Τι σημαίνει το pierced στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης pierced στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pierced στο Αγγλικά.
Η λέξη pierced στο Αγγλικά σημαίνει τρυπημένος, διάτρητος, τρυπάω, τρυπώ, τρυπάω τα αυτιά, κάνω τρύπες στα αυτιά, διαπερνώ, είμαι διαπεραστικός, λύνω, επιλύω, τρυπάω, τρυπώ, διαπερνώ, διαπερνώ, διαπερνώ, ραγίζω, τρυπημένο αφτί. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης pierced
τρυπημένοςadjective (punctured: for jewellery) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) My parents were angry when they saw my newly pierced nose. |
διάτρητοςadjective (perforated) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The soldier saw blood, then realized that his leg had been pierced by a knife. |
τρυπάω, τρυπώtransitive verb (make: a hole in [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The drill pierced the wall. Το τρυπάνι τρύπησε τον τοίχο. |
τρυπάω τα αυτιά, κάνω τρύπες στα αυτιάtransitive verb (make holes in: earlobes) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) My mother pierced my ears when I was thirteen. Η μητέρα μου μου τρύπησε τα αυτιά όταν ήμουν δεκατριών. |
διαπερνώtransitive verb (break through, penetrate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The squadron pierced the enemy's defences. The sun pierced the clouds. Η μοίρα διαπέρασε την άμυνα του εχθρού. Ο ήλιος διαπέρασε τα σύννεφα. |
είμαι διαπεραστικόςintransitive verb (penetrate) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) It was a cold wind of the kind that pierces. |
λύνω, επιλύωtransitive verb (figurative (understand) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Poirot succeeded in piercing the mystery. |
τρυπάω, τρυπώtransitive verb (stab, puncture) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The spear pierced Henry's arm. |
διαπερνώtransitive verb (figurative (sound: travel) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A cry pierced the night. |
διαπερνώtransitive verb (light: penetrate darkness) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A dim light pierced the darkness in the room. |
διαπερνώtransitive verb (affect bodily) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The cold pierced Malcolm to his very bones. |
ραγίζωtransitive verb (figurative (affect emotionally) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tom's unkind words pierced his father's heart. |
τρυπημένο αφτίnoun (ear with hole for wearing jewellery) You often see a man with one pierced ear, but women usually pierce both ears. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pierced στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του pierced
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.