Τι σημαίνει το mental στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης mental στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mental στο Αγγλικά.

Η λέξη mental στο Αγγλικά σημαίνει νοητικός, ψυχάκιας, νοερός, διανοητική οξύτητα, πνευματική διαύγεια, ψυχική οδύνη, νοερός υπολογισμός, πνευματική υγεία, μπλοκάρει το μυαλό μου, κολλάει το μυαλό μου, νευρικός κλονισμός, πνευματική σύγχυση, διανοητική/πνευματική διαταραχή, διανοητική διαταραχή, διανοητική διαταραχή, διανοητική διαταραχή, πνευματική προσπάθεια, έντονη συγκέντρωση, πνευματική ικανότητα, μαθησιακή δυσκολία, διανοητική αναπηρία, πνευματική υγεία, ψυχιατρείο, ψυχιατρική κλινική, διανοητική διαταραχή, εικόνα στο μυαλό/στη φαντασία, διανοητική διαταραχή, ψυχολογικά προβλήματα, ψυχιατρείο, ψυχιατρική κλινική, αναπαράσταση/εικόνα στο μυαλό, μαθησιακή δυσκολία, διανοητική αναπηρία, ψυχολογική κατάσταση, ψυχική κατάσταση, ψυχολογικό βασανιστήριο, ψυχολογικό βάσανο, ψυχολογικό τραύμα, ψυχικό τραύμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης mental

νοητικός

adjective (of the mind)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The teacher led the student through some mental exercises.
Ο δάσκαλος έδειξε στον μαθητή κάποιες νοητικές ασκήσεις.

ψυχάκιας

adjective (slang (crazy) (αργκό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
That guy on the subway was totally mental.

νοερός

adjective (in the mind)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Andy did a quick mental calculation.

διανοητική οξύτητα

noun (sharpness of mind)

πνευματική διαύγεια

noun (clarity of mind, lucidity)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
His mental alertness was impaired through lack of sleep.

ψυχική οδύνη

noun (intense psychological suffering)

The murder of her father caused her mental anguish.

νοερός υπολογισμός

noun (sums done in your head)

πνευματική υγεία

noun (sanity)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He is still trying to restore his mental balance after a long period of depression.

μπλοκάρει το μυαλό μου, κολλάει το μυαλό μου

noun (inability to recall)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When he stepped onto the stage he had a sudden mental block and couldn't remember any of his lines.

νευρικός κλονισμός

noun (extreme depression)

She suffered a mental breakdown after the death of her parents.

πνευματική σύγχυση

noun (disorientation and inability to think clearly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mental confusion is one symptom of a stroke.

διανοητική/πνευματική διαταραχή

noun (disorientation and inability to think clearly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διανοητική διαταραχή

noun (psychiatric disorder)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διανοητική διαταραχή

noun (psychiatric condition)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mental disorders such as schizophrenia can often be effectively managed with drugs.

διανοητική διαταραχή

noun (psychiatric disorder)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The doctors attributed his odd behavior to a mental disturbance.

πνευματική προσπάθεια, έντονη συγκέντρωση

noun (intense concentration)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She made a concerted mental effort to remember all the details.

πνευματική ικανότητα

plural noun (figurative (mental agility)

Responding to these questions requires high-level mental gymnastics.

μαθησιακή δυσκολία, διανοητική αναπηρία

noun (learning disability)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Following a head injury, James has a severe mental handicap.

πνευματική υγεία

noun (psychological wellness)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mental health is just as important as physical health to a person's wellbeing.

ψυχιατρείο, ψυχιατρική κλινική

noun (dated (psychiatric institution)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In the past people with psychiatric disorders were locked away in mental hospitals. He spent the last years of his life in a mental hospital after he was diagnosed as schizophrenic.
Στο παρελθόν όσοι είχαν ψυχιατρικές διαταραχές κλειδώνοντας σε ψυχιατρεία. Πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του σε ψυχιατρείο, όταν διαγνώστηκε ως σχιζοφρενής.

διανοητική διαταραχή

noun (psychiatric disorder)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In some backward-thinking societies, mental illness is still regarded as something to be ashamed of.

εικόνα στο μυαλό/στη φαντασία

noun ([sth] imagined)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I have never met him but my mental image of him is tall and handsome.

διανοητική διαταραχή, ψυχολογικά προβλήματα

noun (psychological problems)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
After a period of mental instability she recovered sufficiently to live alone.

ψυχιατρείο, ψυχιατρική κλινική

noun (dated (psychiatric hospital)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She was completely mad and had to be committed to a mental institution.

αναπαράσταση/εικόνα στο μυαλό

noun ([sth] seen in the mind)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Though we had spoken many times, when I saw him I realized that my mental representation of him was inaccurate.

μαθησιακή δυσκολία, διανοητική αναπηρία

noun (dated (learning disability)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ψυχολογική κατάσταση, ψυχική κατάσταση

noun (psychological condition)

ψυχολογικό βασανιστήριο, ψυχολογικό βάσανο

noun (inflicted psychological distress)

ψυχολογικό τραύμα, ψυχικό τραύμα

noun (psychological distress or damage)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mental στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του mental

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.