κατά το ήμισυ, αποκλιμακώνω, μειώνω το επιτόκιο, μειώνω το κόστος, περιορίζω το κόστος, μετριάζω, απαλύνω, περιορίζω, μειώνω, λιγοστεύω, ελαττώνω, μειώνω, καίω ολοσχερώς, μειώνω κτ σε κτ, κάνω περικοπές, κατεβάζω ταχύτητα, μειώνω, ελαττώνω, περιορίζω, μειώνω, περιορίζω οικονομική επιβάρυνση, υποβαθμίζω, υποβιβάζω, σμικρύνω, συμπυκνώνω κτ σε κπ, επιβραδύνω, υποβαθμίζω, ξεχωρίζω, μειώνω την ισχύ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης reducir
μειώνω, ελαττώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ahora que Trevor perdió el trabajo tiene que reducir sus salidas mensuales. Τώρα που ο Τρέβορ έχασε τη δουλειά του, πρέπει να περιορίσει τα μηνιαία έξοδά του. |
μειώνω, ελαττώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El banco ha reducido el interés de nuestra hipoteca. |
μειώνω, ελαττώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La fábrica tuvo que reducir personal debido a una falta de demanda de sus productos. Το εργοστάσιο έπρεπε να μειώσει (or: ελαττώσει) το προσωπικό του εξαιτίας της έλλειψης ζήτησης για τα προϊόντα του. |
σμικρύνω(una copia) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Necesito reducir este póster A3 para que entre en una hoja A4. Θα πρέπει να κάνω σμίκρυνση σε αυτή την αφίσα Α3 για να χωρέσει σε χαρτί Α4. |
βράζω κτ μέχρι να μείνει...verbo transitivo (cocina) (πχ μισό) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Reduce el vino hirviéndolo en una olla. |
κονταίνω(longitud) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El sastre acortó mis pantalones. |
ελαττώνω, μειώνω(tiempo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Debemos acortar el tiempo que tardamos en procesar las facturas. |
κάνω οικονομία, περικόπτω έξοδαverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μειώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μειώνω(σταδιακά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κατεβάζω, μειώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No están reduciendo los precios, siguen estando altísimos. Δεν κατεβάζουν τις τιμές. Είναι ακόμα υπερβολικά υψηλές. |
συμπυκνώνωverbo transitivo (υγρό, βράσιμο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El cocinero redujo los jugos a una rica salsa. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο μάγειρας συμπύκνωσε τα ζουμιά κι έκανε μια πλούσια σάλτσα. |
συμπυκνώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μειώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κόβω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El presupuesto del año que viene deberá reducirse severamente. |
περικόπτω, μειώνω, ελαττώνω(gastos) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El recorte en el presupuesto provocó que la compañía redujera sus gastos. |
αραιώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο κηπουρούς αραίωσε τα φιντάνια. |
αποδεκατίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El ejército logró reducir las fuerzas enemigas. |
μειώνω, περιορίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cuando el equipo decidió reducir sus listas, todos estuvieron molestos. Όταν αποφασίστηκε να περιοριστεί το ρόστερ της ομάδας, όλοι αναστατώθηκαν. |
παραγκωνίζωverbo transitivo (economía) (μεταφορικά: οικονομικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μειώνω, ελαττώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La compañía redujo su presupuesto para entrenamiento. Η εταιρεία μείωσε τον προϋπολογισμό της για την εκπαίδευση. |
αποπληθωρίζω(precios) (αδόκιμο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los grandes cambios económicos redujeron de repente los precios de la gasolina. |
συμπυκνώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El concentrado se reduce hirviéndolo. Η χημική ουσία συμπυκνώνεται με βρασμό. |
ελαττώνω, μειώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Aflojó la soga para reducir la tensión. Χαλάρωσε το σκοινί για να μειώσει την τάση. |
ρίχνω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La cadena de supermercados reducirá sus precios para atraer a más clientes. Το σουπερμάρκετ ρίχνει τις τιμές του για να προσελκύσει περισσότερους πελάτες. |
περιορίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Redujo su búsqueda a un área más pequeña. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο δήμος θα στενέψει το πεζοδρόμιο και θα προσθέσει έναν ποδηλατόδρομο. |
-verbo transitivo (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Hemos reducido nuestro equipaje a una maleta por persona. Μειώσαμε τις αποσκευές μας σε μία ο καθένας. |
προσφέρω με έκπτωση, πουλάω με έκπτωση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La tienda redujo el artículo a la mitad de precio. |
κάνω kick downverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μειώνω(gastos) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Estuvimos gastando demasiado, tenemos que recortar gastos. Ξοδεύουμε πάρα πολλά. Πρέπει να μειώσουμε τα έξοδα. |
ελαχιστοποιώ(μικραίνω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Cómo podemos minimizar los riesgos de esta inversión? Πως μπορούμε να ελαχιστοποιήσουμε το ρίσκο μας σ' αυτή την επένδυση; |
περιορίζω, καταστέλλω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
περιορίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si le cuentas a la policía qué pasó con el mayor detalle posible los ayudarás a restringir la búsqueda. Αν δώσεις όσο το δυνατόν πιο ακριβή περιγραφή του κλέφτη στην αστυνομία θα μπορέσουν να περιορίσουν την έρευνά τους. |
συρρικνώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La lavadora encogió mi suéter. Το πλυντήριο συρρίκνωσε το πουλόβερ μου. |
περιορίζω, περικόπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Las libertades de los estudiantes fueron restringidas debido a su ruido. Οι ελευθερίες των φοιτητών περιορίστηκαν εξαιτίας της φασαρίας που έκαναν. |
απολύω(εργαζομένους) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La empresa se ha visto forzada a recortar muchos puestos que antes se consideraban vitales. |
περιορίζω, μικραίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Por cuestiones de publicación, debes comprimir el artículo. |
μετριάζω, μειώνω, ελαττώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No pude dar ninguna excusa que calmara el enojo del director. |
ελαττώνω, μειώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El tiempo no disminuirá nuestra amistad. Ο χρόνος δεν θα σβήσει τη φιλία μας. |
ελαττώνω, μειώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tendremos que achicar personal. |
εξασθενίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El pomelo debilita el efecto de muchos medicamentos. |
ανατάσσω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los médicos de urgencias ensalmaron el hueso roto. |
μειώνω, περικόπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Este departamento deberá recortar su presupuesto el año próximo. |
μικραίνω, περιορίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Las ganancias son bajas, así que vamos a tener que recortar el presupuesto para el año próximo. |
κατεβάζω ταχύτητα σε κτ(AmL, excepto UY) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ben metió una velocidad interior en el auto en la colina. |
μειώνω, περικόπτω, περιορίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μειώνω σημαντικά(figurado) Pagar el techo nuevo realmente ha hecho mella en mis ahorros. |
ελαττώνω, κατεβάζω, ρίχνω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Con esta crisis económica, tendremos que reducir nuestro plan de negocios. Με την οικονομική κρίση, θα πρέπει να ελαττώσουμε τα επιχειρηματικά μας σχέδια. |
περιορίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El jefe limitó la cantidad de horas extras permitidas por semana. Ο προϊστάμενος περιόρισε τον αριθμό των υπερωριών που επιτρέπονται κάθε εβδομάδα. |
μειώνω κτ σε κτ, ελαττώνω κτ σε κτlocución verbal Extendiendo los términos de su hipoteca, Jane redujo sus pagos mensuales a £400. Παρατείνοντας τη χρονική περίοδο αποπληρωμής του δανείου, η Τζέιν μείωσε (or: ελάττωσε) τη μηνιαία δόση της σε 400 λίρες. |
μειώνω κτ σε κτ, ελαττώνω κτ σε κτ
El Banco de Inglaterra rebajó sus tasas de interés a 0.5%. |
μειώνω κτ σε κτ, ελαττώνω κτ σε κτ
Ian está dejando de fumar y ha reducido la cantidad de cigarrillos que fuma por día a tres. Ο Ίαν θα κόψει το κάπνισμα και έχει μειώσει (or: ελαττώσει) τον αριθμό των τσιγάρων που καπνίζει σε τρία την ημέρα. |
καταντώ κπ να κάνει κτ(dignidad) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Alguna vez fue rica, pero ahora la rebajaron a pedir dinero en la calle. |
υποβιβάζω κτ σε κτ, υποβαθμίζω κτ σε κτlocución verbal No se puede reducir el conflicto a una cuestión del bien contra el mal. |
διαλύω κτ σε κτ
La fuerza de la explosión redujo el edificio a escombros. |
υποβιβάζω κτ/κπ σε κτ, υποβαθμίζω κτ/κπ σε κτ
Redujeron la educación a la memorización. |
αλέθω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El viejo molino de usaba para pulverizar trigo en el siglo XIX. Ο παλιός ανεμόμυλος χρησιμοποιείτο τον δέκατο ένατο αιώνα για να αλέθουν σιτάρι. |
επιβραδύνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Frenó el coche para ver el accidente. |
μειώνω τη διαφορά, μειώνω το χάσμαlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La CE tomará medidas para reducir la brecha salarial entre hombres y mujeres. En España es del 17%. |
μειώνωlocución verbal (figurado, reducir) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>locución verbal (destruir) |
κόβω δαπάνες, κόβω έξοδα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Estamos buscando alternativas para bajar los costos, y así poder venderlo a menor precio. |
ξεστοκάρωlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μειώνω, ελαττώνω, περιορίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si no puedes dejar de fumar, al menos podrías tratar de reducir el consumo. Αν δεν μπορείς να κόψεις τελείως το κάπνισμα προσπάθησε τουλάχιστον να το μειώσεις. |
κατεβάζω ταχύτητα(AR) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los conductores de camiones bajan un cambio cuando bajan una colina para evitar que el camión vaya demasiado rápido. |
επιβραδύνω, κόβω ταχύτητα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Disminuyó la velocidad cuando se acercó al cruce. Έκοψε ταχύτητα όταν έφτασε στη διασταύρωση. |
μειώνωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ahora que estoy desempleada vamos a tener que recortar gastos en nuestro consumo. |
μειώνω κατά το ήμισυ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tenemos que reducir a la mitad nuestros gastos en alimentación. |
αποκλιμακώνωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μειώνω το επιτόκιοlocución verbal (hipoteca) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μειώνω το κόστος, περιορίζω το κόστος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μετριάζω, απαλύνωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le reduje el tono a las fotos porque estaban muy brillantes. Έκανα πιο απαλά τα χρώματα στις φωτογραφίες επειδή ήταν πολύ φωτεινές. |
περιορίζω, μειώνω, λιγοστεύω, ελαττώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Reduje el tamaño de la letra para que el escrito ocupara una sola página. |
μειώνωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καίω ολοσχερώς
El fuego redujo el hotel a cenizas. |
μειώνω κτ σε κτ
|
κάνω περικοπέςlocución verbal Nuestra idea original era muy ambiciosa así que ahora estamos reduciendo el tamaño de nuestro proyecto. |
κατεβάζω ταχύτητα
Raquel redujo la velocidad a medida que se acercaba al embotellamiento. |
μειώνω, ελαττώνω, περιορίζω(informal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Es difícil cortar con el alcohol cuando mis amigos me invitan a tomar algo. Είναι δύσκολο να περιορίσω το αλκοόλ, όταν οι φίλοι μου συνεχίζουν να με καλούν για ποτό. |
μειώνωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) En estos tiempos de crisis muchas familias han reducido al máximo su presupuesto de comida hasta unos pocos artículos básicos de alimentación. Σε αυτή τη δύσκολη οικονομικά εποχή πολλές οικογένειες έχουν μειώσει τα ψώνια τους σε λίγα βασικά πράγματα. |
περιορίζω οικονομική επιβάρυνσηlocución verbal (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi fondo de pensiones sufrió un revés en la bolsa, menos mal que tengo acciones del banco para reducir el impacto de la pérdida. Το συνταξιοδοτικό μου ταμείο έπαθε μεγάλη ζημιά από το χρηματιστηριακό κραχ, αλλά τουλάχιστον είχα τα τραπεζικά ομόλογα για να περιορίσω την οικονομική επιβάρυνση. |
υποβαθμίζω, υποβιβάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La velocidad de los vientos disminuyó y el instituto de meteorología bajó de categoría la tormenta. |
σμικρύνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La empresa de cereales redujo el tamaño del envase. |
συμπυκνώνω κτ σε κπlocución verbal |
επιβραδύνωlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Redujo la velocidad para mirar el accidente. Κόψαμε ταχύτητα για να κοιτάξουμε τον τόπο του ατυχήματος. |
υποβαθμίζω(κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Las autoridades bajaron la altera ambiental a media. |
ξεχωρίζω(figurado) (αυτό που προτιμώ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μειώνω την ισχύlocución verbal (combustible) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El piloto redujo el consumo de gasolina para aminorar la velocidad del avión. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του reducir στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του reducir
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.