Τι σημαίνει το picture στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης picture στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του picture στο Αγγλικά.

Η λέξη picture στο Αγγλικά σημαίνει εικόνα, ζωγραφιά, φωτογραφία, πορτρέτο, υπόδειγμα, ίδιος, ολόιδιος, εικόνα, εικόνα, έργο, εικόνα, φαντάζομαι, απεικονίζω, περιγράφω, η μεγάλη εικόνα, φωτογραφία προφίλ, εικόνα προφίλ, περιγράφω, σκιαγραφώ, εξηγώ λεπτομερειακά, περιγράφω λεπτομερειακά, πιάνω το νόημα, έχω μια εικόνα, έχω μια ιδέα, παζλ, βλέπω τη γενικότερη εικόνα, ταινία, κινηματογραφία, κινηματογραφική μηχανή λήψης, κινηματογραφική ταινία, είμαι εκτός, ζωγραφίζω μια εικόνα, ζωγραφίζω μία εικόνα, αρχειοθέτηση εικόνων, εικονογραφημένο βιβλίο, εικονογραφημένο λεξικό, κορνίζα, πλαισίωση εικόνας, πινακοθήκη, γκαλερί, κάρτα, μπάρα για κρέμασμα εικόνων, ράγα για κρέμασμα εικόνων, φωτογραφία, μεγάλο παράθυρο, τέλειος, ιδανικός, όμορφη σαν ζωγραφιά, βγάζω φωτογραφία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης picture

εικόνα

noun (image)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The book tells her life story in pictures and words.
Το βιβλίο διηγείται την ιστορία της ζωής της με εικόνες και λέξεις.

ζωγραφιά

noun (drawing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The child drew a picture of her house.
Το παιδί ζωγράφισε μια εικόνα του σπιτιού του.

φωτογραφία

noun (photograph)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Luke took a picture of his family.
Ο Λουκ έβγαλε την οικογένειά του φωτογραφία.

πορτρέτο

noun (portrait)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The Johnsons sat for a picture.

υπόδειγμα

noun (figurative (model)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Wesley is a picture of good health.

ίδιος, ολόιδιος

noun (figurative (look-alike)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gary is the picture of his mother.
Ο Γκάρυ και η μητέρα του είναι καρμπόν.

εικόνα

noun (figurative (assessment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The test is a picture of the students' progress.

εικόνα

noun (figurative (description)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The author gives a depressing picture of life in Russia.

έργο

noun (informal (movie, film)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Let's go see an action picture.

εικόνα

noun (image on a television screen)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The picture is fuzzy.

φαντάζομαι

transitive verb (imagine)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Try to picture Leslie in a tuxedo.
Προσπάθησε να φανταστείς τον Λέσλι με σμόκιν.

απεικονίζω

transitive verb (shown, depicted) (κάτι/κάποιον άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They were pictured sitting in the meadow.
Απεικονίζονταν καθισμένοι σε ένα λιβάδι.

περιγράφω

transitive verb (figurative (describe)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The author pictured their bravery in glowing language.

η μεγάλη εικόνα

noun (figurative (the situation as a whole)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
We need to consider the big picture and not focus just on details.

φωτογραφία προφίλ, εικόνα προφίλ

noun (internet: avatar)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

περιγράφω, σκιαγραφώ

verbal expression (represent [sth] visually)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I couldn't describe the crash in words so I drew a picture of it for the police.

εξηγώ λεπτομερειακά, περιγράφω λεπτομερειακά

verbal expression (figurative (describe in detail) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The novel draws a picture of life in Depression-era America.
Το μυθιστόρημα περιγράφει λεπτομερειακά τη ζωή στην Αμερική την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης.

πιάνω το νόημα

verbal expression (figurative, informal (understand) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You get the picture? His 'business trips' were actually visits to his mistress.

έχω μια εικόνα, έχω μια ιδέα

verbal expression (figurative (visualize) (μεταφορικά: με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The architect had a picture in his mind of what the finished building would look like.

παζλ

noun (image to be pieced together)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
100-piece jigsaw puzzles are easy, but a 1000-piece jigsaw puzzle takes days to put together.

βλέπω τη γενικότερη εικόνα

verbal expression (figurative (consider [sth] in its wider context) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ταινία

noun (formal, US (movie, film)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κινηματογραφία

plural noun (US (art or business of movies)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κινηματογραφική μηχανή λήψης

noun (movie camera)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κινηματογραφική ταινία

noun (film used in a movie camera)

είμαι εκτός

expression (no longer part of [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ζωγραφίζω μια εικόνα

verbal expression (create an image in paint)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ζωγραφίζω μία εικόνα

verbal expression (figurative (describe or depict [sth]) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No more job means no more paycheck, which means we cannot go to Hawaii this spring. Do I need to paint a picture for you?

αρχειοθέτηση εικόνων

noun (storage and retrieval of images)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εικονογραφημένο βιβλίο

noun (child's storybook with pictures)

My first picture book was Mother Goose's Tales.

εικονογραφημένο λεξικό

noun (book: illustrated definitions)

I sent him a French/English picture dictionary to help him learn basic English vocabulary.

κορνίζα

noun (mount for a picture)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The picture frame is made of wood.

πλαισίωση εικόνας

noun (surrounding images with a frame) (σε πλαίσιο, γενικότερα)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πινακοθήκη, γκαλερί

noun (place where art is exhibited and sold)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My mother and I went to our local picture gallery to view the new artwork on display.

κάρτα

noun (postcard with a scenic view)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She sent a picture postcard of the Alps to her mother.

μπάρα για κρέμασμα εικόνων, ράγα για κρέμασμα εικόνων

noun (bar from which pictures are hung)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φωτογραφία

noun (photography)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Her favorite hobby is picture taking.

μεγάλο παράθυρο

(large window)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τέλειος, ιδανικός

adjective (US (ideal in appearance,)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She cleaned her house until it was picture-perfect.

όμορφη σαν ζωγραφιά

adjective (girl: sweetly attractive) (μόνο θηλυκό)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Sophie looks as pretty as a picture in her new dress.

βγάζω φωτογραφία

verbal expression (capture [sb] or [sth] on camera)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You look lovely in that dress – wait there, I'll take a picture.
Είσαι πολύ όμορφη με αυτό το φόρεμα. Περίμενε εκεί να βγάλω μια φωτογραφία.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του picture στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του picture

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.