Τι σημαίνει το political στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης political στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του political στο Αγγλικά.
Η λέξη political στο Αγγλικά σημαίνει πολιτικός, πολιτικός, απολιτικός, απολίτικος, πολιτικός ακτιβισμός, πολιτικός ακτιβιστής, κρατικές, κυβερνητικές υποθέσεις, πολιτική πειθαρχία, πολιτικός, πολιτικό άσυλο, πολιτική εκστρατεία, υποψήφιος, πολιτική γελοιογραφία, πολιτικός σύμβουλος, πολιτικός σύμβουλος, πολιτική ορθότητα, πολιτική διαφθορά, πολιτική ιστορία, πολιτικός αρχηγός, πολιτικός αρχηγός, αρχηγός κόμματος, πρωθυπουργός, πολιτικός ελιγμός, πολιτικός χάρτης, πολιτικό αξίωμα, κόμμα, κόμμα, πολιτικός κρατούμενος, πολιτικός αγώνας, πολιτική επιστήμη, πολιτικός επιστήμονας, πολιτικό φάσμα, πολιτική σκηνή, πολιτικό σύστημα, πολιτική αναταραχή, πολιτική αναταραχή, πολιτικές απόψεις, πολιτικές γνώμες, πολιτικές θέσεις. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης political
πολιτικόςadjective (of politics) (πολιτικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) There is some political meeting going on in there. Κάποια πολιτική συνάντηση γίνεται εκεί μέσα. |
πολιτικόςadjective (of politicians) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The committee was made up of political appointees. |
απολιτικός, απολίτικοςadjective (apolitical) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πολιτικός ακτιβισμόςnoun (action for political change) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) I engaged in political activism for the first time as a university student. |
πολιτικός ακτιβιστήςnoun ([sb] working to influence politics) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The anti-war protest was led by a political activist by the name of Locke. |
κρατικές, κυβερνητικές υποθέσειςplural noun (matters of government) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
πολιτική πειθαρχίαnoun (loyalty to a political party) |
πολιτικόςnoun (figurative ([sb] active in politics) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Simpson continued to be a political animal who was active in the communist party. |
πολιτικό άσυλοnoun (law: protection) |
πολιτική εκστρατείαnoun (candidate: publicity) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The candidate's political campaign began two whole years before the election. |
υποψήφιοςnoun ([sb] standing for election to government) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πολιτική γελοιογραφίαnoun (drawing: satirizes government) My mother loved politics and read every political cartoon she could find. |
πολιτικός σύμβουλοςnoun (government advisor) |
πολιτικός σύμβουλοςnoun (US (advisor regarding political campaigns) |
πολιτική ορθότηταnoun (informal, pejorative (avoiding discrimination) |
πολιτική διαφθοράnoun (dishonest government activity) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Overseas aid to developing countries is often wasted because of political corruption. |
πολιτική ιστορίαnoun (study of politics through the years) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πολιτικός αρχηγόςnoun (head of a political party) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πολιτικός αρχηγός, αρχηγός κόμματος, πρωθυπουργόςnoun (head of a government) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πολιτικός ελιγμόςnoun (often plural (strategy in politics) |
πολιτικός χάρτηςnoun (map that shows political boundaries) |
πολιτικό αξίωμαnoun (government position) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) After the library director retired she ran for political office. |
κόμμαnoun (group seeking to form government) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The Conservative Party is the oldest political party in the United Kingdom. |
κόμμαnoun (US (group seeking power within government) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πολιτικός κρατούμενοςnoun ([sb] imprisoned for political dissidence) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Amnesty International campaigns to release political prisoners. |
πολιτικός αγώναςnoun (competition for government office) Chris Dudley took part in the political race for Governor of Oregon. |
πολιτική επιστήμηnoun (study of government) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I hated taking political science classes until I got to college. |
πολιτικός επιστήμοναςnoun ([sb]: studies government) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πολιτικό φάσμαnoun (range of political opinions) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) This election has candidates from all across the political spectrum, from the far left wing to the far right. |
πολιτική σκηνήnoun (figurative (public politics) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) She burst onto the political stage when she was nominated for high office. |
πολιτικό σύστημαnoun (organization of politics) The political system in our country needs reform. |
πολιτική αναταραχήnoun (chaos in government affairs) |
πολιτική αναταραχήnoun (overthrow or disruption of government) During the political upheaval, the government closed all the television stations. |
πολιτικές απόψεις, πολιτικές γνώμες, πολιτικές θέσειςplural noun (beliefs about society, economy, etc.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του political στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του political
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.