Τι σημαίνει το preparing στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης preparing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του preparing στο Αγγλικά.
Η λέξη preparing στο Αγγλικά σημαίνει ετοιμάζω, προετοιμάζω, προετοιμάζω, ετοιμάζω, προετοιμάζω, ετοιμάζω, ετοιμάζομαι, κάνω ετοιμασίες για κτ, ετοιμάζομαι, ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι, ετοιμάζω φαγητό, μαγειρεύω, ετοιμάζω, προετοιμάζω, παίρνω δείγμα, παίρνω δείγμα, προετοιμάζω το έδαφος, προετοιμάζω το έδαφος, ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης preparing
ετοιμάζω, προετοιμάζωtransitive verb ([sth]: make ready) (κάτι (για κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Before you plant seeds, you need to prepare the ground. Πριν φυτέψεις τους σπόρους, πρέπει να ετοιμάσεις (or: προετοιμάσεις) το έδαφος. |
προετοιμάζωtransitive verb ([sb]: make ready) (κάποιον, κάποιον για κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nothing could have prepared me for the sight that greeted me when I opened the door. Τίποτα δε θα μπορούσε να με προετοιμάσει για το θέαμα που αντίκρυσα μόλις άνοιξα την πόρτα. |
ετοιμάζω, προετοιμάζωtransitive verb (arrange) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She got the board out and prepared the pieces for a game of chess. Έβγαλε τη σκακιέρα και ετοίμασε τα πιόνια για μια παρτίδα σκάκι. |
ετοιμάζωtransitive verb (cook) (μαγειρεύω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He prepared a wonderful meal for us. Μας ετοίμασε ένα υπέροχο γεύμα. |
ετοιμάζομαιintransitive verb (get ready) (ρήμα μεταβατικό και αυτοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελεί το υποκείμενο επιστρέφει στο ίδιο το υποκείμενο, π.χ. πλένομαι (=πλένω τον εαυτό μου) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αυτο-) I am coming out soon - I just need a minute to prepare. Βγαίνω σε λίγο, χρειάζομαι μόνο ένα λεπτό να ετοιμαστώ. |
κάνω ετοιμασίες για κτ(get ready) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Simon has spent all day preparing for his guests' arrival. Ο Σάιμον όλη την ημέρα έκανε ετοιμασίες για την άφιξη των καλεσμένων του. |
ετοιμάζομαι(get ready: to do) (να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Prepare to be amazed! Ετοιμάσου να εκπλαγείς! |
ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαιphrasal verb, transitive, inseparable (get ready to) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Prepare to die, scum! |
ετοιμάζω φαγητό, μαγειρεύω(make [sth] to eat) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Why don't you take out the garbage while I prepare the food. Γιατί δεν βγάζεις έξω τα σκουπίδια όσο εγώ θα ετοιμάζω φαγητό; |
ετοιμάζω, προετοιμάζωverbal expression (make ready to be used) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I've already prepared my tools for use so as to save time later. Έχω ήδη ετοιμάσει τα εργαλεία μου για να κερδίσω χρόνο αργότερα. |
παίρνω δείγμαtransitive verb (science: obtain specimens of) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίρνω δείγμαtransitive verb (obtain examples of) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προετοιμάζω το έδαφοςverbal expression (figurative (make conditions ready) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The economic agreements were used to prepare the ground for full political collaboration. Η οικονομική συμφωνία προετοίμασε το έδαφος για πλήρη πολιτική συνεργασία. |
προετοιμάζω το έδαφοςverbal expression (figurative (make conditions ready) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Older children often prepare the way for their younger siblings, who are given more freedom and fewer responsibilities. Τα μεγαλύτερα παιδιά συνήθως προετοιμάζουν το έδαφος για τα νεότερα αδέρφια τους, στα οποία δίνεται μεγαλύτερη ελευθερία και λιγότερες ευθύνες. |
ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαιverbal expression (get ready) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I'm all packed for the move, but I still have to prepare myself mentally for the change. Έχω μαζέψει τα πράγματά μου για την μετακόμιση αλλά έχω ακόμα να προετοιμαστώ πνευματικά για την αλλαγή. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του preparing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του preparing
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.