Τι σημαίνει το nut στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης nut στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του nut στο Αγγλικά.

Η λέξη nut στο Αγγλικά σημαίνει καρπός, καρπός, παξιμάδι, τρελός, παλαβός, λάτρης, τρελός, παλαβός, καρύδια, μπαλάκια, να πάρει!, καφάσι, καύκαλο, κομμάτι, βίδα, καβαλάρης, ρίχνω κουτουλιά σε κπ, καρύδι της αρέκας, φιστίκι Βραζιλίας, βραζιλιάνικη φιστικιά, κάσιους, φρικάρω, μπισκότο με τζίντζερ, κοκκινομάλλης, καρπός kola, ο καρπός του φυτού κόλα, περικόχλιο ασφαλείας, αντιπερικόχλιο, παξιμάδι τροχού, μακαντάμια, αράπικο φιστίκι, μπουλόνι και παξιμάδι, ψωμί με ξηρούς καρπούς, ψωμί με ξηρούς καρπούς, παναρισμένα κεφτεδάκια με ξηρούς καρπούς, κρεμμύδι, αλεσμένο ψωμί, ζωμό λαχανικών, μαγιά και αυγά, μπουλουνόκλειδο, σκούρο καφέ, σκούρος καφέ, τρελός, παλαβός, μουρλός, τρελάδικο, τρελοκομείο, φρενοκομείο, μπουρδέλο, κωλοχανείο, εργαλείο για αφαίρεση ψίχας ξηρού καρπού, καρπός πεύκου, ξηρός καρπός σόγιας, δύσκολη περίπτωση, που δεν πείθεται εύκολα, δύσκολος, πεταλούδα, τρελός, παλαβός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης nut

καρπός

noun (hard fruit) (σκληρός)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Jeff spent all day cracking nuts for his mom last Christmas.
Πέρυσι τα Χριστούγεννα ο Τζεφ πέρασε ολόκληρη την ημέρα να καθαρίζει ξηρούς καρπούς για τη μητέρα του.

καρπός

noun (kernel)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Getting a nut out of its shell without breaking it can be tricky.
Το να βγάλεις τον καρπό από το κέλυφός του χωρίς να τον σπάσεις μπορεί να είναι ζόρικο.

παξιμάδι

noun (screw)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Joe tried to tighten a nut in his car and hurt his wrist.
Ο Τζο προσπάθησε να σφίξει ένα παξιμάδι στο αυτοκίνητό του και χτύπησε τον καρπό του.

τρελός, παλαβός

noun (figurative, slang (crazy person)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Don't listen to George - he's a nut.
Μην ακούς τον Τζορτζ - είναι τρελός.

λάτρης

noun (informal, as suffix (person: fan, enthusiast)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Brian is a coffee nut; he won't talk about anything else.
Ο Μπράιαν είναι λάτρης του καφέ, δεν μιλάει για τίποτα άλλο.

τρελός, παλαβός

adjective (pejorative, slang (person: crazy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Aunt Marie is nuts; she spends all day cleaning her doll collection.
Η θεία Μαρί είναι τρελή και περνάει όλη τη μέρα καθαρίζοντας τη συλλογή με τις κούκλες της.

καρύδια, μπαλάκια

plural noun (figurative, slang (testicles) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Jamie kicked Colby right in his nuts when he made a rude comment to her.
Η Τζέιμι κλότσησε τον Κόλμπι κατευθείαν στα μπαλάκια του όταν έκανε ένα αγενές σχόλιο εις βάρος της.

να πάρει!

interjection (slang (frustration, disappointment) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καφάσι, καύκαλο

noun (figurative, slang (head) (αργκό, μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Aaron hit his head, but didn't get a concussion because he has a hard nut.

κομμάτι

noun (UK (piece of coal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The worker swept the nuts of coal up and tossed them into the furnace.

βίδα

noun (violin: bow) (δοξάρι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The teacher tried to show Kim how to hold the nut of the bow.

καβαλάρης

noun (violin: fingerboard) (βιολί)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
John took his violin to the repairman to have the nut replaced because it had cracked.

ρίχνω κουτουλιά σε κπ

transitive verb (UK, slang (headbutt)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The bloke nutted James and ran off as he lay on the ground with his head bleeding.

καρύδι της αρέκας

noun (substance chewed like tobacco)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

φιστίκι Βραζιλίας

noun (edible nut)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
In a bowl of mixed nuts the Brazil nuts are the largest ones.

βραζιλιάνικη φιστικιά

noun (nut tree) (ανεπίσημο)

κάσιους

noun (edible nut)

I'm not really allergic to cashew nuts - I just don't like them.

φρικάρω

verbal expression (slang (go crazy, be angry) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My mum'll do her nut when she finds out I've dented her car.

μπισκότο με τζίντζερ

noun (UK (cookie)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Kyle grabbed another ginger nut off the plate and ate it.

κοκκινομάλλης

noun (potentially offensive, slang (auburn-haired person, redhead)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Everyone in the family's a ginger nut.

καρπός kola

noun (edible nut)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ο καρπός του φυτού κόλα

noun (edible fruit)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περικόχλιο ασφαλείας

noun (specially-made hardware)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αντιπερικόχλιο

noun (supplementary nut) (επίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παξιμάδι τροχού

noun (mechanics)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μακαντάμια

noun (edible seed) (είδος φιστικιών)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Macadamia nuts are much more expensive than most other types of nut.

αράπικο φιστίκι

noun (informal (peanut)

μπουλόνι και παξιμάδι

noun (steel fastening)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ψωμί με ξηρούς καρπούς

noun (bread containing nuts)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I love nut bread for breakfast.

ψωμί με ξηρούς καρπούς

noun (vegetarian dish)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It is easy to make a dish similar to a hamburger with nut bread.

παναρισμένα κεφτεδάκια με ξηρούς καρπούς, κρεμμύδι, αλεσμένο ψωμί, ζωμό λαχανικών, μαγιά και αυγά

noun (vegetarian dish) (μαγειρική)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μπουλουνόκλειδο

noun (tool for screwing head onto a bolt)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σκούρο καφέ

noun (medium brown color) (χρώμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σκούρος καφέ

adjective (medium brown in color)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τρελός, παλαβός, μουρλός

noun (slang, pejorative (insane person) (αργκό, υποτιμητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My husband, the nutcase, wants to have a fifth child.

τρελάδικο, τρελοκομείο, φρενοκομείο

noun (slang, dated, offensive (psychiatric hospital) (καθομιλουμένη, ανεπίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μπουρδέλο, κωλοχανείο

noun (slang, figurative (chaotic place) (μτφ, αργκό, χυδαίο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εργαλείο για αφαίρεση ψίχας ξηρού καρπού

noun (tool for removing nutmeat from shell)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

καρπός πεύκου

noun (edible seed)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Pesto sauce is made from pine nuts, basil, olive oil and parmesan cheese.

ξηρός καρπός σόγιας

noun (roasted soya bean)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δύσκολη περίπτωση

noun (figurative (difficult person) (μεταφορικά)

που δεν πείθεται εύκολα

noun (figurative, informal ([sb] hard to persuade)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Good luck with getting him to agree - he's a tough nut to crack.

δύσκολος

noun (figurative, informal ([sth] hard to solve)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This algebra equation is a tough nut to crack.

πεταλούδα

noun (threaded nut with extensions for turning) (ζαργκόν: είδος βίδας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
To make the clamp easier to remove without tools, I installed wing nuts.

τρελός, παλαβός

noun ([sb] deranged, obsessed) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He is a bit of a wing nut, isn't he?

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του nut στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του nut

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.