Τι σημαίνει το palavra στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης palavra στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του palavra στο πορτογαλικά.

Η λέξη palavra στο πορτογαλικά σημαίνει λέξη, λόγος, κουβέντα, εντολή, Λόγος, ευαγγέλλιο, λόγος, λόγος, λόγος, πίστη, αφοσίωση, αυτολεξεί, συνθηματικό, λέξη κλειδί, λέξη-κλειδί, λέξη-οδηγός, κωδικός, λέξη κλειδί, λέξη-κλειδί, λέξη προς λέξημ αυτολεξεί, επί λέξει, ευαγγέλιο, τεχνίτης του λόγου, σταυρόλεξο, καλός λόγος, κπ που κρατάει το λόγο του, σου δίνω τον λόγο μου!, σας δίνω τον λόγο μου!, η τελευταία λέξη, σύνθετη λέξη, παλιοκουβέντα, δεν κρατάω το λόγο μου, παίρνω το λόγο, κρατάω το λόγο μου, κρατώ το λόγο μου, τηρώ το λόγο μου, έχω τον τελευταίο λόγο, δεν λέω κουβέντα, μένω σιωπηλός, πιστεύω, παίρνω τον λόγο, αθετώ το λόγο μου, δεν τηρώ το λόγο μου, αθετώ την υπόσχεσή μου, δεν τηρώ την υπόσχεσή μου, Θεέ μου!, Ευαγγέλιο, βγαίνω κερδισμένος, δεν αποκαλύπτω τίποτα, δεν βγάζω μιλιά, δεν μου παίρνουν κουβέντα, συνθηματικό, παίρνω θέση, δίνω τον λόγο, βαρύτονος, σύνθετη λέξη, σύνθετος, θέμα, δημοσιογράφος που πληρώνεται με τη λέξη, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, για, δίνω τον λόγο σε κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης palavra

λέξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Esta frase tem cinco palavras.
Αυτή η πρόταση έχει έξι λέξεις.

λόγος

substantivo feminino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ele deu a sua palavra que resolveria o problema até sexta-feira.
Μου έδωσε το λόγο του ότι θα έλυνε το πρόβλημα μέχρι την Παρασκευή.

κουβέντα

substantivo feminino (conversa breve)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Deixe-me trocar uma palavra com ele sobre a música alta.
Θα πάω να του πω δυο λόγια για τη δυνατή μουσική.

εντολή

substantivo feminino (comando)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
É melhor você seguir as palavras do seu pai.

Λόγος

(sabedoria divina)

Você pode ler a Palavra de Deus na Bíblia.

ευαγγέλλιο

(evangelho)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Essa é a Palavra de acordo com João.

λόγος

substantivo feminino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A liberdade de palavra é uma necessidade numa democracia.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Γιατί δε μιλάς; Έχασες τη λαλιά (or: μιλιά) σου;

λόγος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Quando Richard teve a palavra, ele explicou seu lado da história.
Όταν είχε το λόγο, ο Ρίτσαρντ εξήγησε τη δική του πλευρά της ιστορίας.

λόγος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Os pais decidiram que era hora de dormir e as crianças não tinham autoridade no assunto.

πίστη, αφοσίωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αυτολεξεί

(Latim)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

συνθηματικό

(chave de escrita enigmática ou secreta)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λέξη κλειδί, λέξη-κλειδί

substantivo feminino (termo de procura)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

λέξη-οδηγός

substantivo feminino (termo no alto da página do dicionário) (σε λεξικό)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κωδικός

substantivo feminino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

λέξη κλειδί, λέξη-κλειδί

substantivo feminino (termo importante)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

λέξη προς λέξημ αυτολεξεί, επί λέξει

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ευαγγέλιο

(verdade absoluta) (μεταφορικά: αδιαμφισβήτητος)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

τεχνίτης του λόγου

(escritor) (γραπτός λόγος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σταυρόλεξο

substantivo feminino (παζλ λέξεων)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καλός λόγος

κπ που κρατάει το λόγο του

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σου δίνω τον λόγο μου!, σας δίνω τον λόγο μου!

(όρκος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Σου δίνω το λόγο μου! Θα είμαι εκεί εγκαίρως. Αυτό το αυτοκίνητο είναι, πραγματικά, σε άριστη κατάσταση. Έχετε τον λόγο μου!

η τελευταία λέξη

substantivo feminino (resposta final)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σύνθετη λέξη

(linguística)

ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Το «μεγαλοβιομήχανος» είναι σύνθετη λέξη. Αποτελείται από ένα επίθετο και ένα ουσιαστικό.

παλιοκουβέντα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Para mim "trabalho" é uma palavra suja.
Για μένα η λέξη «δουλειά» είναι μια παλιοκουβέντα.

δεν κρατάω το λόγο μου

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Janice voltou na palavra dada de me ajudar a cozinhar.

παίρνω το λόγο

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κρατάω το λόγο μου, κρατώ το λόγο μου, τηρώ το λόγο μου

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έχω τον τελευταίο λόγο

locução verbal (literal: ser último a falar) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν λέω κουβέντα, μένω σιωπηλός

expressão verbal (ficar silencioso)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Να είσαι ήσυχος και να μείνεις σιωπηλός ειδάλλως θα βρουν που κρυβόμαστε.

πιστεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παίρνω τον λόγο

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αθετώ το λόγο μου, δεν τηρώ το λόγο μου, αθετώ την υπόσχεσή μου, δεν τηρώ την υπόσχεσή μου

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Θεέ μου!

Πω πω, αυτή η καραμέλα είναι πραγματικά ξινή! Πω πω, τι όμορφη γυναίκα!

Ευαγγέλιο

expressão (ensinamento cristão)

(κύριο ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. Ναύπλιο, Έβερεστ κλπ.)

βγαίνω κερδισμένος

locução verbal (figurado: vencer, ganhar) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν αποκαλύπτω τίποτα, δεν βγάζω μιλιά, δεν μου παίρνουν κουβέντα

expressão verbal (não divulgar)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συνθηματικό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παίρνω θέση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δίνω τον λόγο

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O presidente deu a palavra ao representante.
Η έδρα δίνει τον λόγο στον αντιπρόσωπο.

βαρύτονος

(για λέξη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σύνθετη λέξη

A lista de soletração está cheia de palavras compostas esta semana.
Η ορθογραφία αυτής της εβδομάδας περιλαμβάνει πολλές σύνθετες λέξεις.

σύνθετος

substantivo feminino

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Em várias línguas românicas, o tempo perfeito é um verbo composto.

θέμα

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Coloque o sufixo na raiz do verbo para formar o passado.

δημοσιογράφος που πληρώνεται με τη λέξη

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

(Eclesiástico)

για

substantivo feminino

Papai tem a palavra final sobre onde vamos.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Τον τελευταίο λόγο επί του θέματος έχει η κεντρική επιτροπή του κόμματος.

δίνω τον λόγο σε κπ

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eu passo a palavra ao estimado senador do Colorado.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του palavra στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του palavra

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.