Τι σημαίνει το perto στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης perto στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του perto στο πορτογαλικά.
Η λέξη perto στο πορτογαλικά σημαίνει πλησίον, κοντά, κοντά, κοντά, κοντά, από κοντά, πλησίον, σώμα με σώμα, πρόχειρος, εύκαιρος, κοντά σε, πάνω από, κοντά, κοντινός, κοντά, κοντινός, επερχόμενος, ορατός, πλευρίζω, πλησιάζω, πλησιάζω, προσεγγίζω, πλησιάζω, κάθομαι, παραμένω, απομακρύνομαι, πλησιάζω σε κτ, λεπτομερής, ενδελεχής, κοντά και μακριά, αρκετά κοντινός, παράκτιος, ούτε κατά διάνοια, σε απόσταση ακοής, κοντά στη γη, με μια πιο προσεκτική εξέταση, κοντά σε, βαλτότοπος, που ακολουθεί κατά πόδας, δίπλα σε κτ/κπ, όχι πιο κοντά από, κλείνω, ολοκληρώνομαι, τελειώνω, λήγω, μένω κοντά σε κπ/κτ, ρίχνω μια προσεκτική ματιά, έρχομαι κοντά στη φύση, πλησιάζω, είμαι κοντά, επίκειμαι, έχω κπ/κτ κοντά μου, μένω δίπλα σε κπ, κοντινότερος, πλησιέστερος, ο κοντινότερος, ο πλησιέστερος, πού περίπου, στην περιοχή μου, πιο προσεκτική ματιά, περίπου, κοντά σε, δίπλα σε, ρίχνω μια προσεκτική ματιά, κολλάω πίσω από το μπροστινό αμάξι, δεν απομακρύνομαι, πιο κοντά, κοντά σε κτ, δίπλα σε κτ, κοντά σε, κοντά, φτάνω τα, κοντεύω τα, κολλάω πίσω από κπ/κτ, κοντινότερος, πλησιέστερος, είμαι έτοιμος να, πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι, πιο κοντά, που μοιάζει περισσότερο, πιο κοντά, κοντά σε, γύρω σε, κοντά, έτοιμος, κοντά στη βάση, κοντά, υπερβολικά κοντά, τριγύρω, γύρω, -, κοντά στη βάση, κάπου, ένα βήμα πριν, έχω κπ/κτ κοντά μου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης perto
πλησίονadjetivo (arcaico, literário) (καθαρεύουσα) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Μετανοείτε, αμαρτωλοί! - το τέλος του κόσμου πλησιάζει. |
κοντάadvérbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Mantenha seu telefone perto, para o caso de ele ligar. Έχε σιμά σου το τηλέφωνο, μήπως τηλεφωνήσει! |
κοντά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ele fez um gesto para que chegássemos perto. Μας έκανε νόημα να έρθουμε κοντά. |
κοντάadvérbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Sempre que Richard viajava para perto a trabalho, visitava sua família. Há um caixa eletrônico aqui por perto? Κάθε φορά που ο Ρίτσαρντ ταξίδευε στη γύρω περιοχή για δουλειά επισκεπτόταν την οικογένειά του. |
κοντά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
από κοντά(em alcance próximo) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πλησίονadvérbio (arcaico, literário) (καθαρεύουσα: με γενική) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σώμα με σώμαadvérbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πρόχειρος, εύκαιρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Phil sempre deixa o telefone por perto, caso sua mulher ligue. Ο Φιλ είχε πάντα κοντά το τηλέφωνό του σε περίπτωση που θα έπαιρνε η γυναίκα του. |
κοντά σεpreposição Há várias árvores perto da casa e do jardim. |
πάνω απόadjetivo O toque do meu telefone não era nada perto do barulho do restaurante. |
κοντά(informal:fisicamente próximo) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Os dois dançaram juntinhos a noite toda. Οι δυο τους χόρευαν κολλητά όλη νύχτα. |
κοντινός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Jim frequentou uma escola próxima. Ο Τζιμ πήγαινε σε ένα γειτονικό σχολείο. |
κοντά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Cuidado, os botões "editar" e "apagar" são perigosamente próximos! ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Τα σπίτια τους είναι σε κοντινή απόσταση. |
κοντινός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
επερχόμενοςadjetivo (aproximando) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ορατός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Πριν από δύο εβδομάδες, νόμιζα ότι δεν θα τελείωνα ποτέ αυτή την εργασία. Τώρα, όμως, το τέλος είναι ορατό. |
πλευρίζω, πλησιάζω(aproximar de forma casual) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πλησιάζω, προσεγγίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O veado começou a correr quando os lobos se aproximaram. Το ελάφι άρχισε να τρέχει καθώς πλησίαζαν οι λύκοι. |
πλησιάζω(aproximar de forma casual) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάθομαι, παραμένω(καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
απομακρύνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο αστυνόμος μας είπε να απομακρυνθούμε από το όχημα. Απομακρυνθείτε γρήγορα από εκείνον τον κροταλία. Είναι έτοιμος να επιτεθεί. |
πλησιάζω σε κτ
|
λεπτομερής, ενδελεχής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) O livro oferece um conhecimento íntimo da vida do astro de cinema. |
κοντά και μακριάexpressão (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
αρκετά κοντινόςlocução adjetiva (bem perto) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
παράκτιοςlocução adverbial (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ούτε κατά διάνοιαlocução adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
σε απόσταση ακοήςadvérbio (όχι συχνό) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κοντά στη γηlocução adverbial (perto do solo) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
με μια πιο προσεκτική εξέτασηexpressão (examinar algo mais detalhadamente) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
κοντά σε
|
βαλτότοπος(Escócia) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
που ακολουθεί κατά πόδαςlocução verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δίπλα σε κτ/κπlocução prepositiva A casa perto do campo de golfe tem tem uma bela vista para o gramado. Το σπίτι δίπλα στο γήπεδο του γκολφ έχει υπέροχη θέα. |
όχι πιο κοντά απόpreposição (longe de) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κλείνω, ολοκληρώνομαι, τελειώνω, λήγωexpressão verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Καθώς τελείωνε η βραδιά, η ορχήστρα έπαιξε ένα τελευταίο βαλς. |
μένω κοντά σε κπ/κτexpressão (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ρίχνω μια προσεκτική ματιά(examinar criteriosamente) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se você der uma boa olhada, verá que essa nota não tem marca d'água. É uma fraude. Αν ρίξεις μια προσεκτική ματιά, θα δεις ότι το χαρτονόμισμα δεν έχει υδατογράφημα· είναι πλαστό. |
έρχομαι κοντά στη φύση(passar o tempo fora de casa) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πλησιάζω, είμαι κοντά, επίκειμαιlocução verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Η Πρωτοχρονιά πλησιάζει. |
έχω κπ/κτ κοντά μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μένω δίπλα σε κπ(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κοντινότερος, πλησιέστερος(χρονικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) O casamento de Jeff está mais perto do que você pensa, por isso lembre-se de comprar um presente para ele. Ο γάμος του Τζεφ είναι πιο κοντά από ό, τι νομίζεις, οπότε μην αμελήσεις να του πάρεις δώρο. |
ο κοντινότερος, ο πλησιέστερος(χρονικά) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
πού περίπου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Por onde você disse que estava morando? Σε ποια περιοχή είπαμε ότι έμενες; |
στην περιοχή μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πιο προσεκτική ματιάexpressão verbal (σε κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
περίπουlocução prepositiva (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ouvi uma batida por volta das dez horas na noite passada. Άκουσα έναν κρότο γύρω στις δέκα χθες το βράδυ. |
κοντά σε, δίπλα σεlocução adverbial Leve a bicicleta perto de você. Πάρε το ποδήλατο κοντά σου. |
ρίχνω μια προσεκτική ματιά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κολλάω πίσω από το μπροστινό αμάξι(BRA) (μτφ, καθομ, ανεπίσημο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δεν απομακρύνομαι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πιο κοντά(figurado) (μεταφορικά: σε κπ) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Eu me sinto mais próximo de você do que jamais me senti de alguém. Νοιώθω πιο κοντά σε σένα από ό,τι ένιωσα ποτέ στον οποιονδήποτε. |
κοντά σε κτ, δίπλα σε κτlocução prepositiva Há uma fonte perto da quadra de tênis. Υπάρχει ένας καταψύκτης κοντά στο γήπεδο του τένις. |
κοντά σε
Perto de seus pés, ela encontrou uma moeda. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Κοντά στα πόδια της, βρήκε ένα κέρμα. |
κοντά(σε κάτι/κάποιον) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) O banco fica perto do correio. Η τράπεζα είναι κοντά στο ταχυδρομείο. |
φτάνω τα, κοντεύω τα(idade) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Minha avó está chegando aos noventa anos, mas ela ainda faz uma longa caminhada todos os dias. |
κολλάω πίσω από κπ/κτ(BRA) (μτφ, καθομ, ανεπίσημο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κοντινότερος, πλησιέστερος(figurado) (αριθμός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Wendy está mais perto dos primos dela em idade do que de seu irmão. |
είμαι έτοιμος να(κάνω κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A pobre mulher parecia prestes a chorar. Η καημένη η γυναίκα έμοιαζε να είναι στο τσακ να βάλει τα κλάματα. |
πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Já estamos chegando perto do Natal e eu ainda não comprei nenhum presente. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Καθώς πλησιάζουμε στο τέλος της σχολικής χρονιάς, ελπίζω ότι θα παραμείνετε συγκεντρωμένοι στα μαθήματά σας. |
πιο κοντάlocução adverbial (espaço) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Se você está com frio, sente mais perto do radiador. |
που μοιάζει περισσότερο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πιο κοντάlocução adverbial (tempo) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) O natal está chegando mais perto. |
κοντά σεlocução adverbial (perto no tempo) Eles marcaram um ponto perto do fim do jogo. Πέτυχαν πόντο προς το τέλος του αγώνα. |
γύρω σε(περίπου: χρόνος) Eu te vejo por volta das três horas. Θα τα πούμε κατά τις τρεις. |
κοντάlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Matt foi para perto para ver melhor o quadro. |
έτοιμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Eu estava prestes a entrar no banho quando a campainha tocou. Ετοιμαζόμουν να μπω στην μπανιέρα όταν χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. |
κοντά στη βάσηlocução adjetiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ele bateu a bola alto para perto da base à direita do campo. |
κοντάlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ela está por perto? Quero perguntar uma coisa. |
υπερβολικά κοντάlocução adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
τριγύρω, γύρωlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Há várias lojas por perto. |
-(próximo a um alvo) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) A flecha caiu por perto. Το βέλος δεν έφτασε τον στόχο. |
κοντά στη βάσηlocução adverbial (beisebol) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nessa tacada, o jogador joga perto da base à esquerda. |
κάπουlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) O James está por perto do escritório em algum lugar? Είναι ο Τζέιμς στο γραφείο; |
ένα βήμα πριν(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ela estava perto da histeria quando nós finalmente chegamos lá. O projeto está perto de ser completado. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ήταν στα πρόθυρα της υστερίας όταν επιτέλους φτάσαμε. |
έχω κπ/κτ κοντά μουexpressão verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του perto στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του perto
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.