Τι σημαίνει το overnight στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης overnight στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του overnight στο Αγγλικά.

Η λέξη overnight στο Αγγλικά σημαίνει τη νύχτα, κατά τη διάρκεια της νύχτας, μέσα στη νύχτα, τη νύχτα, για τη νύχτα, το βράδυ, για το βράδυ, μέσα σε μια νύχτα, μέσα σε ένα βράδυ, σε μια νύχτα, σε ένα βράδυ, μιας διανυκτέρευσης, μιας νύχτας, της στιγμής, νυχτερινός, βραδινός, νύχτα, διανυκτερεύω, στέλνω κτ με νυχτερινή αποστολή, κάνω αμέσως επιτυχία, τσάντα, παράδοση την επόμενη μέρα, παράδοση την επομένη, ταχυδρομική επιστολή με παράδοση την επομένη, διανυκτέρευση, διανυχτέρευση, που έγινε επιτυχία από τη μια στιγμή στην άλλη, που έγινε επιτυχία από τη μια μέρα στην άλλη, απ' τη μια στιγμή στην άλλη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης overnight

τη νύχτα, κατά τη διάρκεια της νύχτας, μέσα στη νύχτα

adverb (during the night)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
More courgettes had appeared overnight.
Και άλλα κολοκύθια είχαν εμφανιστεί κατά τη διάρκεια της νύχτας.

τη νύχτα, για τη νύχτα, το βράδυ, για το βράδυ

adverb (for the duration of one night)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Janice stayed overnight at a hotel.
Η Τζάνις έμεινε σε ένα ξενοδοχείο τη νύχτα.

μέσα σε μια νύχτα, μέσα σε ένα βράδυ, σε μια νύχτα, σε ένα βράδυ

adverb (figurative (suddenly) (μεταφορικά)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Everything seemed to change overnight.
Όλα φαίνονταν να αλλάζουν εν μια νυκτί.

μιας διανυκτέρευσης

adjective (stay: lasting one night)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Janice decided to make an overnight stop at a hotel.
Η Τζάνις αποφάσισε να κάνει στάση για μια νύχτα σε ένα ξενοδοχείο.

μιας νύχτας

adjective (delivery: taking one night)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
If you use our overnight service, your goods will be delivered tomorrow morning.
Αν χρησιμοποιήσετε την νυχτερινή μας υπηρεσία, τα προϊόντα σας θα παραδοθούν αύριο το πρωί.

της στιγμής

adjective (figurative (instant, sudden)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
This song was an overnight sensation.
Αυτό το τραγούδι έγινε το χιτ στη στιγμή.

νυχτερινός, βραδινός

adjective (happening during the night)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Amy's overnight journey had tired her out.

νύχτα

noun (informal (stay, trip)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My daughter is packing for an overnight at her grandparents' house.

διανυκτερεύω

intransitive verb (stay overnight)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We overnighted in Edinburgh.

στέλνω κτ με νυχτερινή αποστολή

transitive verb (US (ship or send during the night)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The firm overnighted the goods to the customer.

κάνω αμέσως επιτυχία

verbal expression (be immediately popular)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The TV show proved to be an instant success.

τσάντα

noun (bag used for short trips)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I don't have much luggage, just an overnight bag.

παράδοση την επόμενη μέρα, παράδοση την επομένη

noun (shipping by next day)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ταχυδρομική επιστολή με παράδοση την επομένη

noun (post delivered by next day)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διανυκτέρευση, διανυχτέρευση

noun (in hospital or hotel)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

που έγινε επιτυχία από τη μια στιγμή στην άλλη, που έγινε επιτυχία από τη μια μέρα στην άλλη

noun (figurative ([sth] or [sb] suddenly popular) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απ' τη μια στιγμή στην άλλη

adverb (as though all of a sudden) (ξαφνικά, απρόσμενα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του overnight στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.