Τι σημαίνει το nom στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης nom στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του nom στο Γαλλικά.
Η λέξη nom στο Γαλλικά σημαίνει όνομα, ουσιαστικό, όνομα, όνομα, κατ' όνομα, όνομα, όνομα, ονομασία, τίτλος, όνομα, ονομάζω, όνομα, με όνομα, αρχέτυπος, ανώνυμος, ακατονόμαστος, στιρ φράι, με το όνομά μου, γαμώτο!, γαμώτο μου!, μητροπολιτική περιοχή, βαπτιστικό, βαφτιστικό, τοπωνύμιο, υποκοριστικό, επίσης γνωστό ως, με πρωταγωνιστή τον, δόκτωρ, υπογράφω, πόσοι, ονομάζομαι, όλος, ολόκληρος, κατ' όνομα, άφθονος, αναθεματισμένος, πλήρης, ολοκληρωτικός, τόσο πολύ, εναλλασσόμενος, ιερός, που αναφέρεται πρώτος, κατάλληλα, ορθά, σωστά, κατ΄ όνομα, γραφικά, πριν, προτού, σε αυτό το βαθμό, σε αυτό το σημείο, γράφω το όνομά μου με κεφαλαία, έτσι ώστε να φαίνεται ως τυπωμένο κείμενο, διάολε, να πάρει, διάβολε, διάολε, να πάρει, για όνομα του θεού! έλεος!, για όνομα του θεού! έλεος!, άντε ντε!, δεν κρατιέμαι, άντε, αμάν, γαμώτο, επίθετο, εσφαλμένο όνομα, λάθος όνομα, όνομα χρήστη, επώνυμο, πατρικό, επώνυμο συζύγου, επίθετο συζύγου, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο, όνομα του δρόμου, πράξη πίστης, επίθετο, επώνυμο, όνομα και επώνυμο, ονοματεπώνυμο, γενικό όνομα, επώνυμο, επίθετο, ψευδώνυμο, λογοτεχνικό ψευδώνυμο, φιλολογικό ψευδώνυμο, επαγγελματικός κίνδυνος, κύριο όνομα, εμπορική επωνυμία, εμπορική ονομασία, επιστημονικός όρος, εμπορική επωνυμία, εμπορική ονομασία, εμπορικό όνομα, κωδικό όνομα, καρτελίτσα, καλλιτεχνικό όνομα, κωδικός χρήστη, αφηρημένο ουσιαστικό, περιληπτικό ουσιαστικό, συλλογικό ουσιαστικό, άτομο με το οποίο γίνεται η επικοινωνία, όνομα χρήστη, με φωνάζουν, όνομα ολογράφως με κεφαλαία, ορθό και πλήρες ονοματεπώνυμο, εμπορική ονομασία, εμπορική επωνυμία, προσωρινός τίτλος, μεγάλο όνομα, κοινό ουσιαστικό, μετρήσιμο ουσιαστικό, περιληπτικό ουσιαστικό, φάκελος με προπληρωμένο τέλος, γραμματοσημασμένος αυτοαπευθυνόμενος φάκελος, φάκελος με τυπωμένο τον παραλήπτη και πληρωμένα τα τέλη, εταιρική επωνυμία, όνομα και διεύθυνση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης nom
όνομαnom masculin (appellation) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mon nom est Peter Smith. Με λένε Πίτερ Σμιθ. |
ουσιαστικό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Μια ολοκληρωμένη πρόταση περιέχει τουλάχιστον ένα ουσιαστικό ή μια αντωνυμία. |
όνομαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Colin veut un nouveau nom pour son groupe. Ο Κόλιν ψάχνει νέο όνομα για την μπάντα του. |
όνομα(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Jill tente de se faire un nom. Η Τζιλ προσπαθεί να φτιάξει ένα όνομα στον κλάδο της. |
κατ' όνομαnom masculin (que de nom) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Johnson n'était Président que de nom. Ο Τζόνσον ήταν πρόεδρος μόνο κατ' όνομα (or: στα χαρτιά). |
όνομα(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il ne s'est marié avec elle que pour le nom et les relations. Την παντρεύτηκε για το καλό της όνομα και τις επαφές της. |
όνομαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ονομασία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) « Assistant personnel extraordinaire » est une dénomination étrange pour ton poste. |
τίτλος(Journalisme) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le titre d'un journal figure en haut de la première page. |
όνομα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Quel est votre prénom ? Πώς σε λένε; |
ονομάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils vont appeler leur bébé Michael. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ονομάτισε την κόρη της Λίλιαν, σαν την ηρωίδα του αγαπημένου της μυθιστορήματος. |
όνομα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le nom de famille de mon professeur est Smith. Τον καθηγητή μου τον λένε Σμιθ. |
με όνομαadjectif (badge, insigne) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le portier du cinéma arborait avec fierté un insigne à son nom. Ο ταξιθέτης στον κινηματογράφο φορούσε με περηφάνια την ετικέτα του ονόματός του. |
αρχέτυπος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ανώνυμος(δεν έχει όνομα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ακατονόμαστος(πολύ κακό, άσχημο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στιρ φράι
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Nous avons commandé du poulet sauté avec des légumes. |
με το όνομά μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γαμώτο!, γαμώτο μου!(très familier) (καθομ, χυδαίο) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Arrête de m'interrompre, merde ! Σταμάτα να με διακόπτεις, γαμώτο! |
μητροπολιτική περιοχή
Chicago compte 2,8 millions d'habitants mais son agglomération en compte plus de 10 millions. |
βαπτιστικό, βαφτιστικό
(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Entrez votre prénom dans la première case et votre nom de famille dans la seconde. |
τοπωνύμιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
υποκοριστικό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
επίσης γνωστό ως
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) William H. Bonney, alias Billy the Kid, était un hors-la-loi américain du 19ème siècle. |
με πρωταγωνιστή τον
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δόκτωρ(adresse directe) (κάτοχος διδακτορικού) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Bonjour, Docteur Jones. // Vous pouvez me donner quelque chose pour la douleur, Docteur ? Μπορείτε να μου δώσετε κάτι για τον πόνο, γιατρέ; |
υπογράφω(un document) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a signé le formulaire au bas de la page. Υπέγραψε την αίτηση στο κάτω μέρος. |
πόσοι
(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Combien de fois es-tu allé à l'étranger ? Πόσες φορές έχεις πάει στο εξωτερικό; |
ονομάζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mon nom est Joe. Ονομάζομαι Τζόι. |
όλος, ολόκληροςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) J'ai mangé le hamburger entier. Έφαγα όλο (or: ολόκληρο) το χάμπουργκερ. |
κατ' όνομαlocution adjectivale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) George n'est le directeur de l'entreprise que de nom (or: George n'a de directeur que le nom) car il a pris sa retraite il y a des années. Ce sont ses enfants qui gèrent l'affaire. |
άφθονος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il y a beaucoup de preuves qui défendent la théorie de l'évolution. Υπάρχουν άφθονες αποδείξεις που υποστηρίζουν τη θεωρία της εξέλιξης. |
αναθεματισμένοςadjectif (familier) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) C'est une sacrée bonne idée ! |
πλήρης, ολοκληρωτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τόσο πολύ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Avec autant d'eau par terre, c'est sûr que je vais mouiller mes chaussures. Είμαι σίγουρος πως θα βρέξω τα παπούτσια μου με τόσο πολύ νερό στο έδαφος. |
εναλλασσόμενος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les parents se partagent la garde ; le père voit sa fille une semaine sur deux. |
ιερός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που αναφέρεται πρώτοςlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κατάλληλα, ορθά, σωστά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ma prof, Madame Revêche, porte bien son nom : elle ne sourit jamais. |
κατ΄ όνομα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
γραφικά(έμφαση στη γραφικότητα) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πριν, προτού(même sujet) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Il savait conduire avant de savoir faire du vélo. Ήξερε να οδηγεί αυτοκίνητο πριν (or: προτού) μάθει να κάνει ποδήλατο. |
σε αυτό το βαθμό, σε αυτό το σημείο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je contribuerai au projet de traduction de la communauté dans la mesure du possible (or: dans la mesure de mes capacités). |
γράφω το όνομά μου με κεφαλαία, έτσι ώστε να φαίνεται ως τυπωμένο κείμενο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Veuillez écrire votre nom complet en caractères d'imprimerie. |
διάολε, να πάρει(très familier) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Nom de Dieu ! Tu vas te dépêcher ? |
διάβολε, διάολε, να πάρει(familier) (καθομ) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
για όνομα του θεού! έλεος!
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Bon sang, combien de fois dois-je te répéter de ranger ta chambre ? |
για όνομα του θεού! έλεος!interjection (un peu vieilli) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Nom d'un chien ! Laisse-moi tranquille, j'essaie de lire ! |
άντε ντε!
|
δεν κρατιέμαι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) – À cette heure-ci la semaine prochaine, nous serons en vacances. – J'ai hâte ! «Την ερχόμενη βδομάδα, τέτοια ώρα θα είμαστε διακοπές». «Δεν κρατιέμαι!» |
άντε, αμάν
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Ça a été une semaine horrible au travail : vivement vendredi soir ! |
γαμώτο(familier) (υβριστικό) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Je m'y connais en avions : je suis pilote, bon sang ! |
επίθετο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Donc, votre prénom est John et votre nom de famille est Smith. C'est exact ? |
εσφαλμένο όνομα, λάθος όνομα
|
όνομα χρήστη
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
επώνυμοnom masculin (στην αρχαία Ρώμη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πατρικόnom masculin (όνομα) De nos jours, plusieurs femmes gardent leur nom de jeune fille après le mariage. Στις μέρες μας πολλές γυναίκες κρατάνε το πατρικό τους, αφότου παντρευτούν. |
επώνυμο συζύγου, επίθετο συζύγουnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les femmes peuvent se faire appeler par leur nom marital (or: de femme mariée) ou par leur nom de jeune fille (or: Les femmes peuvent prendre le nom de leur mari ou garder leur nom (de jeune fille)). |
καλλιτεχνικό ψευδώνυμο
L'écrivain Samuel Clemens utilisait le nom de plume Mark Twain. |
καλλιτεχνικό ψευδώνυμοnom masculin Plusieurs acteurs adoptent des noms de scène plus courts que leurs vrais noms. |
όνομα του δρόμουnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les noms de rue dans mon quartier sont tous en rapport avec de célèbres poètes anglais. |
πράξη πίστηςnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Planter des bulbes en automne est une preuve qu'on croit que le printemps va arriver. |
επίθετο, επώνυμοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) C'est le dernier homme survivant et sa tâche est donc de transmettre le nom de famille. |
όνομα και επώνυμο, ονοματεπώνυμοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il faut toujours donner son nom complet quand on remplit des papiers officiels. Merci d'indiquer votre nom complet au juge. Πρέπει πάντα να δίνεις το ονοματεπώνυμό σου όταν συμπληρώνεις αιτήσεις για την κυβέρνηση. Παρακαλώ πείτε το ονοματεπώνυμό σας στον δικαστή. |
γενικό όνομαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
επώνυμο, επίθετο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le nom de famille de la famille royale britannique est Windsor. Το επώνυμο της Βασιλικής Οικογένειας είναι Ουίνσδορ. |
ψευδώνυμοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
λογοτεχνικό ψευδώνυμο, φιλολογικό ψευδώνυμο
Charlotte Brontë a publié ses romans sous le nom de plume (or: le pseudonyme) de Currer Bell. |
επαγγελματικός κίνδυνοςnom masculin pluriel Les hémorroïdes font partie des risques du métier de cowboy, mais aussi de celui d'écrivain. Les éboulements font partie des risques du métier de mineur de fond. |
κύριο όνομαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) En anglais, les noms communs commencent généralement par une minuscule, et les noms propres par une majuscule. |
εμπορική επωνυμία, εμπορική ονομασίαnom masculin |
επιστημονικός όροςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
εμπορική επωνυμία, εμπορική ονομασία
Les médicaments sur ordonnance ont un nom commercial et un générique. |
εμπορικό όνομαnom masculin Est-ce que quelqu'un a de meilleures idées pour un nom de marque ? Έχει κανείς καμιά καλύτερη ιδέα για νέο εμπορικό όνομα; |
κωδικό όνομαnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) «Βαθύ Λαρύγγι» ήταν το κωδικό όνομα ενός από τους πληροφοριοδότες του Γουότεργκεϊτ. |
καρτελίτσαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ils ont dû coudre une étiquette à leur nom sur tous leurs vêtements. |
καλλιτεχνικό όνομαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κωδικός χρήστη
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) J'ai tapé mon nom d'utilisateur et le mot de passe pour me connecter. |
αφηρημένο ουσιαστικόnom masculin (γλωσσολογία: κυριολεκτικά) |
περιληπτικό ουσιαστικό, συλλογικό ουσιαστικόnom masculin (Grammaire) |
άτομο με το οποίο γίνεται η επικοινωνίαnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
όνομα χρήστηnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
με φωνάζουν
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Το όνομά της είναι Νταϊάνα Λιν, αλλά τη φωνάζουν Λιν. |
όνομα ολογράφως με κεφαλαίαnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ορθό και πλήρες ονοματεπώνυμοnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
εμπορική ονομασία, εμπορική επωνυμίαnom masculin |
προσωρινός τίτλοςnom masculin |
μεγάλο όνομαnom masculin (μεταφορικά) |
κοινό ουσιαστικόnom masculin (Grammaire) |
μετρήσιμο ουσιαστικόnom masculin (Grammaire) |
περιληπτικό ουσιαστικόnom masculin (Grammaire) (γραμματική) |
φάκελος με προπληρωμένο τέλος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γραμματοσημασμένος αυτοαπευθυνόμενος φάκελος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φάκελος με τυπωμένο τον παραλήπτη και πληρωμένα τα τέλη
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
εταιρική επωνυμίαnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
όνομα και διεύθυνση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Donnez-moi votre nom et votre adresse et je vous ajouterai à ma liste d'envois. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του nom στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του nom
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.