Τι σημαίνει το plaisir στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης plaisir στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του plaisir στο Γαλλικά.
Η λέξη plaisir στο Γαλλικά σημαίνει ευχαρίστηση, απόλαυση, απόλαυση, ευχαρίστηση, αισθησιασμός, χαρά, πανδαισία, αναψυχή, αγάπες, αγαπούλες, χαρά, ευχαρίστηση, απόλαυση, ευχαρίστηση, διασκέδαση, ενθουσιασμός, διασκέδαση, ευχαρίστηση, χαρά, χαρά, ερωτική διέγερση/ικανοποίηση/απόλαυση, οδήγηση, αναζήτηση της ευχαρίστησης, επιδίωξη της ευχαρίστησης, ικανοποιώ, ευχαριστώ, παρακαλώ, ευχάριστος, για πλάκα, για διασκέδαση, για πλάκα, για διασκέδαση, Χαρά μου!, αναμένω την απάντησή σας, αναμένω απάντησή σας, χαίρομαι που σε βλέπω, δεν κάνει τίποτα, ευχαρίστηση μου, χαρά μου, Να περνάς καλά, Καλά να περνάς, Ναι, παρακαλώ, τόπος αφθονίας, καλοπέρασης, ακολασίας, απαγορευμένος καρπός, έντονη απόλαυση, ταλαιπωρία, δοκιμασία, σαρκική απόλαυση, το να καλομαθαίνω τον εαυτό μου, συχνά σε υπερβολικό βαθμό, εύκολο πράγμα, ένοχη απόλαυση, διασκεδάζω, ευχαριστιέμαι, προσφέρω χαρά, ευχαριστώ, ικανοποιώ, κάνω τη χάρη, κάνω ένα δώρο στον εαυτό μου, απολαμβάνω, ενδίδω σε κτ, απολαμβάνω, ευχαριστιέμαι, ευχαρίστως, πολυτέλεια, σαρκική απόλαυση, βοηθάω, βοηθώ, χαίρομαι, χαροποιώ, ευχαριστώ, ικανοποιώ, απολαμβάνω, κάνω ένα δώρο στον εαυτό μου, κάνω ένα δώρο στον εαυτό μου, κάνω τη χάρη σε κπ, χαίρομαι να κάνω κτ, ευχαριστώ, ικανοποιώ, ευπρόσδεκτος, χάρμα οφθαλμών, ευχαριστώ, ενδίδω, υποκύπτω, ικανοποιώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης plaisir
ευχαρίστηση, απόλαυσηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Manger du chocolat procure beaucoup de plaisir à Sally. Η Σάλι νιώθει μεγάλη ευχαρίστηση όταν τρώει σοκολάτα. |
απόλαυση, ευχαρίστησηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le plaisir que prenaient les enfants à manger le gâteau se voyait à leur manière de l'engloutir. Ήταν ολοφάνερη η ευχαρίστηση των παιδιών από τον τρόπο με τον οποίο καταβρόχθισαν το κέικ. |
αισθησιασμόςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Les hommes ont toujours peur que leur partenaire simule son plaisir. |
χαράnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) C'est un plaisir de vous rencontrer. Είναι χαρά μου που σας γνωρίζω. |
πανδαισία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le banquet fut un véritable plaisir pour les yeux et pour les papilles. Η τελευταία του ταινία είναι μια οπτική πανδαισία. Ο μπουφές ήταν μια πανδαισία για τα μάτια και το στομάχι. |
αναψυχή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Voyagez-vous pour affaires ou pour le plaisir ? Ταξιδεύεις για δουλειά ή αναψυχή; |
αγάπες, αγαπούλες(gratification sexuelle) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Il était de bonne humeur. Sa femme lui avait probablement donné du plaisir la nuit précédente. Είχε καλή διάθεση. Μάλλον η γυναίκα του τού έκανε αγάπες το προηγούμενο βράδυ. |
χαρά, ευχαρίστησηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le jardinage était son seul plaisir. |
απόλαυση, ευχαρίστηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Jouer au golf est le seul plaisir de Larry. |
διασκέδασηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sarah chasse l'ours pour le plaisir. Η Σάρα πυροβολεί αρκούδες για χόμπυ. |
ενθουσιασμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Carrie pouvait à peine contenir sa délectation en observant la vue de son balcon d'hôtel. Η Κάρι δεν μπορούσε να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό της όταν είδε τη θέα από το μπαλκόνι στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. |
διασκέδαση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Η μπάντα έπαιξε ένα δεύτερο ανκόρ για τη διασκέδασή μας. |
ευχαρίστηση, χαρά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sa satisfaction devant la réussite de ses enfants était évidente. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η ευχαρίστησή του για την επιτυχία των παιδιών του ήταν εμφανής. |
χαρά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La lecture était sa joie. |
ερωτική διέγερση/ικανοποίηση/απόλαυσηnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
οδήγηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αναζήτηση της ευχαρίστησης, επιδίωξη της ευχαρίστησης
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ικανοποιώ, ευχαριστώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παρακαλώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) « Voulez-vous du thé ? »
« Oui, merci ! » «Θα ήθελες λίγο τσάι;» «Ναι, παρακαλώ!» |
ευχάριστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Manger de la glace avec ses petits-enfants était une expérience agréable pour Martha. |
για πλάκα, για διασκέδαση
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) On peut tailler la route juste pour s'amuser et voir où ça nous mène. |
για πλάκα, για διασκέδαση
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
Χαρά μου!
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) - Merci de nous avoir cuisiné un si bon repas. - Tout le plaisir est pour moi. «Σ' ευχαριστούμε που μας ετοίμασες ένα τόσο υπέροχο δείπνο!».«Χαρά μου!» |
αναμένω την απάντησή σας(lettre de motivation, soutenu) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αναμένω απάντησή σας(lettre de motivation, soutenu) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χαίρομαι που σε βλέπω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν κάνει τίποτα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) «Σ' ευχαριστώ πολύ για τη βοήθειά σου.» «Δεν κάνει τίποτα! Δεν μου ήταν κόπος.» |
ευχαρίστηση μου, χαρά μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) – Merci pour votre aide. – Tout le plaisir est pour moi. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Α: Ευχαριστώ για την βοήθειά σας. Β: Ευχαρίστησή μου. Α: Ευχαριστώ Β: Ευχαρίστησή μου. |
Να περνάς καλά, Καλά να περνάςinterjection (ironique) (με ειρωνική έννοια) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ναι, παρακαλώ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τόπος αφθονίας, καλοπέρασης, ακολασίαςnom masculin (αργκό, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απαγορευμένος καρπός(figuré) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
έντονη απόλαυσηnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ταλαιπωρία, δοκιμασία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mon travail n'est pas une sinécure : je suis debout toute la journée, avec des horaires à rallonge. |
σαρκική απόλαυσηnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
το να καλομαθαίνω τον εαυτό μου, συχνά σε υπερβολικό βαθμόnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
εύκολο πράγμαnom féminin |
ένοχη απόλαυσηnom masculin |
διασκεδάζω, ευχαριστιέμαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Victor est un sadique : il prend plaisir à voir souffrir les autres. |
προσφέρω χαρά
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un beau coucher de soleil me procure toujours beaucoup de plaisir. |
ευχαριστώ, ικανοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω τη χάρη(positif) (σε κάποιον) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'étais sûr que l'inviter au restaurant lui ferait plaisir. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Απλά θέλει την προσοχή σου. Μην της κάνεις τη χάρη. |
κάνω ένα δώρο στον εαυτό μουlocution verbale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απολαμβάνωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ενδίδω σε κτ
Je me permets habituellement un verre de vin au dîner. Mary s'offre un massage avant son importante présentation. |
απολαμβάνω, ευχαριστιέμαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils semblaient prendre plaisir à mon embarras. |
ευχαρίστως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πολυτέλειαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le gâteau au chocolat est l'un de nos petits plaisirs. Το κέικ σοκολάτας είναι μια ιδιαίτερη απόλαυση στο σπίτι μας. |
σαρκική απόλαυσηnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βοηθάω, βοηθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je suis allée voir ma grand-mère juste pour faire plaisir à mes parents. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο Τζον ζήτησε βοήθεια από τη Μαίρη και εκείνη με χαρά τον εξυπηρέτησε. |
χαίρομαιverbe pronominal (να κάνω κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les filles prennent plaisir à embêter leur frère. |
χαροποιώ, ευχαριστώ, ικανοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les cadeaux d'anniversaire que Mary a reçus ont vraiment eu l'air de la ravir. Τα δώρα γενεθλίων που πήρε η Μαίρη, σίγουρα φάνηκε να την ευχαριστούν. |
απολαμβάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Adrian a aimé prendre sa revanche sur le type qui lui avait fait perdre son emploi. Ο Έιντριαν ευχαριστήθηκε όταν εκδικήθηκε τον τύπο εξαιτίας του οποίου έχασε τη δουλειά του. |
κάνω ένα δώρο στον εαυτό μουverbe pronominal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le vendredi soir j'aime me faire plaisir avec un film romantique et une boîte de chocolats. Τα βράδυα της Παρασκευής μου αρέσει να με κακομαθαίνω με μια ρομαντική ταινία και ένα κουτί σοκολατάκια. |
κάνω ένα δώρο στον εαυτό μουverbe pronominal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Karen s'achetait rarement quoi que ce soit mais comme c'était son anniversaire, elle a décidé de se faire plaisir. Η Κάρεν συνήθως δεν αγόραζε καινούργια πράγματα για τον εαυτό της, αλλά καθώς ήταν τα γενέθλιά της αποφάσισε να κάνει ένα δώρο στον εαυτό της. |
κάνω τη χάρη σε κπ(positif) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Allez, fais-lui plaisir : il se rendra bien compte qu'il a tort. Πήγαινε απλά με τα νερά του. Στο τέλος θα καταλάβει πως έχει άδικο. |
χαίρομαι να κάνω κτlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les enfants prennent plaisir à embêter leur baby-sitter. Τα παιδιά χαίρονται να βασανίζουν την μπέιμπι-σίτερ τους. |
ευχαριστώ, ικανοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ma chérie, je veux juste te faire plaisir. Αγάπη μου, απλά θέλω να σε ευχαριστήσω (or: ικανοποιήσω). |
ευπρόσδεκτοςverbe intransitif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ce cadeau lui fait très plaisir. |
χάρμα οφθαλμών
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ευχαριστώlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il sait faire plaisir. |
ενδίδω, υποκύπτω(boire) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le médecin avait dit à Harry d'arrêter de boire mais celui-ci se laissait tenter régulièrement quand même. |
ικανοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un homme attentionné trouvera de nouvelles façons de donner du plaisir à sa partenaire. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του plaisir στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του plaisir
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.