Τι σημαίνει το media στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης media στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του media στο ισπανικά.

Η λέξη media στο ισπανικά σημαίνει κάλτσα, κάλτσα, μέσος όρος, μέσος όρος, μέσος, μέσος όρος, μέσος όρος, ηχηρό εξωθητικό κλειστό, μέσος χιτώνας, μέσος όρος, μεσολαβώ, μεσολαβώ σε κτ, μεσολαβώ, μεσολαβώ, παρεμβαίνω, επεμβαίνω, μεσαίος, μέτριος, μέση, μέσο, μέσο, μέσο, μέσος, μισο-, μέσος, μισο-, ετεροθαλής, ψευτο-, ενδιάμεσος, θρεπτικό μέσο, θρεπτικό υλικό, υπόστρωμα, ευκαιρία, μέσα, μέτριος, μεσαίος, κέντρο, πηγή, μέσος όρος, μετριοπαθής, μέσο, μέσο διάδοσης, διέξοδος, μέσο, κέντρο, μέσο, μετρώ, μετράω, μετρώ, τοπογραφώ, μετράω, μετρώ, μετράω, μετρώ, χρονομετρώ, ακολουθώ το μέτρο, μοιράζω, αναλύω, κέντρο του γηπέδου, και μισή, μέσος, καρέ, με χαμηλό φωτισμό, μπουρζουαζία, ώρα Γκρίνουιτς, μέση τετραγωνική ρίζα, ρίζα μέσου τετραγώνου, Μεσαίωνας, μεσαιωνικός, πρωτόγονος, κατασκεύασμα, πράγματα, που δεν απαιτεί ιδιαίτερες πνευματικές ικανότητες, μίντι, σε σχήμα ημισελήνου, ετεροθαλής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης media

κάλτσα

(ψηλή, μέχρι τον μηρό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los hombres usaban medias y pantalones bombachos.

κάλτσα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Emily lleva calcetines rojos.
Η Έμιλυ φορά κόκκινες κάλτσες.

μέσος όρος

(estadística)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Mi tanteo en el golf es un promedio de todos los puntos de mis partidas.
Το σκορ μου στο γκολφ είναι ο μέσος όρος των σκορ που έχω κάνει σε όλα τα παιχνίδια μου.

μέσος όρος

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
El ingreso familiar en este Estado se aproxima al promedio nacional.
Το οικιακό εισόδημα σε αυτήν την πολιτεία είναι κοντά στον εθνικό μέσο όρο.

μέσος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La nota media del test fue de 70 sobre 100.
Η μέση βαθμολογία στο τεστ ήταν 70%.

μέσος όρος

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
La temperatura de hoy se aproxima a la media de esta época del año.
Η σημερινή θερμοκρασία είναι κοντά στο μέσο όρο για αυτή την εποχή του χρόνου.

μέσος όρος

(estadística)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Se llama 'media' al valor promedio de una serie de números.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μπορείς να υπολογίσεις τον μέσο όρο αυτών των αριθμών;

ηχηρό εξωθητικό κλειστό

nombre femenino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μέσος χιτώνας

nombre femenino

La capa media de un vaso sanguíneo se llama media.

μέσος όρος

Se sacó las mejores notas durante la secundaria así que tenía un promedio de 4.0.

μεσολαβώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Llamaron a un tercero para mediar en la disputa.

μεσολαβώ σε κτ

verbo intransitivo

Llamamos a un abogado para mediar en el acuerdo.

μεσολαβώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Fred siempre tenía que mediar entre su esposa y su familia política.

μεσολαβώ, παρεμβαίνω, επεμβαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Suiza estaba dispuesto a interceder en la disputa.

μεσαίος, μέτριος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μέση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La línea de 50 yardas está en el medio del campo de fútbol.
Η γραμμή του κέντρου βρίσκεται στη μέση του ποδοσφαιρικού γηπέδου.

μέσο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μέσο

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Por medio de la televisión los niños pueden conocer el mundo.
Με μέσο την τηλεόραση, τα παιδιά βλέπουν τον κόσμο.

μέσο

adjetivo

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Se detuvo a descansar en el punto medio de su recorrido.
Σταμάτησε να ξεκουραστεί στα μισά της διαδρομής του.

μέσος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La edad media del grupo era de 34.
Η μέση ηλικία της ομάδας ήταν τα 34.

μισο-

El vaso estaba medio lleno.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Βγήκε μισόγυμνη από το μπάνιο για να σηκώσει το τηλέφωνο.

μέσος

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

μισο-

(informal)

Estoy medio listo para salir.
Είμαι μισοέτοιμος να φύγουμε.

ετεροθαλής

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ana es la media hermana de Tomás.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Για παράδειγμα: ετεροθαλής αδερφός.

ψευτο-

Carlos esbozó una media sonrisa cuando Diana entró por la puerta.

ενδιάμεσος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los estudiantes hicieron sus exámenes de medio curso.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Για τη διευκόλυνσή σας, υπάρχει και ένα μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα εξόφλησης του δανείου.

θρεπτικό μέσο, θρεπτικό υλικό, υπόστρωμα

(βιολογία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Todas las pruebas se realizaron usando un medio de agua marina artificial rico en nutrientes.
Όλα τα τεστ έγιναν με χρήση ενός υψηλού σε θρεπτικά συστατικά τεχνητού υποστρώματος θαλασσινού νερού.

ευκαιρία

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El largometraje es el medio perfecto para este actor.

μέσα

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Con sus herramientas y su ingenio, tenía los medios para reparar la estufa.
Με τα εργαλεία και το μυαλό του έχει τα μέσα να επιδιορθώσει οποιονδήποτε φούρνο.

μέτριος, μεσαίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Es de estatura promedio.
Είναι μέτριου (or: μεσαίου) ύψους.

κέντρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El chico se puso en el centro del círculo.
Το αγόρι στεκόταν στο κέντρο του κύκλου.

πηγή

(μεταφορικά: πληροφοριών κλπ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El diccionario es un gran recurso para los que aprenden idiomas.
Αυτό το λεξικό συνιστά μια πολύ καλή πηγή για τους μαθητές ξένων γλωσσών.

μέσος όρος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μετριοπαθής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La gente eligió a un candidato moderado porque estaba cansada de que la política estuviera en punto muerto.
Ο κόσμος εξέλεξε έναν μετριοπαθή υποψήφιο, γιατί είχαν βαρεθεί το πολιτικό αδιέξοδο.

μέσο

(figurado)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La corrupción del político fue el instrumento de su caída.
Η διαφθορά του πολιτικού ήταν η αιτία για την πτώση του.

μέσο διάδοσης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El diario sirve como un órgano para la opinión socialista.
Αυτή η εφημερίδα χρησιμεύει ως όργανο διάδοσης των σοσιαλιστικών απόψεων.

διέξοδος

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Escribir le proporcionó una salida a su creatividad.
Η συγγραφή αποτελούσε μια διέξοδο για τη δημιουργικότητά του.

μέσο

(figurado)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El editor utilizó el periódico como vehículo para sus propias opiniones.

κέντρο, μέσο

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Siempre que había problemas, él estaba en el centro.

μετρώ

verbo transitivo (με όργανο μέτρησης)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Necesito medir el tablón antes de cortarlo.
Πρέπει να πάρω μέτρα πριν κόψω το ξύλο.

μετράω, μετρώ

(con un indicador)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El termómetro medía la temperatura del motor.
Το θερμόμετρο μέτρησε τη θερμοκρασία του κινητήρα.

τοπογραφώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ellos midieron la propiedad para que el mapa se trazara correctamente.
Τοπογράφησαν την περιοχή για φτιάξουν τον χάρτη σωστά.

μετράω, μετρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mide las próximas diez tablas que se van a cortar.

μετράω, μετρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aquí miden el agua, así que pagamos sólo por lo que usamos.
Το νερό εδώ μετράται και έτσι πληρώνουμε για όσο χρησιμοποιούμε.

χρονομετρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El entrenador midió el tiempo de la carrera corta del corredor.
Ο προπονητής χρονομέτρησε την κούρσα του αθλητή.

ακολουθώ το μέτρο

(literatura: métrica)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Este verso carece de métrica.
Αυτός ο στίχος δεν ακολουθεί το μέτρο.

μοιράζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναλύω

(versos) (όσον αφορά το μέτρο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La profesora le pidió a sus alumnos que analizaran el poema.
Η δασκάλα ζήτησε από την τάξη να αναλύσει το ποίημα.

κέντρο του γηπέδου

(deportes)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
El jugador fue golpeado en el centro del campo.

και μισή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La escuela acaba generalmente a las tres y treinta, ¡pero hoy terminamos a las dos y treinta!
Κανονικά σχολάμε στις τρεισήμισι, αλλά σήμερα σχολάσαμε στις δυόμισι!

μέσος

(σπορ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Las líneas en el centro del campo necesitan otra mano de pintura.

καρέ

(pelo de mujer)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με χαμηλό φωτισμό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La habitación estaba tenuemente iluminada con velas.

μπουρζουαζία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ώρα Γκρίνουιτς

(sigla)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
GMT es una zona horaria que incluye las islas británicas.

μέση τετραγωνική ρίζα, ρίζα μέσου τετραγώνου

(voz inglesa)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Μεσαίωνας

(período histórico)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Los historiadores ya no usan el nombre de Oscurantismo para llamar a la Temprana Edad Media en Europa.

μεσαιωνικός, πρωτόγονος

(figurado) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tiene algunas ideas muy arcaicas respecto de cómo criar a sus hijos.
Έχει κάποιες πραγματικά μεσαιωνικές ιδέες για την ανατροφή των παιδιών.

κατασκεύασμα

(voz inglesa) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πράγματα

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Audrey and Tania habían bebida y se quedaron hasta la madrugada hablando de tonterías.

που δεν απαιτεί ιδιαίτερες πνευματικές ικανότητες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Este musical de Broadway es para una audiencia de cultura media.

μίντι

(falda, abrigo) (μήκος ρούχου)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

σε σχήμα ημισελήνου

locución adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Las croissants generalmente vienen en forma de media luna.
Τα κρουασάν γενικά είναι σε σχήμα ημισελήνου.

ετεροθαλής

locución nominal con flexión de género

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του media στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του media

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.