Τι σημαίνει το partes στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης partes στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του partes στο ισπανικά.
Η λέξη partes στο ισπανικά σημαίνει μέρος, τμήμα, μέρος, κομμάτι, κομμάτι, μερίδιο, αυτό που αντιστοιχεί, ό,τι αντιστοιχεί, κομμάτι, κλήση για παράνομο παρκάρισμα, συμβαλλόμενο μέρος, μερίδιο, μέρος, μέρος, θέμα, θήραμα, μερίδιο, τμήμα, συνοικία, μερίδιο, μερτικό, εσωτερικό, μερίδιο, μερίδιο, απόσπασμα, τμήμα, μέρος, μονάδα, τμήμα, ήμισυ, μερίδα, συμμετοχή, ανάμιξη, μήνυμα, μικρό κομμάτι, τεμάχιο, στοιχείο, κομμάτι, ποσοστό, ημίχρονο, μερίδιο, στοιχείο, μέρος, φεύγω, μετακομίζω, φεύγω, αναχωρώ, φεύγω, απομακρύνομαι, ξεκινώ, φεύγω, φεύγω, ξεκινώ, αρχίζω, σκίζω, σχίζω, σχίζω, κόβω, σπάζω, σπάω, ανοίγω, αποχωρώ, σπάω, σπάζω, κόβω, κόβω, σπάω κτ από κτ, του δίνω, που αναχωρεί, που φεύγει, πηγαίνω, ξεκινώ, φεύγω, ρηγματώνω, ξεκινώ, φεύγω, σπάω, εν μέρει, κατά ένα μέρος, σπαραξικάρδιος, σπαρακτικός, σπαρακτικός, σπαραξικάρδιος, οπουδήποτε, ppm, εκατομμυριοστός, πόνος στη μέση, θύμα, συμμετέχω, ανακατεύομαι, μερικώς, πάνω μέρος, κάτω μέρος, τακτικός, μόνιμος, σταθερός, κεφάλι, ενδέκατο, ξυρίζω, πίσω, έρχομαι, μπαίνω, βασικό λειτουργικό άκρο, βασικό άκρο λειτουργίας, άνω, κάτω μέρος, σε, από την πλευρά της μητέρας, βαρύς στο πάνω μέρος, με πολύ βάρος στο πάνω μέρος, αλλού, στα μισά, στο μέσον, όσον αφορά εμένα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης partes
μέρος, τμήμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La novela se divide en tres partes. Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε τρία μέρη (or: τμήματα). |
μέρος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mezcla una parte de concreto con dos partes de agua. |
κομμάτιnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) ¿Tienes una copia de la parte para soprano? |
κομμάτιnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La parte del violín era más difícil que las otras. |
μερίδιοnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) ¿Cuándo recibiré mi parte del dinero? |
αυτό που αντιστοιχεί, ό,τι αντιστοιχείnombre femenino Tú también debes hacer tu parte de limpieza. Πρέπει να κάνεις και εσύ ό,τι σου αντιστοιχεί στο καθάρισμα. |
κομμάτι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) ¿En cuántas porciones debería cortar el pastel? Σε πόσα κομμάτια να κόψω το κεϊκ; |
κλήση για παράνομο παρκάρισμαnombre masculino (CL) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Si agotas el tiempo del parquímetro es probable que te hagan un parte. |
συμβαλλόμενο μέροςnombre femenino Ninguna de las partes puede retractarse después de la firma del contrato. Κανείς από τους συμβαλλόμενους δεν μπορεί να υποχωρήσει, όταν το συμβόλαιο έχει υπογραφεί. |
μερίδιο, μέρος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Cada uno de nosotros obtiene una parte de los beneficios. O κάθε ένας από εμάς θα πάρει ένα μερίδιο (or: μέρος) από τα κέρδη. |
μέροςnombre femenino (είμαι, παίρνω) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) ¡Me niego a ser parte de todas tus mentiras y engaños! |
θέμαnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Fue la parte de mercadotecnia de la empresa la que causó el fracaso. Ήταν το θέμα μάρκετινγκ που προκάλεσε την αποτυχία της επιχείρησης. |
θήραμα(κυνήγι) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tu parte se limita a tres peces por mes. Επιτρέπεται να πιάσεις τρία ψάρια τον μήνα. |
μερίδιοnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tu parte será de aproximadamente quinientas libras. |
τμήμαnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) ¿En qué parte del teatro le gustaría sentarse para ver la obra? |
συνοικία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Esa parte del pueblo tiene muchos restaurantes y tabernas. |
μερίδιο, μερτικό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
εσωτερικόnombre femenino (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) El hombre que arregla computadoras sacó todas las partes de la computadora. Ο μηχανικός υπολογιστών έβγαλε όλο το εσωτερικό από τον υπολογιστή. |
μερίδιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Todos recibimos nuestra parte de problemas en la vida. |
μερίδιοnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Todos los herederos recibirán su parte a fin de mes. |
απόσπασμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Desde su silla en la esquina del transitado café, Allison podía escuchar partes de la conversación. |
τμήμα, μέρος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Debemos repavimentar esta porción de la calle. Πρέπει να ξαναστρώσουμε αυτό το κομμάτι του δρόμου. |
μονάδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tim desmontó la máquina, etiquetando cuidadosamente cada unidad, para poder volver a montarla de nuevo. Ο Τιμ έλυσε το μηχάνημα προσέχοντας να βάλει ετικέτα σε κάθε στοιχείο για να μπορέσει να το συναρμολογήσει ξανά. |
τμήμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Hay un segmento de cerca que falta en la parte baja del pastizal. Λείπει ένα τμήμα του φράχτη στο χαμηλότερο μέρος του βοσκότοπου. |
ήμισυ
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μερίδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Durante la guerra, la ración era de dos tazas de arroz por día por persona. |
συμμετοχή, ανάμιξη(coloquial) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Si te ayudo, quiero una tajada. |
μήνυμα(συνήθως κείμενο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La policía recibió un mensaje del criminal prófugo. Η αστυνομία έλαβε ένα μήνυμα από τον δραπέτη κακοποιό. |
μικρό κομμάτι, τεμάχιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Solo una fracción de la población cree que el calentamiento global no es real. |
στοιχείο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El mecánico tuvo que desmontar todos los elementos del motor para reparar el auto. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο σεφ τοποθετούσε τα στοιχεία του πιάτου στην πιατέλα. |
κομμάτι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El almuerzo fue sopa con unos pocos pedazos de pan. |
ποσοστό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ganamos una amplia proporción de los votos populares ayer. |
ημίχρονο(αθλητικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Al término del primer tiempo, el marcador está igualado. Στο τέλος του πρώτου ημιχρόνου, οι δυο ομάδες είναι ισόπαλες. |
μερίδιο(tierra) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Este año la parcela de nuestra organización es significativamente menor. |
στοιχείο(μεταφορικά, συνήθως πληθυντικός) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Una facción de la multitud tenía la intención de causar problemas. Μια ομάδα ατόμων ανάμεσα στο πλήθος είχε την πρόθεση να προκαλέσει ταραχές. |
μέρος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φεύγωverbo intransitivo (ponerse en camino) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ella partió sin decir una sola palabra. |
μετακομίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Estaba harto de esta ciudad, por lo que decidió partir. |
φεύγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Está Juan? No, ya partió. Είναι ο Τζον εδώ; Όχι, έχει ήδη φύγει. |
αναχωρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Este tren siempre parte puntual. Το τρένο αυτό φεύγει πάντα στην ώρα του. |
φεύγω, απομακρύνομαιverbo intransitivo (vehículo) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La ambulancia arrancó y partió veloz. |
ξεκινώ, φεύγωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tendremos que partir muy temprano para evitar el tráfico de la hora pico. Θα πρέπει να ξεκινήσουμε πολύ νωρίς για να αποφύγουμε την κίνηση την ώρα αιχμής. |
φεύγωverbo intransitivo (marcharse) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Henry estaba impaciente por marcharse por su cuenta. Ο Χένρι ανυπομονούσε να φύγει μόνος του. |
ξεκινώ, αρχίζωverbo intransitivo (ταξίδι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Partieron a Londres muy temprano al día siguiente. Ξεκίνησαν για το Λονδίνο νωρίς την επόμενη μέρα. Θα ξεκινήσουμε στις πέντε το πρωί. |
σκίζω, σχίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El geólogo partió con cuidado la muestra de roca en dos. |
σχίζω, κόβωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Partió el coco con un martillo. |
σπάζω, σπάω, ανοίγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Partió la nuez de Brasil y tiró la cáscara. |
αποχωρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Las maletas de Tim ya están listas y está preparado para partir. Οι βαλίτσες του Τιμ είναι φτιαγμένες και είναι έτοιμος να φύγει. |
σπάω, σπάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mary tenía una ramita en la mano y la partió. Η Μαίρη κρατούσε ένα κλαδάκι στα χέρια της και το έσπασε. |
κόβωverbo transitivo (αφαιρώ κομμάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Olga partió una parte de la barra de chocolate. Ο Όλγα έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι από τη σοκολάτα. |
κόβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Voy a partir la pizza en cuatro raciones. Θα κόψω την πίτσα σε τέσσερα κομμάτια. |
σπάω κτ από κτverbo transitivo Jason partió una rama del árbol y la usó como leña. |
του δίνω(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Άκουσα τα βήματα του διευθυντή. Ας του δίνουμε. |
που αναχωρεί, που φεύγει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los pasajeros del barco que salía decían adiós con la mano a sus amigos y familiares. |
πηγαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Es mejor que te vayas. Se está haciendo tarde. Καλύτερα να φύγεις. Είναι αργά. |
ξεκινώ, φεύγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El barco zarpará a las tres en punto, deberías llegar con puntualidad. Το πλοίο θα ξεκινήσει στις τρεις, γι' αυτό καλύτερα να είσαι στην ώρα σου. |
ρηγματώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El clima árido fisuró el barro. |
ξεκινώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quiero salir ya de viaje, no puedo esperar. Ανυπομονώ να ξεκινήσω το ταξίδι με αυτοκίνητο. |
φεύγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Cuándo sale el autobús? |
σπάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El rompió el mango de la escoba. |
εν μέρει, κατά ένα μέροςlocución preposicional (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) A veces creo que mi perro es en parte humano. Μερικές φορές νομίζω ότι ο σκύλος μου είναι εν μέρει άνθρωπος. |
σπαραξικάρδιος, σπαρακτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Es desgarrador ver cómo algunos padres descuidan a sus hijos. |
σπαρακτικός, σπαραξικάρδιος(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La escena final de la película fue desgarradora, y muchas personas de la audiencia lloraron. |
οπουδήποτε
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) El aventurero estaba dispuesto a triunfar, dondequiera que fuera. |
ppm(sigla) (μονάδα μέτρησης) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εκατομμυριοστός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πόνος στη μέση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Una postura inadecuada puede causar lumbago. |
θύμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El damnificado busca un pago por daños de £10.000. |
συμμετέχω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ven al ensayo esta noche si te gustaría participar. Έλα μαζί μας στην πρόβα απόψε αν θέλεις να συμμετάσχεις. |
ανακατεύομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Jess le envió un correo a la organización benéfica para saber cómo podía involucrarse. |
μερικώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πάνω μέρος
Verónica pulió la superficie de la mesa hasta que brillaba. |
κάτω μέρος
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) El baño está al final de la escalera. ¿Cómo configuro los números de página para que aparezcan al final de la página? Το μπάνιο είναι στο κάτω μέρος της σκάλας. Πώς θα κάνω τους αριθμούς των σελίδων να εμφανίζονται στο κάτω μέρος της σελίδας; |
τακτικός, μόνιμος, σταθερός(επισκέπτης, καλεσμένος κ.ά.) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La comediante era habitual en varias cadenas de noticias por sus interesantes comentarios. Η κωμικός ήταν τακτική καλεσμένη σε πολλά δίκτυα ειδήσεων εξαιτίας των καίριων σχολίων της. |
κεφάλι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Me pregunto si se pule la coronilla, ¡la tiene siempre tan brillante! Αναρωτιέμαι αν χρησιμοποιεί μπριγιαντίνη για την γκλάβα (or: κούτρα) του. Είναι τόσο γυαλιστερή! |
ενδέκατο(κλάσμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Un onceavo de la población prefiere el maní a las almendras. |
ξυρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pippa se depila las piernas dos veces por semana. Η Πίπα ξυρίζει τα πόδια της δυο φορές την εβδομάδα. |
πίσω
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Reconozco a los chicos de la primera fila que aparecen en la foto, ¿pero quiénes son los dos que están detrás? Αναγνωρίζω τα αγόρια στην πρώτη σειρά της φωτογραφίας, αλλά ποιοι είναι οι δύο που στέκονται πίσω; |
έρχομαι, μπαίνω(figurado) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Necesitamos a un experto, y aquí es donde entras tú. Χρειαζόμαστε τη συμβουλή ενός ειδικού και αυτός είναι ο δικός σου ρόλος. |
βασικό λειτουργικό άκρο, βασικό άκρο λειτουργίας(de objeto puntiagudo) (εργαλείου) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
άνω
Simon pasó dos semanas en el valle del alto Loira. |
κάτω μέρος(de vehículo) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Jack echó un vistazo a los bajos del coche para examinar los daños. |
σε
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Al planificar tu caudal hereditario, deberías tener en cuenta a todos tus posibles herederos. |
από την πλευρά της μητέρας
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βαρύς στο πάνω μέρος, με πολύ βάρος στο πάνω μέροςlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αλλού
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) El libro no contenía la información que el estudiante quería, así que tuvo que mirar en otro lugar. Το βιβλίο δεν περιείχε τις πληροφορίες που ήθελε η μαθήτρια, επομένως έπρεπε να ψάξει αλλού. |
στα μισά, στο μέσον
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) ⓘEsta oración no es una traducción de la original. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Σταμάτησα να διαβάζω το βιβλίο περίπου στα μισά του δρόμου για το σπίτι. |
όσον αφορά εμένα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mi marido va a trabajar. Por mi parte, me quedaré en casa a cuidar al bebé. Ο σύζυγός μου πηγαίνει στη δουλειά. Όσον αφορά εμένα, θα μείνω σπίτι και θα φροντίζω το μωρό. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του partes στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του partes
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.